3,273,006
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> foi :<br /><b>1</b> confiance en autrui : πίστιν ἔχειν τινί SOPH avoir confiance en qqn ; πίστιν φέρειν τινί SOPH ajouter foi à qqn;<br /><b>2</b> <i>au sens commercial</i> confiance, crédit;<br /><b>3</b> bonne foi : [[πίστι]] <i>(ion.)</i> λαμβάνειν τινά HDT accueillir qqn de bonne foi;<br /><b>4</b> fidélité : διασῴζειν [[τι]] [[ἐν]] πίστει XÉN conserver qch fidèlement;<br /><b>5</b> foi, croyance, conviction;<br /><b>II.</b> ce qui fait foi :<br /><b>1</b> gage de foi, caution, garantie : ἐμβάλλειν χειρὸς πίστιν SOPH <i>ou</i> [[δοῦναι]] χερὸς πίστιν, donner la garantie de la main, <i>càd</i> donner la main comme gage ; πίστιν δοῦναί τινι THC donner un gage à qqn ; πίστιν λαμβάνειν XÉN recevoir une garantie ; πίστιν [[δοῦναι]] καὶ [[λαβεῖν]] XÉN se fournir mutuellement une caution, donner et recevoir un gage;<br /><b>2</b> serment : [[θεῶν]] πίστεις ὀμνύναι THC jurer par les dieux;<br /><b>3</b> engagement, pacte : πίστιν ποιέεσθαι HDT conclure un pacte ; [[πρός]] τινα, ἀλλήλοις XÉN avec qqn, les uns avec les autres;<br /><b>III.</b> foi, croyance : [[πίστις]] [[θεῶν]] EUR la foi aux dieux ; [[τι]] ἔχειν πίστιν ARSTT qch mérite créance, est digne de foi;<br /><b>IV.</b> moyen d'inspirer confiance, de persuader, preuve ; <i>particul.</i> preuve juridique.<br />'''Étymologie:''' R. Πιθ, lier ; v. [[πείθω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> foi :<br /><b>1</b> confiance en autrui : πίστιν ἔχειν τινί SOPH avoir confiance en qqn ; πίστιν φέρειν τινί SOPH ajouter foi à qqn;<br /><b>2</b> <i>au sens commercial</i> confiance, crédit;<br /><b>3</b> bonne foi : [[πίστι]] <i>(ion.)</i> λαμβάνειν τινά HDT accueillir qqn de bonne foi;<br /><b>4</b> fidélité : διασῴζειν [[τι]] [[ἐν]] πίστει XÉN conserver qch fidèlement;<br /><b>5</b> foi, croyance, conviction;<br /><b>II.</b> ce qui fait foi :<br /><b>1</b> gage de foi, caution, garantie : ἐμβάλλειν χειρὸς πίστιν SOPH <i>ou</i> [[δοῦναι]] χερὸς πίστιν, donner la garantie de la main, <i>càd</i> donner la main comme gage ; πίστιν δοῦναί τινι THC donner un gage à qqn ; πίστιν λαμβάνειν XÉN recevoir une garantie ; πίστιν [[δοῦναι]] καὶ [[λαβεῖν]] XÉN se fournir mutuellement une caution, donner et recevoir un gage;<br /><b>2</b> serment : [[θεῶν]] πίστεις ὀμνύναι THC jurer par les dieux;<br /><b>3</b> engagement, pacte : πίστιν ποιέεσθαι HDT conclure un pacte ; [[πρός]] τινα, ἀλλήλοις XÉN avec qqn, les uns avec les autres;<br /><b>III.</b> foi, croyance : [[πίστις]] [[θεῶν]] EUR la foi aux dieux ; [[τι]] ἔχειν πίστιν ARSTT qch mérite créance, est digne de foi;<br /><b>IV.</b> moyen d'inspirer confiance, de persuader, preuve ; <i>particul.</i> preuve juridique.<br />'''Étymologie:''' R. Πιθ, lier ; v. [[πείθω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πίστις -εως, ἡ [πιστός] Ion. gen. πίστιος, dat. πίστῑ, plur. dat. πίστισι, acc. πίστῑς vertrouwen in een ander vertrouwen:; σὺ νῦν γ’ ἂν τῷ θεῷ πίστιν φέροις nu zul je de godheid wel vertrouwen willen schenken Soph. OT 1445; met gen. in iets. σωφροσύνης πίστιν περὶ ὑμῶν ἔχοντες vertrouwen hebbend in jullie redelijkheid Dem. 18.215; κατὰ πίστιν op basis van vertrouwen Aristot. EN 1162b30. vertrouwenwekkendheid, betrouwbaarheid:; τιμιώτεροί εἰσι οἱ εὐνοῦχοι πίστιος εἵνεκα de eunuchen zijn meer waard vanwege hun betrouwbaarheid Hdt. 8.105.2; θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ’ ἀπιστία betrouwbaarheid sterft en onbetrouwbaarheid bloeit op Soph. OC 611; jur.. τὴν οὐσίαν αὐτῆς ὁ Κικέρων ἐν πίστει κληρονόμος ἀπολειφθείς διεφύλαττεν Cicero beheerde haar vermogen, omdat hij was aangewezen als fiduciair erfgenaam ( Lat. heres fiduciarius) Plut. Cic. 41.5. christ. geloofsovertuiging, geloof:. νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγαπή nu zijn blijvend geloof, hoop en liefde NT 1 Cor. 13.13; ὁ διώκων ἡμᾶς ποτε νῦν εὐαγγελίζεται τὴν πίστιν de man die ons ooit vervolgde, verkondigt nu het geloof NT Gal. 1.23. dat wat vertrouwen bevestigt waarborg, belofte:. δοῦναι πίστιν zijn woord van trouw geven Hdt. 9.91.2; δοῦναι πίστεις waarborgen geven Thuc. 4.86.2; ποιεῖσθαι πίστεις afspraken maken Thuc. 4.51; πίστιν παρ’ αὐτοῦ λαβεῖν een garantie van zijn kant te krijgen Lys. 12.9; φόβων πίστις ἅδε πρώτα dat is de eerste garantie tegen angst Eur. Suppl. 627. bewijsmiddel, bewijs, argument:. ταῖς... πίστεσιν αἷς τοὺς ἄλλους... πείθομεν met de argumenten waarmee wij de anderen proberen te overtuigen Isocr. 3.8; τῶν δὲ διὰ τοῦ λόγου ποριζομένων πίστεων τρία εἴδη ἐστίν van de bewijzen die door het woord worden geleverd, bestaan drie soorten Aristot. Rh. 1356a2; διὰ τῆς τῶν λόγων πίστεως door het bewijsmiddel van de theorie Aristot. Pol. 1326a29. personif. ἡ Πίστις Vertrouwen (= Lat. Fides). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πίστις:''' εως, ион. ιος ἡ (ион. dat. πίστῑ, ион. acc. pl. πίστῑς)<br /><b class="num">1)</b> [[вера]], [[доверие]]: πίστιν ἔχειν [[или]] φέρειν τινί Soph. [[доверять кому]]-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[вера]], [[кредит]] (εἰς πίστιν [[διδόναι]] τι τινι Dem.): π. τοσούτων χρημάτων [[ἐστί]] τινι [[παρά]] τινι Dem. кто-л. имеет у кого-л. кредит на такую сумму;<br /><b class="num">3)</b> [[вера]], [[убежденность]]: π. [[θεῶν]] Eur. [[вера в богов]]; σωφροσύνης πίστιν ἔχειν περί τινος Dem. быть убежденным в чьем-л. благородстве;<br /><b class="num">4)</b> [[вера]], [[верность]] (ἀνάκτι Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> [[залог верности]], [[ручательство]], [[честное слово]] (πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι Her.): ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Soph. [[дай руку в подтверждение верности]] ([[твоих слов]]); πίστιν [[δοῦναι]] καὶ [[λαβεῖν]] Xen. [[дать взаимную клятву верности]]; πίστιν ([[κατα]])[[λαβεῖν]] Her. [[обязать честным словом]];<br /><b class="num">6)</b> [[вера]], [[вероисповедание]] (τὴν πρώτην πίστιν ἀθετῆσαι NT);<br /><b class="num">7)</b> [[уверение]], [[подтверждение]], [[доказательство]]: [[τοῦτο]] οὐκ ὀλίγης παραμυθίας δεῖται καὶ πίστεως Plat. это требует серьезного разъяснения и доказательства; π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς Arst. [[индуктивное доказательство]];<br /><b class="num">8)</b> [[поручение]], [[миссия]] (πίστιν [[ἐγχειρίζειν]] τινί Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{Abbott | {{Abbott | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πίστις:''' ἡ, γεν. <i>-εως</i>· δοτ. <i>πίστει</i>, Ιων. <i>πίστῑ</i>· Ιων. ονομ. και αιτ. πληθ. [[πίστις]], δοτ. <i>πίστισι</i> (<i>πείθομαι</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εμπιστοσύνη]] σε άλλους, [[πίστη]], Λατ. [[fides]], [[fiducia]], σε Ησίοδ., Θεόγν., Αττ.· με γεν. προσ., [[πίστη]] ή [[πεποίθηση]] σε κάποιον, σε Ευρ.· γενικά, [[πειθώ]] σ' ένα [[πράγμα]], [[εμπιστοσύνη]], βεβαιοτητα, σε Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλή]] [[πίστη]], [[αξιοπιστία]], [[αφοσίωση]], [[ειλικρίνεια]], Λατ. [[fides]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με εμπορική [[σημασία]], εμπορική [[πίστη]], [[υπόληψη]], [[πίστις]] τοσούτων χρημάτων [[ἐστί]] μοι [[παρά]] τινι, <i>του</i> έχω πιστώσει τόσα χρήματα, σε Δημ.· <i>εἰς πίστιν διδόναι τί τινι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> στη [[θεολογία]], [[πίστη]], [[δόγμα]], αντίθ. προς την όραση και τη [[γνώση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> αυτό που παρέχει [[εμπιστοσύνη]]· απ' όπου,<br /><b class="num">1.</b> [[διαβεβαίωση]], εχέγγυο καλής πίστης, [[εγγύηση]], [[ενέχυρο]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι</i>, κάνω [[συμφωνία]] ή [[συνθήκη]] ανταλλάσσοντας αμοιβαίες διαβεβαιώσεις και όρκους, σε Ηρόδ.· [[οὔτε]] [[πίστις]] οὔθ' [[ὅρκος]] μένει, σε Αριστοφ.· <i>πίστιν διδόναι</i>, [[παρέχω]] διαβεβαιώσεις, σε Ηρόδ.· <i>πίστιν διδόναι καὶ λαμβάνειν</i>, [[ανταλλάσσω]] διαβεβαιώσεις, σε Ξεν.· λέγεται για όρκο, <i>θεῶνπίστεις ὀμνύναι</i>, σε Θουκ.· <i>πίστιν ἐπιτιθέναι</i> ή <i>προστιθέναι τινί</i>, σε Δημ.· φόβων [[πίστις]], [[βεβαίωση]] ενάντια στους φόβους, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μέσα πειθούς, [[συζήτηση]], [[απόδειξη]], όπως χρησιμοποιούνταν από τους ρήτορες, σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''πίστις:''' ἡ, γεν. <i>-εως</i>· δοτ. <i>πίστει</i>, Ιων. <i>πίστῑ</i>· Ιων. ονομ. και αιτ. πληθ. [[πίστις]], δοτ. <i>πίστισι</i> (<i>πείθομαι</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εμπιστοσύνη]] σε άλλους, [[πίστη]], Λατ. [[fides]], [[fiducia]], σε Ησίοδ., Θεόγν., Αττ.· με γεν. προσ., [[πίστη]] ή [[πεποίθηση]] σε κάποιον, σε Ευρ.· γενικά, [[πειθώ]] σ' ένα [[πράγμα]], [[εμπιστοσύνη]], βεβαιοτητα, σε Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλή]] [[πίστη]], [[αξιοπιστία]], [[αφοσίωση]], [[ειλικρίνεια]], Λατ. [[fides]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με εμπορική [[σημασία]], εμπορική [[πίστη]], [[υπόληψη]], [[πίστις]] τοσούτων χρημάτων [[ἐστί]] μοι [[παρά]] τινι, <i>του</i> έχω πιστώσει τόσα χρήματα, σε Δημ.· <i>εἰς πίστιν διδόναι τί τινι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> στη [[θεολογία]], [[πίστη]], [[δόγμα]], αντίθ. προς την όραση και τη [[γνώση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> αυτό που παρέχει [[εμπιστοσύνη]]· απ' όπου,<br /><b class="num">1.</b> [[διαβεβαίωση]], εχέγγυο καλής πίστης, [[εγγύηση]], [[ενέχυρο]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι</i>, κάνω [[συμφωνία]] ή [[συνθήκη]] ανταλλάσσοντας αμοιβαίες διαβεβαιώσεις και όρκους, σε Ηρόδ.· [[οὔτε]] [[πίστις]] οὔθ' [[ὅρκος]] μένει, σε Αριστοφ.· <i>πίστιν διδόναι</i>, [[παρέχω]] διαβεβαιώσεις, σε Ηρόδ.· <i>πίστιν διδόναι καὶ λαμβάνειν</i>, [[ανταλλάσσω]] διαβεβαιώσεις, σε Ξεν.· λέγεται για όρκο, <i>θεῶνπίστεις ὀμνύναι</i>, σε Θουκ.· <i>πίστιν ἐπιτιθέναι</i> ή <i>προστιθέναι τινί</i>, σε Δημ.· φόβων [[πίστις]], [[βεβαίωση]] ενάντια στους φόβους, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μέσα πειθούς, [[συζήτηση]], [[απόδειξη]], όπως χρησιμοποιούνταν από τους ρήτορες, σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πίστις''': ἡ, γεν. εως, Ἰων. ιος Ἐμπεδ. 413· δοτ. πίστει, Ἰων. πίστῑ Ἡρόδ. 3. 74· Ἰων. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. πίστῑς [[αὐτόθι]] 8· δοτ. πίστισι 4. 172· (πείθομαι). Τὸ πιστεύειν τινὶ «ἐμπιστοσύνη», Λατ. fides, fiducia, πρῶτον παρ’ Ἡσ. πίστεις καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας, «αἱ πίστεις, αἱ πρὸς ἐκείνους [[δηλονότι]], οἷς οὐκ ἔδει πιστεύειν, καὶ αἱ ἀπιστίαι αἱ πρὸς ἐκείνους οἷς ἔδει πιστεύειν, ὤλεσαν ἄνδρας» (Μοσχόπ.), Ἔργ. κ. Ἡμ. 370· πίστει χρήματ’ ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ’ ἐσάωσα Θέογν. 831· π. ἔχει τινὶ Σοφ. Ο. Κ. 950, πρβλ. Ο. Τ. 1445, κτλ.· μετὰ γεν. προσ., [[πίστις]] [[περί]] τινος, εἴς τινα..., π. θεῶν Εὐρ. Μήδ. 414, Ἱππ. 1037· ― [[καθόλου]], [[πεποίθησις]] [[περί]] τινος πράγματος, [[βεβαιότης]] ὑποκειμενική, Πινδ. Ν. 8. 73, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., σωφροσύνης πίστιν ἔχειν [[περί]] τινος, ἔχειν πεποίθησιν περὶ τῆς σωφροσύνης [[αὐτοῦ]], Δημ. 300. 11· π. [[περί]] τινος ἔχειν Πλούτ. 2. 1101C. 2) μετὰ σημασίας ὑποκειμενικῆς, καλὴ [[πίστις]], ἐμπιστοσύνη, [[τιμιότης]], Λατ. fides, Θέογν. 1133, Ἡρόδ. 8. 105, Αἰσχύλ. Πέρσ. 443· θνήσκει δὲ [[πίστις]], βλαστάνει δ’ [[ἀπιστία]] Σοφ. Ο. Κ. 611· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀξιόπιστον, «[[ὑπόληψις]]», τὰν π. σμικρὰν παρ’ ἔμοιγ’ ἔχει Εὐρ. Ἠλ. 737· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 12, Πολύβ. 1. 35, 4. 3) ἐπὶ ἐμπορικῆς σημασίας, [[πίστις]], [[ὑπόληψις]] ἐμπορική, ὡς τὸ Λατ. [[fides]], [[πίστις τοσούτων χρημάτων ἐστί μοι παρά τινι]] Δημ. 962. 4, πρβλ. 958. 3· εἰς πίστιν διδόναι τί τινι ὁ αὐτ. 886. 25· [[οὕτως]], ἐν πίστει [[κληρονόμος]] ἀπολειφθεὶς Πλουτ. Κικ. 41, [[ἔνθα]] (τ. 5, σ. 428) ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Κοραῆ, ἴδε καὶ Σουΐδ. ἐν λ. φεδεϊκόμισσα. 4) Θεολογικῶς, [[πίστις]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὄψιν καὶ τὴν γνῶσιν, Καιν. Διαθ., Ἐκκλ. ΙΙ. τὸ παρέχον ἐμπιστοσύνην, 1) ὡς τὸ [[πιστόν]], [[βεβαιότης]], [[πεποίθησις]], [[ἐγγύησις]], οὐκ ἀνδρὸς [[ὅρκος]] [[πίστις]] ἀλλ’ ὅρκων ἀνὴρ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 290, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 887, Εὐρ. Ἱππ. 1055, Ἀντιφῶν 144. 18· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ [[ὅρκος]] καὶ [[δεξιά]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 14, 5, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 21· ἔμβαλε χειρὸς πίστιν Σοφ. Φιλ. 813· δός μοι χερὸς σῆς π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1632· πίστιν καὶ ὅρκια ποιοῦμαι, [[κάμνω]] συνθήκην ἀνταλλάσσων ἀμοιβαίας διαβεβαιώσεις καὶ ὅρκους, Ἡρόδ. 9. 92, πρβλ. Ἀνδοκ. 14. 39· οἶσιν... [[οὔτε]] π. οὔθ’ [[ὅρκος]] μένει Ἀριστοφ. Ἀχ. 308· οὕτω, [[πίστις]] (Ἰων. ἀντὶ πίστεις) ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 3. 8· [[πρός]] τινα Θουκ. 4. 51· ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλ. 1. 3, 12· [[πίστις]] διδόναι, παρέχειν διαβεβαιώσεις, Ἡρόδ. 9. 94, πρβλ. Θουκ. 4. 86· ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δοῦναι Ἀριστοφ. Λυσ. 1185· π. δοῦναί τινι Θουκ. 5. 45· π. διδόναι καὶ λαμβάνειν, ἀνταλλάσσειν, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 44· διδόναι καὶ δέχεσθαι ἀλλήλοιν Πλάτ. Φαῖδρ. 256D, πρβλ. Λυσίαν 121. 4., 154. 40· πίστι λαβεῖν ἢ καταλαβεῖν τινα, δέχεσθαί τινα εἰς φιλίαν ἐπὶ διαβεβαιώσει, Ἡρόδ. 3. 74., 9. 106· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ὅρκου, θεῶν πίστεις ὀμνύναι Θουκ. 5. 30· πίστιν ἐπιτιθέναι ἢ προστιθέναι τινὶ Δημ. 852. 15., 1270. 9, πρβλ. 1196, 16· ― μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., φόβων π., [[βεβαίωσις]] [[ἐναντίον]] φόβων, παραθάρρυνσις, Εὐρ. Ἱκέτ. 627. 2) [[μέσον]] καταπείσεως, [[ἐπιχείρημα]], οἵοις χρῶνται οἱ ῥήτορες, Ἀντιφῶν 139. 18., 144. 34, Πλάτ. Φαίδων 70Β, Ἰσοκρ. 28Β, κτλ.· ― παρ’ Ἀριστ., [[τοὐναντίον]] τῷ ἀποδεικτικῷ ἐπιχειρήματι ([[ὅπερ]] καλεῖ ἀπόδειξιν), Ρητορ. 1. 1, 11., 1. 15, 1., 2, 20, 1· ἀλλὰ χρῆται ὁ αὐτ. τῇ λέξει καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας, π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 3, 2, κτλ.· ἡ διὰ συλλογισμοῦ π. ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 8, 4. ΙΙΙ. τὸ παραδιδόμενον πρὸς φύλαξιν, [[παρακαταθήκη]], Λατ. fideicommissum, πίστιν ἐγχειρίζειν τινὶ Ἐπιγρ. Βοιωτ. IVb. 42, Πολύβ. 5. 41, 2., 16. 22, 2· σὴ π., παραδεδομένη εἰς σὲ ὡς [[παρακαταθήκη]], Ἑλληνικ. Ἐπιγράμματα 2618. 23. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |