πληροφορέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner pleine mesure, <i>càd</i> pleine garantie, rendre certain, assuré ; <i>Pass.</i> être pleinement cru, être l'objet d'une entière certitude <i>en parl. de ch. ; en parl. de pers.</i> être pleinement convaincu, avoir la certitude pleine et entière;<br /><b>2</b> remplir, accomplir (une fonction, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πλήρης]], [[φέρω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner pleine mesure, <i>càd</i> pleine garantie, rendre certain, assuré ; <i>Pass.</i> être pleinement cru, être l'objet d'une entière certitude <i>en parl. de ch. ; en parl. de pers.</i> être pleinement convaincu, avoir la certitude pleine et entière;<br /><b>2</b> remplir, accomplir (une fonction, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πλήρης]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πληροφορέω''': [[φέρω]] πλῆρες [[μέτρον]]· ἱκανοποιῶ ἐντελῶς, πολλοῖς ὅρκοις καὶ λόγοις πληροφορήσαντες Μεγάβυζον Κτησίας ἐν Φωτ. Βιβλ. 41. 29. 2) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον Ἐπιστολὴ Β΄ πρὸς Τιμόθ. δ΄, 5. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, ἔχω πλήρη ἱκανοποίησιν, πληρέστατα βεβαιοῦμαι, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. δ΄, 21, ιδ΄, 5· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, πιστεύομαι ἐντελῶς, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 1. 2) πλ. τοῦ ποιῆσαι, ἔχω τελείαν διάθεσιν νὰ πράξω τι, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Η΄, 11). ΙΙΙ. πληροφορῶ, ὡς καὶ νῦν, Θεοδώρητ. IV. 1277Β, Ἀποφθ. Πατέρ. 169Α, Λεόντ. Κύπρ. 1697C.
|elnltext=πληροφορέω [πλήρης, φορέω] act. met acc. vervullen:. τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον vervul uw dienende taak NT 2 Tim. 4.5. med.-pass. er volledig zeker van zijn:. πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστιν καὶ ποιῆσαι er vast van overtuigd dat Hij bij machte is wat Hij heeft toegezegd, ook te volbrengen NT Rom. 4.21.
}}
{{elru
|elrutext='''πληροφορέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[исполнять]] (διακονίαν NT); pass. исполняться, сбываться ([[ἵνα]] τὸ [[κήρυγμα]] πληροφορηθῇ NT);<br /><b class="num">2)</b> [[полностью удостоверять]]: πληροφορηθείς NT вполне уверенный; τὰ πεπληροφορημένα πράγματα NT вполне достоверные события.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πληροφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[φέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ικανοποιώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, έχω πλήρη [[ικανοποίηση]], είμαι πλήρως [[βέβαιος]], στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[γίνομαι]] πλήρως [[πιστευτός]], στο ίδ.
|lsmtext='''πληροφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[φέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ικανοποιώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, έχω πλήρη [[ικανοποίηση]], είμαι πλήρως [[βέβαιος]], στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[γίνομαι]] πλήρως [[πιστευτός]], στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πληροφορέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[исполнять]] (διακονίαν NT); pass. исполняться, сбываться ([[ἵνα]] τὸ [[κήρυγμα]] πληροφορηθῇ NT);<br /><b class="num">2)</b> [[полностью удостоверять]]: πληροφορηθείς NT вполне уверенный; τὰ πεπληροφορημένα πράγματα NT вполне достоверные события.
|lstext='''πληροφορέω''': [[φέρω]] πλῆρες [[μέτρον]]· ἱκανοποιῶ ἐντελῶς, πολλοῖς ὅρκοις καὶ λόγοις πληροφορήσαντες Μεγάβυζον Κτησίας ἐν Φωτ. Βιβλ. 41. 29. 2) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον Ἐπιστολὴ Β΄ πρὸς Τιμόθ. δ΄, 5. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, ἔχω πλήρη ἱκανοποίησιν, πληρέστατα βεβαιοῦμαι, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. δ΄, 21, ιδ΄, 5· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, πιστεύομαι ἐντελῶς, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 1. 2) πλ. τοῦ ποιῆσαι, ἔχω τελείαν διάθεσιν νὰ πράξω τι, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Η΄, 11). ΙΙΙ. πληροφορῶ, ὡς καὶ νῦν, Θεοδώρητ. IV. 1277Β, Ἀποφθ. Πατέρ. 169Α, Λεόντ. Κύπρ. 1697C.
}}
{{elnl
|elnltext=πληροφορέω [πλήρης, φορέω] act. met acc. vervullen:. τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον vervul uw dienende taak NT 2 Tim. 4.5. med.-pass. er volledig zeker van zijn:. πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστιν καὶ ποιῆσαι er vast van overtuigd dat Hij bij machte is wat Hij heeft toegezegd, ook te volbrengen NT Rom. 4.21.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj