Anonymous

κύκνος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />cygne, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Καν, résonner, retentir, avec redoubl.
|btext=ου (ὁ) :<br />cygne, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Καν, résonner, retentir, avec redoubl.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κύκνος''': , Λατ. Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Ἰλ. Β. 460., Ο. 692, κτλ.· ― μεταφ., ἐκ τῶν μύθων περὶ τοῦ ἐπιθανατίου ᾄσματος τοῦ κύκνου, [[ἀοιδός]], [[ψάλτης]], Ἀνθ. Π. 7. 19· ἴδε [[κύκνειος]] καὶ πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 316, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1444, Πλάτ. Φαίδωνα 85Β, Πολ. 620Α, Ὁρατ. ᾨδ. 2. 20· ἱερὸς τοῦ Ἀππόλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 870, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 5. ΙΙ. [[εἶδος]] πλοίου, πιθ. [[ἐπειδὴ]] [[πρῷρα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο κεκυρτωμένη ὡς ὁ [[λαιμὸς]] τοῦ κύκνου, Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1· πρβλ. [[κυκνοκάνθαρος]]. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀλοιφῆς τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 139.
|elnltext=κύκνος -ου, ὁ zwaan.
}}
{{elru
|elrutext='''κύκνος:''' ὁ (редко Pind. и Theocr. ῠ) лебедь ([[δουλιχόδειρος]] Hom.; [[πολιόχρως]] Eur.; οἱ κύκνοι [[ἐπειδὰν]] αἴσθωνται, ὅτι [[δεῖ]] αὐτοὺς ἀποθανεῖν, [[τότε]] δὴ [[πλεῖστα]] καὶ [[μάλιστα]] ᾄδουσι Plat.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κύκνος:''' ὁ, [[κύκνος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μεταφ., από τους μύθους για τα τραγούδια του κύκνου που πεθαίνει (σε Αισχύλ., Πλάτ.), [[αοιδός]], [[ραψωδός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κύκνος:''' ὁ, [[κύκνος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μεταφ., από τους μύθους για τα τραγούδια του κύκνου που πεθαίνει (σε Αισχύλ., Πλάτ.), [[αοιδός]], [[ραψωδός]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κύκνος:''' ὁ (редко Pind. и Theocr. ῠ) лебедь ([[δουλιχόδειρος]] Hom.; [[πολιόχρως]] Eur.; οἱ κύκνοι [[ἐπειδὰν]] αἴσθωνται, ὅτι [[δεῖ]] αὐτοὺς ἀποθανεῖν, [[τότε]] δὴ [[πλεῖστα]] καὶ [[μάλιστα]] ᾄδουσι Plat.).
|lstext='''κύκνος''': , Λατ. Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Ἰλ. Β. 460., Ο. 692, κτλ.· ― μεταφ., ἐκ τῶν μύθων περὶ τοῦ ἐπιθανατίου ᾄσματος τοῦ κύκνου, [[ἀοιδός]], [[ψάλτης]], Ἀνθ. Π. 7. 19· ἴδε [[κύκνειος]] καὶ πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 316, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1444, Πλάτ. Φαίδωνα 85Β, Πολ. 620Α, Ὁρατ. ᾨδ. 2. 20· ἱερὸς τοῦ Ἀππόλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 870, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 5. ΙΙ. [[εἶδος]] πλοίου, πιθ. [[ἐπειδὴ]] ἡ [[πρῷρα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο κεκυρτωμένη ὡς ὁ [[λαιμὸς]] τοῦ κύκνου, Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1· πρβλ. [[κυκνοκάνθαρος]]. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀλοιφῆς τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 139.
}}
{{elnl
|elnltext=κύκνος -ου, ὁ zwaan.
}}
}}
{{etym
{{etym