3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> reste, excédent : περιουσίαν ποιεῖν XÉN faire provision, épargner qch ; [[εἰς]] περιουσίαν πράττεσθαι τὰ τῆς πόλεως DÉM gérer les affaires de l'État de telle sorte qu’on y économise qch;<br /><b>2</b> superflu : [[χρῆσθαι]] [[τῇ]] ἐλπίδι ἀπὸ περιουσίας THC admettre encore l'espérance par surcroît ; [[ἐκ]] περιουσίας, à profusion, abondamment ; sans nécessité, de gaieté de cœur.<br />'''Étymologie:''' part. <i>fém. de</i> [[περίειμι]]¹. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> reste, excédent : περιουσίαν ποιεῖν XÉN faire provision, épargner qch ; [[εἰς]] περιουσίαν πράττεσθαι τὰ τῆς πόλεως DÉM gérer les affaires de l'État de telle sorte qu’on y économise qch;<br /><b>2</b> superflu : [[χρῆσθαι]] [[τῇ]] ἐλπίδι ἀπὸ περιουσίας THC admettre encore l'espérance par surcroît ; [[ἐκ]] περιουσίας, à profusion, abondamment ; sans nécessité, de gaieté de cœur.<br />'''Étymologie:''' part. <i>fém. de</i> [[περίειμι]]¹. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περιουσία -ας, ἡ [1. περίειμι] het overleven, behoud:. τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσία; wat heeft dan het behoud daarvan (van de Chersonesus) te betekenen? Dem. 19.79. voordeel:. ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιούμενος overal een slaatje uit slaand Plat. Resp. 554a; οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ’ αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως de staatszaken werden niet door hen gedaan tot eigen voordeel Dem. 3.26. overvloed, overmaat, teveel:. τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρῆσασθαι πονηρίας een zo grote overvloed aan kwaadaardigheid tentoonspreiden Dem. 19.55; ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ hij klaagt mij aan uit balorigheid Dem. 18.3; ὅπως ἐκ περιουσίας ἔχωσιν... σῖτον opdat ze voedsel in overvloed hebben Plut. Luc. 17.2; τῷ... δεξιῷ ἔτι περιουσίαν ἔσεσθαι dat zijn rechtervleugel nog de overmacht zou hebben Thuc. 5.71.3. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιουσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[избыток]], [[изобилие]], [[достаток]] (χρημάτων, [[νεῶν]] Thuc.): αἰσχύνης περιουσίᾳ Plat. из-за чрезмерной робости; π. [[ἐάν]] μοι ᾖ τοῦ [[ὕδατος]] Dem. если у меня достаточно воды (в клепсидре), т. е. если хватит мне регламента; π. πονηρίας Dem. необычайная порочность; ἀπὸ περιουσίας Thuc. при наличии достаточных средств; ἐκ περιουσίας Xen., Plat. etc. в изобилии, тж. от изобилия (времени), от нечего делать;<br /><b class="num">2)</b> [[обогащение]], [[прибыль]], [[выгода]]: εἰς περιουσίαν Dem. для (собственного) обогащения; ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Plat. из всего извлекать прибыль;<br /><b class="num">3)</b> [[преобладание]] (над противником), превосходство Thuc., Diod. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περιουσία:''' ἡ, ([[περί]]-ειμι, Λατ. [[supersum]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που βρίσκεται πέρα και πάνω από τα απαραίτητα έξοδα, [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]], [[αφθονία]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., [[αφθονία]], [[πλούτος]], [[περιουσία]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀπὸ περιουσίας</i>, με [[αφθονία]] σε άλλα μέσα, Λατ. ex abundanti, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>εἰς περιουσίαν</i>, έτσι ώστε να προκύψει όφελος, σε Δημ.· <i>ἐκ περιουσίας</i>, σε [[αφθονία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπεροχή]] σε αριθμό ή [[δύναμη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[διάσωση]] κάποιου, [[επιβίωση]], τίς [[οὖν]] ἡ [[ταύτης]] [[περιουσία]]; ποια είναι η [[πιθανότητα]] σωτηρίας; σε Δημ. | |lsmtext='''περιουσία:''' ἡ, ([[περί]]-ειμι, Λατ. [[supersum]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που βρίσκεται πέρα και πάνω από τα απαραίτητα έξοδα, [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]], [[αφθονία]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., [[αφθονία]], [[πλούτος]], [[περιουσία]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀπὸ περιουσίας</i>, με [[αφθονία]] σε άλλα μέσα, Λατ. ex abundanti, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>εἰς περιουσίαν</i>, έτσι ώστε να προκύψει όφελος, σε Δημ.· <i>ἐκ περιουσίας</i>, σε [[αφθονία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπεροχή]] σε αριθμό ή [[δύναμη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[διάσωση]] κάποιου, [[επιβίωση]], τίς [[οὖν]] ἡ [[ταύτης]] [[περιουσία]]; ποια είναι η [[πιθανότητα]] σωτηρίας; σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιουσία''': ἡ ([[περίειμι]] ([[εἰμὶ]]) [[περίσσευμα]], [[πλεόνασμα]], [[ἀφθονία]], [[περισσεία]], ἐρίων Ἀριστοφ. Νεφ. 50· νεῶν Θουκ. 3. 13· χρημάτων π. ὁ αὐτ. 1. 2., 2. 13· [[οὔτε]] σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ’ αἰσχύνης π. Πλάτ. Γοργ. 487Ε· τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας Δημ. 358. 21· [[ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος]], δηλ. ἀρκετὸς καιρὸς πρὸς ἀγόρευσιν, ὁ αὐτ. 1351. 20. ΙΙ. ἀπολ., [[ἀφθονία]], [[πλοῦτος]], [[περιουσία]], ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 554Α· οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ὠφελῶνται αὐτοί, Δημ. 35. 23· τῆς ἰδίας τρυφῆς [[ἕνεκα]] καὶ π. ὁ αὐτ. 566. 2, πρβλ. Πολύβ. 4. 21, 1· ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 224C, κτλ.· - μετὰ προθ., ἀπὸ περιουσίας, ἔχοντες ἀφθονίαν ἄλλων μέσων, Θουκ. 5. 103· πρὸς περιουσίαν, ἀντίθετον τῷ: πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Πολύβ. 4. 38, 4· - συνηθέστατα, ἐκ περιουσίας, ἐν ἀφθονίᾳ, Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 10, Διόδ. 20. 59, κτλ.· ἐκ περιουσίας, ἐκ τῆς ἀφθονίας (τῶν ὅσα ἕχουσι), Πλάτ. Θεαίτ. 154D· ἐκ π. ζῆν, ἐξ ἰδίας περιουσίας, Ἀθήν. 168Α, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 1. 2, 5· ἐκ π. κατηγορεῖν τινός, ὑπὸ εὐνοϊκωτέρους ὅρους, Δημ. 226. 19. 2) ὑπεροχὴ ἀριθμοῦ ἢ δυνάμεως, Θουκ. 5. 71· τοσαύτην ἔχειν π., [[ὥστε]].. Διόδ. 4. 12. 3) τὸ σῴζεσθαι καὶ διαμένειν, τὸ ἐπιζῆν, τίς οὖν ἡ ταύτης π.; ἡ [[πιθανότης]] τῆς σωτηρίας αὐτῆς, Δημ. 366. 8, πρβλ. 365. 21 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |