Anonymous

παρασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> παρασκευάσω, <i>ao.</i> παρεσκεύασα, <i>pf.</i> παρεσκεύακα;<br />préparer, apprêter, disposer : [[τι]] qch (un repas, des navires, <i>etc.</i>) ; • <i>impers.</i> [[οἱ]] Κορίνθιοι, ἐπειδὴ αὐτοῖς παρεσκεύαστο, ἔπλεον THC lorsque tout fut prêt, les Corinthiens prirent la mer ; <i>avec double rég.</i> : [[τῇ]] νηῒ ἄλφιτα καὶ οἶνον THC garnir un navire de provisions de farine et de vin ; τινί [[τι]] procurer qch à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[παρασκευάζομαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> [[préparer]] <i>ou</i> [[disposer]] pour soi, acc. : τὰ πολέμια THC se préparer à la guerre ; στρατιάν THC préparer une expédition ; [[ὅπερ]] [[πάλαι]] παρεσκευαζόμην AR ce que je poursuivais depuis longtemps, ce à quoi je songeais depuis longtemps;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> se préparer, s'apprêter, se disposer, se tenir tout prêt : παρ. [[οἴκαδε]] XÉN se préparer pour le retour dans la patrie ; π. [[ἐς]] μάχην HDT, [[ἐς]] πολιορκίην HDT se préparer pour un combat, pour un siège ; <i>avec un inf. ou un part.</i> : se disposer à faire, être prêt à faire : παρεσκευάζετο προπηλακιῶν αὐτόν THC <i>litt.</i> il se préparait à le couvrir de boue, <i>càd</i> à lui faire affront;<br /><b>2</b> préparer en vue de, disposer pour, rendre apte à : παρεσκεύασεν ὁ θεὸς τὴν τῆς γυναικὸς φύσιν ἐπὶ τὰ [[ἔνδον]] ἔργα καὶ ἐπιμελήματα XÉN la divinité a approprié la nature de la femme aux travaux et aux soins de l'intérieur ; [[εὖ]] παρεσκευασμένοι καὶ [[τὰς]] ψυχὰς καὶ τὰ σώματα XÉN dispos de corps et d'âme ; [[οὕτω]] δοκοῦμεν παρεσκευάσθαι [[ὡς]] ἱκανοὶ [[εἶναι]] [[ὑμᾶς]] [[εὖ]] ποιεῖν XÉN il nous semble que nous sommes en mesure de pouvoir vous rendre service ; π. εὐσεβέστερον XÉN rendre qqn plus pieux.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σκευάζω]].
|btext=<i>f.</i> παρασκευάσω, <i>ao.</i> παρεσκεύασα, <i>pf.</i> παρεσκεύακα;<br />préparer, apprêter, disposer : [[τι]] qch (un repas, des navires, <i>etc.</i>) ; • <i>impers.</i> [[οἱ]] Κορίνθιοι, ἐπειδὴ αὐτοῖς παρεσκεύαστο, ἔπλεον THC lorsque tout fut prêt, les Corinthiens prirent la mer ; <i>avec double rég.</i> : [[τῇ]] νηῒ ἄλφιτα καὶ οἶνον THC garnir un navire de provisions de farine et de vin ; τινί [[τι]] procurer qch à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[παρασκευάζομαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> [[préparer]] <i>ou</i> [[disposer]] pour soi, acc. : τὰ πολέμια THC se préparer à la guerre ; στρατιάν THC préparer une expédition ; [[ὅπερ]] [[πάλαι]] παρεσκευαζόμην AR ce que je poursuivais depuis longtemps, ce à quoi je songeais depuis longtemps;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> se préparer, s'apprêter, se disposer, se tenir tout prêt : παρ. [[οἴκαδε]] XÉN se préparer pour le retour dans la patrie ; π. [[ἐς]] μάχην HDT, [[ἐς]] πολιορκίην HDT se préparer pour un combat, pour un siège ; <i>avec un inf. ou un part.</i> : se disposer à faire, être prêt à faire : παρεσκευάζετο προπηλακιῶν αὐτόν THC <i>litt.</i> il se préparait à le couvrir de boue, <i>càd</i> à lui faire affront;<br /><b>2</b> préparer en vue de, disposer pour, rendre apte à : παρεσκεύασεν ὁ θεὸς τὴν τῆς γυναικὸς φύσιν ἐπὶ τὰ [[ἔνδον]] ἔργα καὶ ἐπιμελήματα XÉN la divinité a approprié la nature de la femme aux travaux et aux soins de l'intérieur ; [[εὖ]] παρεσκευασμένοι καὶ [[τὰς]] ψυχὰς καὶ τὰ σώματα XÉN dispos de corps et d'âme ; [[οὕτω]] δοκοῦμεν παρεσκευάσθαι [[ὡς]] ἱκανοὶ [[εἶναι]] [[ὑμᾶς]] [[εὖ]] ποιεῖν XÉN il nous semble que nous sommes en mesure de pouvoir vous rendre service ; π. εὐσεβέστερον XÉN rendre qqn plus pieux.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σκευάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρασκευάζω''': μέλλ. -άσω· Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσ. παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κλ. Ἑτοιμάζω, [[παρασκευάζω]], [[δεῖπνον]] Ἡρόδ. 9. 82, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 91· στρατείαν Θουκ. 4. 74· ὀθόνια Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1176· πλοῖα Λυσίας 132. 13· ἱππέας, ὅπλα, [[ναῦς]] Ξεν. Ἀγησ. 1. 24, κλ.· κρατῶ τι ἔτοιμον, τὴν θύραν Λυσ. 94. 7: - [[κατασκευάζω]] [[κυρίως]] σημαίνει διευθετῶ καὶ [[ἑτοιμάζω]] ὅ,τι ἔχω, τὸ δὲ [[παρασκευάζω]] πορίζομαι καὶ [[ἑτοιμάζω]] ὅ,τι δὲν ἔχω, πρβλ. παρασκευὴ ΙΙ. 3. 2) προμηθεύω, μηχανῶμαι, τῇ νηὶ [[οἶνον]] καὶ ἄλφιτα Θουκ. 3. 49, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 188D, κλ.· π. ὀργάς τινι κατὰ τινος Λυσ. 94, 23· ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, [[ἑτοιμάζω]], θάνατόν τινι Ἀντιφῶν 114. 26· ἀντίδοσιν ἐπί τινα Δημ. 840. 27· ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2. 3) καθίστημί τινα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, μετὰ μετοχῆς ἢ ἐπιθ., π. τινὰ εὖ ἔχοντα, π. τινὰ ὅτι βέλτιστον Ξεν. Κύρ. 1. 6, 18., 5. 2, 19 π. τοὺς θεοὺς ἵλεως Πλάτ. Νόμ. 803Ε· τοὺς κριτὰς π. τοιούτους Ἀριστ. Ρητ. 2, 9, 16, πρβλ. 2. 3, 17· μετ’ ἀπαρ., π. τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, [[συνηθίζω]] τινὰ νὰ μὴ ποιῇ τι, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 5, 19, Ἱππ. 2. π. τὸν βίον αὐτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Πλάτ. Πολ. 405C· - οὕτω, π. [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 503Α, πρβλ. 510F, Ἀπολ. 39D· π. τινὸς γνώμην, ὡς [[ἰτέον]] εἴη Ξεν. Κύρ. 2. 1, 21. 4) ἐπινοῶ διά τινα σκοπόν, τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ [[ἔνδον]] ἔργα ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 22· ἴδε Β. ΙΙ. 5) ἀπολ., καθιστῶ τινα φίλον μου, Δημ. 501. 21· ἴδε Β. Ι. 2. Β. Μέσ. καὶ παθ.: Ι. ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ τοῦ μέσ., [[ἑτοιμάζω]] ἢ [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Ἡρόδ. 7. 25. π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατιὰν Θουκ. 1. 18., 2. 80., 4. 70· ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. ὁ αὐτ. 2. 56· τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν, εἰς ἑτοιμασίαν, Δημ. 50. 25· προστιθεμένου ὀνόματος ὡς κατηγορουμένου, τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ Αἰσχύλ. Πρ. 920. 2) παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, [[ἑτοιμάζω]] ἀνθρώπους ὡς μάρτυρας, ὀπαδούς, κτλ., [[ὥστε]] νὰ τύχω ἀποφάσεως εὐνοϊκῆς δι’ ἀπάτης ἢ διὰ τῆς βίας (πρβλ. παρασκευὴ Ι. 3)· π. συκοφάντας Ἀνδοκ. 14. 17· ῥήτορας παρασκευασάμενοι Ἰσαῖ. 36. 2· ψευδεῖς λόγους ὁ αὐτ. 37. 5· μάρτυρας ψευδεῖς παρασκευασάμενοι Δημ. 852 ἐν τέλ.· π. τινας, προσελκύω πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, πρὸς τὴν μερίδα μου, ὁ αὐτ. 1092. 13· ― ἀπολ., [[σχηματίζω]] φατρίαν, [[πλέκω]] δόλον, Ἰσαῖ. 79. 7, Δημ. 231. 14, 813. 20· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 11. Ἰσαῖ. 69. 1· [[παρασκευάζω]] τινὶ [[δικαστήριον]], [[προετοιμάζω]] [[δικαστήριον]] ἐξ ἐνόρκων φίλων, [[ὅπως]] δικάσωσί τινα, Λυσ. 130. 41· πρβλ. [[παρακελευστός]]. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]] ἀπολ., ἑτοιμάζομαι, [[κάμνω]] ἑτοιμασίας, παρασκευασαμένῳ Θουκ. 2. 80· παρασκευασάμενος [[μεγάλως]] Ἡρόδ. 9. 15· παρασκευάσασθαι [[ὥστε]] ἀμύνασθαι Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 3, 35· ― κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. δύναται νὰ θεωρηθῇ [[εἴτε]] ὡς παθ. [[εἴτε]] ὡς μέσ., π. ἔς τι Ἡρόδ. 9. 96, 99· π. [[πρός]] τι Θουκ. 3. 69, Ξεν., κλ.· π. στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 71, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 353, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 227. 2) [[συχνάκις]] ἑπομένου τοῦ ὡς μετὰ μετοχ. μέλλ., παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Ἡρόδ. 5. 34· π. ὡς ἐλῶν ὁ αὐτ. 2. 162, πρβλ. 9. 122· π. ὡς ναυμαχήσοντες ([[ὅπερ]] ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἐκφέρεται διὰ τοῦ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Θουκ. 4, 13· ὡς προσβαλοῦντες ὁ αὐτ. 4. 8· ὡς ἐπιθησόμενοι ὁ αὐτ. 5. 8, πρβλ. 6. 54· οὕτω, π. ὡς μάχης ἐσομένης Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 2, 18, πρβλ. Κύρ. 3. 2, 8· [[ὡσαύτως]], π. [[ὅπως]] ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Θουκ. 2. 99, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 183D, Ἀπολ. 39Β. 3) ἐν τῷ πρκμ., παρεσκεύασμαι, εἶμαι ἕτοιμος, εἶμαι παρεσκευασμένος, [[κάρτα]] εὖ παρεσκευασμένος Ἡρόδ. 3. 150· τράπεζαι ... παρεσκ. Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 839· λῃστρικώτερον παρεσκ. Θουκ. 6. 104· παρεσκ. [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 91Β· εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα Ξεν. Οἰκ. 5. 13· ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κτλ.· παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεύμενοι ὁ αὐτ. 7. 218· ταῖς ψυχαῖς παρεσκευασμένους ὡς χεῖρας ξυμμίξοντας Ξενοφ. Κύρ. 2. 1, 11· ἑπομένου τοῦ [[ὥστε]] μετ’ ἀπαρ., παρεσκευάσμεθ’ [[ὥστε]] κατθανεῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1241· παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ [[εἶναι]] Ξενοφ. Κύρ. 4. 2, 13· μετὰ μόνης ἀπαρεμ., δρᾶν παρεσκευασμένος Αἰσχύλ. Θήβ. 440, πρβλ. Ἀγ. 1422, Εὐρ. Ἡρακλ. 691, Ἀριστοφάν. Νεφ. 607, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἀορ., [[ὥστε]] ἂν ... παρασκευασθῶσιν [[οὕτως]] ἔχειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 11. ΙΙΙ. παρασκευάζομαί τι, [[παρασκευάζω]] τι δι’ ἐμαυτόν, Πλάτ. Πολ. 365Β· παρεσκ. λαμπρὸν [[ἱμάτιον]] Θεοφρ. Χαρακτ. 21. IV. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ὡς παρεσκεύαστο, ὅτε ἔγιναν αἱ ἑτοιμασίαι, Θουκ. 4. 67· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 9. 100, [[ἀντί]], παρεσκευάδατο τοῖς Ἕλλησι, ὁ Βεκκῆρ. προτείνει: παρεσκεύαστο.
|elnltext=παρασκευάζω [παρασκευή] Ion. perf. παρεσκευάδαται, plqperf. παρεσκευάδατο met acc. voorbereiden, klaarmaken:; Μαρδονίῳ δεῖπνον π. voor Mardonius een maaltijd klaarmaken Hdt. 9.82.2; τὴν ἐπὶ Θρᾴκης στρατείαν παρεσκεύαζεν hij bereidde de expeditie tegen Thracië voor Thuc. 4.74.1; π. τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα het schip van wijn en meel voorzien Thuc. 3.49.3; regelen, organiseren:; παρασκευασάντων πλοῖα hoewel ze schepen geregeld hadden Lys. 13.26; ἐκείνῳ... δικαστήριον παρασκευάσαντες nadat ze een rechtbank hadden geregeld om hem te berechten Lys. 13.12; παρεσκεύασαν ἀνθρώπους μέλανα ἱμάτια ἔχοντας zij regelden mannen in zwarte kleding Xen. Hell. 1.7.8; pass.:; αἱ τράπεζαι εἰσίν... παρεσκευασμέναι de tafels staan klaar Aristoph. Eccl. 839; ook onpers. pass.:; ἐπειδὴ... παρεσκεύαστο ἀμφοτέροις toen beide partijen klaar waren met hun voorbereidingen Thuc. 4.67.1; τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν die man is het best op het leven voorbereid Plat. Menex. 248a; vaak med. ( indir. refl. ):; τοῖον παλαιστὴν νῦν παρασκεύαζεται zo’n tegenstander creëert hij voor zichzelf Aeschl. PV 920; ἐπὶ Θρᾴκης στρατείαν παρασκευαζόμενος terwijl hij zijn expeditie tegen Thracië voorbereidde Thuc. 4.70.1; ongunstig op zijn hand brengen (door omkoperij):. τοὺς συκοφάντας παρασκευάζεσθαι (de steun van) de sycofanten ritselen And. 1.105. gewennen, trainen; met ὡς + inf.:; τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν het leger getraind te hebben om voor geen enkele inspanning terug te deinzen Xen. Hell. 7.5.19; met ὅπως + indic. fut.: ἑαυτὸν π. ὅπως ἔσται ὡς βέλτιστος zichzelf te trainen zo goed mogelijk te zijn Plat. Ap. 39d. maken tot...,... maken, in een... toestand brengen, met dubb. acc.:; σωφρονεστέρους τοὺς συνόντας παρεσκεύαζεν hij maakte zijn vrienden meer bezonnen Xen. Mem. 4.3.18; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ παρασκευάζειν de goden gunstig voor zich stemmen Plat. Lg. 803e; ἐὰν τούς... κριτὰς τοιούτους παρασκευάσῃ ὁ λόγος als het betoog de rechters in een dergelijke stemming heeft gebracht Aristot. Rh. 1387b17; pass.: ἂν αὐτοὶ μὲν παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν als zijzelf in een dergelijke stemming zijn gebracht Aristot. Rh. 1388a27. dir. refl. med. zich voorbereiden:; παρασκευασάμενος μεγάλως na grootse voorbereidingen te hebben getroffen Hdt. 9.15.4; met εἰς + acc., met πρός + acc. op (iets):; παρεσκευάζοντο... πρὸς ταῦτα zij bereidden zich daarop voor Thuc. 3.69.2; met inf., met ὡς + ptc. fut., met ptc. fut., met ὅπως + indic. fut., met ὅπως en conj., met ὥστε en inf. om te:. θεοὺς προσειπεῖν εὖ παρασκευάζομαι ik bereid mij voor, de goden op de juiste wijze aan te spreken Aeschl. Ag. 353; παρεσκευάζετο ὡς ἐλῶν hij bereidde zich voor om op te trekken Hdt. 2.162.2; παρεσκευάσατο προπηλακιῶν αὐτόν hij trof voorbereidingen om hem door het slijk te halen Thuc. 6.54.4; παρεσκευάζοντο ὅπως... ἐσβαλοῦσιν zij maakten zich gereed om binnen te vallen Thuc. 2.99.1; παρασκευάζεσθαι ὅπως... δόξητε κρείττους αὐτῶν εἶναι ervoor zorgen dat jullie sterker lijken dan zij Xen. An. 5.4.21; παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι zich voorbereiden om zich te verdedigen Xen. An. 7.3.35. perf. voorbereid zijn, gereedstaan:; κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι heel goed voorbereid Hdt. 3.150.1; met inf.: ἀφορμᾶσθαι παρεσκευάσμεθα wij staan gereed om te vertrekken Aristoph. Nub. 607.
}}
{{elru
|elrutext='''παρασκευάζω:''' (ион. 3 л. pl. ppf. pass. [[παρεσκευάδατο]] = παρεσκευασμένοι [[ἦσαν]]) чаще med.<br /><b class="num">1)</b> [[приготовлять]], [[готовить]] ([[δεῖπνον]] Her., NT); med. готовиться (εἴς и πρός τι Xen., Thuc. etc.): αἱ τράπεζαι παρεσκευασμέναι Arph. накрытые столы;<br /><b class="num">2)</b> [[заготовлять]], [[запасать]] (νηῒ [[οἶνον]] καὶ ἄλφιτα Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[снаряжать]] (στρατείαν Thuc.): ἀκινάκην [[πάλαι]] παρεσκευασμένος Xen. заранее вооружившись кинжалом;<br /><b class="num">4)</b> [[подготовлять]], [[устраивать]], [[доставлять]], [[обеспечивать]] ([[δόξαν]], εὐδαιμονίαν, med. τὸν βίον μηδὲν δεῖσθαί τινος Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[настраивать]], [[делать]] (τινὰ εὐσεβέστερον Xen.; τινὰ εὐθαρσῆ Polyb.): π. [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Plat. как можно больше совершенствовать душевные качества; π. τινὰ ἐπί τινα Isae. настраивать кого-л. против кого-л.; π. τινὶ [[δικαστήριον]] Lys. (тенденциозно) подбирать для кого-л. состав судей.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παρασκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> — Παθ. παρακ. <i>παρασκεύασμαι</i>, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. [[παρεσκευάδατο]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> είμαι [[έτοιμος]], ετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[προμηθεύω]], [[εξασφαλίζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] τέτοιου είδους, με μτχ. ή επίθ., [[παρασκευάζω]] τινὰ εὖ ἔχοντα, [[παρασκευάζω]] τινὰ [[ὅτι]] βέλτιστον, με απαρ., [[παρασκευάζω]] τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, τον [[συνηθίζω]] να μην κάνει [[κάτι]], σε Δημ.· ομοίως, [[παρασκευάζω]] [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., κάνω κάποιον φίλο μου, σε Δημ. <b>Β.</b> Μέσ. και Παθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> με την κύρια [[σημασία]] της Μέσ., [[παρασκευάζω]] ή [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στους Ρήτ., [[προετοιμάζω]] ανθρώπους ως μάρτυρες, έτσι ώστε να πετύχω ευνοϊκή [[απόφαση]] μέσω εξαπάτησης (πρβλ. [[παρασκευή]] I. 3)· απόλ.,<br /><b class="num">I.</b> [[διοργανώνω]] [[φατρία]], [[δολοπλοκώ]], σε Δημ.· ομοίως στην Ενεργ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη Μέσ. απόλ., [[προετοιμάζω]] τον εαυτό μου, κάνω [[προπαρασκευή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> παρακ. <i>παρεσκεύασμαι</i>, στην Παθ. [[κυρίως]], είμαι [[έτοιμος]], προετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>παρεσκευάσθαι τι</i>, [[προετοιμάζω]] ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.· απρόσ., <i>ὡςπαρεσκευάσατο</i>, όταν έγιναν οι προετοιμασίες, σε Θουκ.
|lsmtext='''παρασκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> — Παθ. παρακ. <i>παρασκεύασμαι</i>, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. [[παρεσκευάδατο]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> είμαι [[έτοιμος]], ετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[προμηθεύω]], [[εξασφαλίζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] τέτοιου είδους, με μτχ. ή επίθ., [[παρασκευάζω]] τινὰ εὖ ἔχοντα, [[παρασκευάζω]] τινὰ [[ὅτι]] βέλτιστον, με απαρ., [[παρασκευάζω]] τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, τον [[συνηθίζω]] να μην κάνει [[κάτι]], σε Δημ.· ομοίως, [[παρασκευάζω]] [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., κάνω κάποιον φίλο μου, σε Δημ. <b>Β.</b> Μέσ. και Παθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> με την κύρια [[σημασία]] της Μέσ., [[παρασκευάζω]] ή [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στους Ρήτ., [[προετοιμάζω]] ανθρώπους ως μάρτυρες, έτσι ώστε να πετύχω ευνοϊκή [[απόφαση]] μέσω εξαπάτησης (πρβλ. [[παρασκευή]] I. 3)· απόλ.,<br /><b class="num">I.</b> [[διοργανώνω]] [[φατρία]], [[δολοπλοκώ]], σε Δημ.· ομοίως στην Ενεργ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη Μέσ. απόλ., [[προετοιμάζω]] τον εαυτό μου, κάνω [[προπαρασκευή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> παρακ. <i>παρεσκεύασμαι</i>, στην Παθ. [[κυρίως]], είμαι [[έτοιμος]], προετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>παρεσκευάσθαι τι</i>, [[προετοιμάζω]] ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.· απρόσ., <i>ὡςπαρεσκευάσατο</i>, όταν έγιναν οι προετοιμασίες, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρασκευάζω:''' (ион. 3 л. pl. ppf. pass. [[παρεσκευάδατο]] = παρεσκευασμένοι [[ἦσαν]]) чаще med.<br /><b class="num">1)</b> [[приготовлять]], [[готовить]] ([[δεῖπνον]] Her., NT); med. готовиться (εἴς и πρός τι Xen., Thuc. etc.): αἱ τράπεζαι παρεσκευασμέναι Arph. накрытые столы;<br /><b class="num">2)</b> [[заготовлять]], [[запасать]] (νηῒ [[οἶνον]] καὶ ἄλφιτα Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[снаряжать]] (στρατείαν Thuc.): ἀκινάκην [[πάλαι]] παρεσκευασμένος Xen. заранее вооружившись кинжалом;<br /><b class="num">4)</b> [[подготовлять]], [[устраивать]], [[доставлять]], [[обеспечивать]] ([[δόξαν]], εὐδαιμονίαν, med. τὸν βίον μηδὲν δεῖσθαί τινος Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[настраивать]], [[делать]] (τινὰ εὐσεβέστερον Xen.; τινὰ εὐθαρσῆ Polyb.): π. [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Plat. как можно больше совершенствовать душевные качества; π. τινὰ ἐπί τινα Isae. настраивать кого-л. против кого-л.; π. τινὶ [[δικαστήριον]] Lys. (тенденциозно) подбирать для кого-л. состав судей.
|lstext='''παρασκευάζω''': μέλλ. -άσω· Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσ. παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κλ. Ἑτοιμάζω, [[παρασκευάζω]], [[δεῖπνον]] Ἡρόδ. 9. 82, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 91· στρατείαν Θουκ. 4. 74· ὀθόνια Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1176· πλοῖα Λυσίας 132. 13· ἱππέας, ὅπλα, [[ναῦς]] Ξεν. Ἀγησ. 1. 24, κλ.· κρατῶ τι ἔτοιμον, τὴν θύραν Λυσ. 94. 7: - [[κατασκευάζω]] [[κυρίως]] σημαίνει διευθετῶ καὶ [[ἑτοιμάζω]] ,τι ἔχω, τὸ δὲ [[παρασκευάζω]] πορίζομαι καὶ [[ἑτοιμάζω]] ὅ,τι δὲν ἔχω, πρβλ. παρασκευὴ ΙΙ. 3. 2) προμηθεύω, μηχανῶμαι, τῇ νηὶ [[οἶνον]] καὶ ἄλφιτα Θουκ. 3. 49, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 188D, κλ.· π. ὀργάς τινι κατὰ τινος Λυσ. 94, 23· ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, [[ἑτοιμάζω]], θάνατόν τινι Ἀντιφῶν 114. 26· ἀντίδοσιν ἐπί τινα Δημ. 840. 27· ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2. 3) καθίστημί τινα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, μετὰ μετοχῆς ἢ ἐπιθ., π. τινὰ εὖ ἔχοντα, π. τινὰ ὅτι βέλτιστον Ξεν. Κύρ. 1. 6, 18., 5. 2, 19 π. τοὺς θεοὺς ἵλεως Πλάτ. Νόμ. 803Ε· τοὺς κριτὰς π. τοιούτους Ἀριστ. Ρητ. 2, 9, 16, πρβλ. 2. 3, 17· μετ’ ἀπαρ., π. τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, [[συνηθίζω]] τινὰ νὰ μὴ ποιῇ τι, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 5, 19, Ἱππ. 2. 3· π. τὸν βίον αὐτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Πλάτ. Πολ. 405C· - οὕτω, π. [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 503Α, πρβλ. 510F, Ἀπολ. 39D· π. τινὸς γνώμην, ὡς [[ἰτέον]] εἴη Ξεν. Κύρ. 2. 1, 21. 4) ἐπινοῶ διά τινα σκοπόν, τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ [[ἔνδον]] ἔργα ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 22· ἴδε Β. ΙΙ. 5) ἀπολ., καθιστῶ τινα φίλον μου, Δημ. 501. 21· ἴδε Β. Ι. 2. Β. Μέσ. καὶ παθ.: Ι. ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ τοῦ μέσ., [[ἑτοιμάζω]] [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Ἡρόδ. 7. 25. π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατιὰν Θουκ. 1. 18., 2. 80., 4. 70· ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. ὁ αὐτ. 2. 56· τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν, εἰς ἑτοιμασίαν, Δημ. 50. 25· προστιθεμένου ὀνόματος ὡς κατηγορουμένου, τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ Αἰσχύλ. Πρ. 920. 2) παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, [[ἑτοιμάζω]] ἀνθρώπους ὡς μάρτυρας, ὀπαδούς, κτλ., [[ὥστε]] νὰ τύχω ἀποφάσεως εὐνοϊκῆς δι’ ἀπάτης ἢ διὰ τῆς βίας (πρβλ. παρασκευὴ Ι. 3)· π. συκοφάντας Ἀνδοκ. 14. 17· ῥήτορας παρασκευασάμενοι Ἰσαῖ. 36. 2· ψευδεῖς λόγους ὁ αὐτ. 37. 5· μάρτυρας ψευδεῖς παρασκευασάμενοι Δημ. 852 ἐν τέλ.· π. τινας, προσελκύω πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, πρὸς τὴν μερίδα μου, ὁ αὐτ. 1092. 13· ― ἀπολ., [[σχηματίζω]] φατρίαν, [[πλέκω]] δόλον, Ἰσαῖ. 79. 7, Δημ. 231. 14, 813. 20· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 11. Ἰσαῖ. 69. 1· [[παρασκευάζω]] τινὶ [[δικαστήριον]], [[προετοιμάζω]] [[δικαστήριον]] ἐξ ἐνόρκων φίλων, [[ὅπως]] δικάσωσί τινα, Λυσ. 130. 41· πρβλ. [[παρακελευστός]]. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]] ἀπολ., ἑτοιμάζομαι, [[κάμνω]] ἑτοιμασίας, παρασκευασαμένῳ Θουκ. 2. 80· παρασκευασάμενος [[μεγάλως]] Ἡρόδ. 9. 15· παρασκευάσασθαι [[ὥστε]] ἀμύνασθαι Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 3, 35· ― κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. δύναται νὰ θεωρηθῇ [[εἴτε]] ὡς παθ. [[εἴτε]] ὡς μέσ., π. ἔς τι Ἡρόδ. 9. 96, 99· π. [[πρός]] τι Θουκ. 3. 69, Ξεν., κλ.· π. στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 71, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 353, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 227. 2) [[συχνάκις]] ἑπομένου τοῦ ὡς μετὰ μετοχ. μέλλ., παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Ἡρόδ. 5. 34· π. ὡς ἐλῶν ὁ αὐτ. 2. 162, πρβλ. 9. 122· π. ὡς ναυμαχήσοντες ([[ὅπερ]] ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἐκφέρεται διὰ τοῦ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Θουκ. 4, 13· ὡς προσβαλοῦντες ὁ αὐτ. 4. 8· ὡς ἐπιθησόμενοι ὁ αὐτ. 5. 8, πρβλ. 6. 54· οὕτω, π. ὡς μάχης ἐσομένης Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 2, 18, πρβλ. Κύρ. 3. 2, 8· [[ὡσαύτως]], π. [[ὅπως]] ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Θουκ. 2. 99, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 183D, Ἀπολ. 39Β. 3) ἐν τῷ πρκμ., παρεσκεύασμαι, εἶμαι ἕτοιμος, εἶμαι παρεσκευασμένος, [[κάρτα]] εὖ παρεσκευασμένος Ἡρόδ. 3. 150· τράπεζαι ... παρεσκ. Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 839· λῃστρικώτερον παρεσκ. Θουκ. 6. 104· παρεσκ. [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 91Β· εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα Ξεν. Οἰκ. 5. 13· ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κτλ.· παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεύμενοι ὁ αὐτ. 7. 218· ταῖς ψυχαῖς παρεσκευασμένους ὡς χεῖρας ξυμμίξοντας Ξενοφ. Κύρ. 2. 1, 11· ἑπομένου τοῦ [[ὥστε]] μετ’ ἀπαρ., παρεσκευάσμεθ’ [[ὥστε]] κατθανεῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1241· παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ [[εἶναι]] Ξενοφ. Κύρ. 4. 2, 13· μετὰ μόνης ἀπαρεμ., δρᾶν παρεσκευασμένος Αἰσχύλ. Θήβ. 440, πρβλ. Ἀγ. 1422, Εὐρ. Ἡρακλ. 691, Ἀριστοφάν. Νεφ. 607, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἀορ., [[ὥστε]] ἂν ... παρασκευασθῶσιν [[οὕτως]] ἔχειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 11. ΙΙΙ. παρασκευάζομαί τι, [[παρασκευάζω]] τι δι’ ἐμαυτόν, Πλάτ. Πολ. 365Β· παρεσκ. λαμπρὸν [[ἱμάτιον]] Θεοφρ. Χαρακτ. 21. IV. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ὡς παρεσκεύαστο, ὅτε ἔγιναν αἱ ἑτοιμασίαι, Θουκ. 4. 67· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 9. 100, [[ἀντί]], παρεσκευάδατο τοῖς Ἕλλησι, ὁ Βεκκῆρ. προτείνει: παρεσκεύαστο.
}}
{{elnl
|elnltext=παρασκευάζω [παρασκευή] Ion. perf. παρεσκευάδαται, plqperf. παρεσκευάδατο met acc. voorbereiden, klaarmaken:; Μαρδονίῳ δεῖπνον π. voor Mardonius een maaltijd klaarmaken Hdt. 9.82.2; τὴν ἐπὶ Θρᾴκης στρατείαν παρεσκεύαζεν hij bereidde de expeditie tegen Thracië voor Thuc. 4.74.1; π. τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα het schip van wijn en meel voorzien Thuc. 3.49.3; regelen, organiseren:; παρασκευασάντων πλοῖα hoewel ze schepen geregeld hadden Lys. 13.26; ἐκείνῳ... δικαστήριον παρασκευάσαντες nadat ze een rechtbank hadden geregeld om hem te berechten Lys. 13.12; παρεσκεύασαν ἀνθρώπους μέλανα ἱμάτια ἔχοντας zij regelden mannen in zwarte kleding Xen. Hell. 1.7.8; pass.:; αἱ τράπεζαι εἰσίν... παρεσκευασμέναι de tafels staan klaar Aristoph. Eccl. 839; ook onpers. pass.:; ἐπειδὴ... παρεσκεύαστο ἀμφοτέροις toen beide partijen klaar waren met hun voorbereidingen Thuc. 4.67.1; τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν die man is het best op het leven voorbereid Plat. Menex. 248a; vaak med. ( indir. refl. ):; τοῖον παλαιστὴν νῦν παρασκεύαζεται zo’n tegenstander creëert hij voor zichzelf Aeschl. PV 920; ἐπὶ Θρᾴκης στρατείαν παρασκευαζόμενος terwijl hij zijn expeditie tegen Thracië voorbereidde Thuc. 4.70.1; ongunstig op zijn hand brengen (door omkoperij):. τοὺς συκοφάντας παρασκευάζεσθαι (de steun van) de sycofanten ritselen And. 1.105. gewennen, trainen; met ὡς + inf.:; τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν het leger getraind te hebben om voor geen enkele inspanning terug te deinzen Xen. Hell. 7.5.19; met ὅπως + indic. fut.: ἑαυτὸν π. ὅπως ἔσται ὡς βέλτιστος zichzelf te trainen zo goed mogelijk te zijn Plat. Ap. 39d. maken tot...,... maken, in een... toestand brengen, met dubb. acc.:; σωφρονεστέρους τοὺς συνόντας παρεσκεύαζεν hij maakte zijn vrienden meer bezonnen Xen. Mem. 4.3.18; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ παρασκευάζειν de goden gunstig voor zich stemmen Plat. Lg. 803e; ἐὰν τούς... κριτὰς τοιούτους παρασκευάσῃ ὁ λόγος als het betoog de rechters in een dergelijke stemming heeft gebracht Aristot. Rh. 1387b17; pass.: ἂν αὐτοὶ μὲν παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν als zijzelf in een dergelijke stemming zijn gebracht Aristot. Rh. 1388a27. dir. refl. med. zich voorbereiden:; παρασκευασάμενος μεγάλως na grootse voorbereidingen te hebben getroffen Hdt. 9.15.4; met εἰς + acc., met πρός + acc. op (iets):; παρεσκευάζοντο... πρὸς ταῦτα zij bereidden zich daarop voor Thuc. 3.69.2; met inf., met ὡς + ptc. fut., met ptc. fut., met ὅπως + indic. fut., met ὅπως en conj., met ὥστε en inf. om te:. θεοὺς προσειπεῖν εὖ παρασκευάζομαι ik bereid mij voor, de goden op de juiste wijze aan te spreken Aeschl. Ag. 353; παρεσκευάζετο ὡς ἐλῶν hij bereidde zich voor om op te trekken Hdt. 2.162.2; παρεσκευάσατο προπηλακιῶν αὐτόν hij trof voorbereidingen om hem door het slijk te halen Thuc. 6.54.4; παρεσκευάζοντο ὅπως... ἐσβαλοῦσιν zij maakten zich gereed om binnen te vallen Thuc. 2.99.1; παρασκευάζεσθαι ὅπως... δόξητε κρείττους αὐτῶν εἶναι ervoor zorgen dat jullie sterker lijken dan zij Xen. An. 5.4.21; παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι zich voorbereiden om zich te verdedigen Xen. An. 7.3.35. perf. voorbereid zijn, gereedstaan:; κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι heel goed voorbereid Hdt. 3.150.1; met inf.: ἀφορμᾶσθαι παρεσκευάσμεθα wij staan gereed om te vertrekken Aristoph. Nub. 607.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj