Anonymous

πελιός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> livide, plombé;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> sombre.<br />'''Étymologie:''' [[πελός]].
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> livide, plombé;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> sombre.<br />'''Étymologie:''' [[πελός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πελιός''': , -όν, (πελός, [[πελλός]]), [[κυρίως]] ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος προσλαβόντων [[χρῶμα]] μελανίζον [[ἕνεκα]] συσσωρεύσεως αἵματος ἐκ διαρραγέντων αἱματικῶν ἀγγείων, [[ὑπομέλας]], μελανοκίτρινος, [[βλέφαρον]] πελιὸν Ἱππ. Προγν. 37. 29, πελιὸν δὲ τὸ [[στῆθος]] Δημ. 1157. 6· [[καθόλου]], [[μέλας]], [[μαῦρος]] Νικ. Θ. 279. ([[Κατὰ]] τὸν τονισμὸν ὁμοιάζει πρὸς τὸ [[πολιός]], Ἀρκάδ. 41). ― [[Κατὰ]] Φώτ.: «πελιοί: μέλανες· ὠχροί», πρβλ. Ἡσύχ.
|elnltext=πελιός -ά -όν [~ πολιός] (donker) verkleurd, loodkleurig, 'bont en blauw'.
}}
{{elru
|elrutext='''πελιός:''' [[посиневший]] (от кровоподтеков), синий (τὸ [[στῆθος]] Dem.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πελιός:''' -ά, -όν ([[πελός]]), [[μαυροκίτρινος]], σε Δημ.
|lsmtext='''πελιός:''' -ά, -όν ([[πελός]]), [[μαυροκίτρινος]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πελιός:''' [[посиневший]] (от кровоподтеков), синий (τὸ [[στῆθος]] Dem.).
|lstext='''πελιός''': -ά, -όν, (πελός, [[πελλός]]), [[κυρίως]] ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος προσλαβόντων [[χρῶμα]] μελανίζον [[ἕνεκα]] συσσωρεύσεως αἵματος ἐκ διαρραγέντων αἱματικῶν ἀγγείων, [[ὑπομέλας]], μελανοκίτρινος, [[βλέφαρον]] πελιὸν Ἱππ. Προγν. 37. 29, πελιὸν δὲ τὸ [[στῆθος]] Δημ. 1157. 6· [[καθόλου]], [[μέλας]], [[μαῦρος]] Νικ. Θ. 279. ([[Κατὰ]] τὸν τονισμὸν ὁμοιάζει πρὸς τὸ [[πολιός]], Ἀρκάδ. 41). ― [[Κατὰ]] Φώτ.: «πελιοί: μέλανες· ὠχροί», πρβλ. Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=πελιός -ά -όν [~ πολιός] (donker) verkleurd, loodkleurig, 'bont en blauw'.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πελιός]], ή, όν [[πελός]]<br />[[livid]], Dem.
|mdlsjtxt=[[πελιός]], ή, όν [[πελός]]<br />[[livid]], Dem.
}}
}}