Anonymous

πετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> πετάσω, <i>att.</i> πετῶ, <i>ao.</i> ἐπέτασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐπετάσθην, <i>pf.</i> πεπέτασμαι <i>et</i> [[πέπταμαι]];<br />déployer, acc. : χεῖρε, déployer, ouvrir les deux bras ; τινί, pour embrasser <i>ou</i> supplier qqn ; πύλαι πεπταμέναι IL portes toutes grandes ouvertes ; <i>fig.</i> θυμὸν [[πετάσαι]] OD ouvrir, <i>càd</i> épanouir son cœur en lui inspirant des désirs ardents;<br /><i><b>Moy.</b></i> πετάννυμαι se déployer, se répandre.<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, se déployer ; cf. [[πέταλον]], [[πίτνημι]], <i>lat.</i> pateo, patulus.
|btext=<i>f.</i> πετάσω, <i>att.</i> πετῶ, <i>ao.</i> ἐπέτασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐπετάσθην, <i>pf.</i> πεπέτασμαι <i>et</i> [[πέπταμαι]];<br />déployer, acc. : χεῖρε, déployer, ouvrir les deux bras ; τινί, pour embrasser <i>ou</i> supplier qqn ; πύλαι πεπταμέναι IL portes toutes grandes ouvertes ; <i>fig.</i> θυμὸν [[πετάσαι]] OD ouvrir, <i>càd</i> épanouir son cœur en lui inspirant des désirs ardents;<br /><i><b>Moy.</b></i> πετάννυμαι se déployer, se répandre.<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, se déployer ; cf. [[πέταλον]], [[πίτνημι]], <i>lat.</i> pateo, patulus.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πετάννῡμι''': καὶ -ύω μεταγεν. πετάω (ἀνα-) Λουκ. π. Διαβολ. 21· ποιητ. [[πίτνημι]], (ὃ ἴδε)· ― μέλλ. πετάσω (ἐκ-) Εὐρ. Ι. Τ. 1135, Ἀττ. πετῶ (ἀνα-) Κωμικ. Ἀπόσπ. 4. 77, 104· ― ἀόρ. ἐπέτᾰσα (κατ-) Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 731, κτλ.· Ἐπικ. πέτασα, πέτασσα Ὅμ.· ― πρκμ. πεπέτακα (δια-) Διοδ. Σικελ. 17. 115. ― Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. πετάσαντο Νόνν. Δ. 2. 704: ― Παθ., ἀόρ. ἐπετάσθην, Ἐπικ. πετ-, Ὅμ., Εὐρ.· πρκμ. [[πέπταμαι]] Ὅμ., [[ὡσαύτως]] πεπέτασμαι (ἐκ-) Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62, (παρα-) Πολύβ. 33. 3, 2, (ἀνα-) Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 29· ― ὑπερσ. [[ἐπέπτατο]], Ἐπικ. πέπτ-, Ἰλ. Ρ. 371, Ἀριστοφ. Ὄρν. 48. ― τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] σχεδὸν δὲν ἀπαντᾷ εἰ μὴ ἐν τῷ ἀορ. ἐνεργ. καὶ παθ., καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ.· πρβλ. ἀνα-, δια-, κατα-, περι-[[πετάννυμι]]. (Ἐκ τῆς √ΠΕΤ παράγονται καὶ αἱ λέξεις πέταλος, πέταλον, πέτασος, πέταχνον, [[ὡσαύτως]] [[πίτνημι]], καὶ [[ἴσως]] πτελέα· πρβλ. Λατ. pat-eo, pat-ulus, patina.) ― Ἁπλώνω, ἀνοίγω, [[ἐκτείνω]], οὔρῳ πέτασ’ ἱστία Ὀδ. Ε. 269, πρβλ. Ζ. 94· [εἵματα] πέτασαν παρὰ θῖνα Ζ. 94· χεῖρε πετάσσας νηχέμεναι μεμαώς, ἐπὶ ἀνθρώπου προσπαθοῦντος νὰ κολυμβήσῃ, Ὀδ. Ε. 374· [[ἄμφω]] χεῖρε φίλοις ἑτάροισι πετάσσας Ἰλ. Δ. 523, Ν. 549· μεταφορ., [[ὅπως]] πετάσειε... θυμὸν μνηστήρων, [[ὅπως]] δώσῃ θάρρος εἰς αὐτούς, τοὺς κάμῃ νὰ ἀνοίξῃ ἡ καρδία των, Ὀδ. Σ. 159. ― Παθ., τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐκτείνομαι καθ’ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, ἁπλώνομαι, ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται Ἰλ. Ε. 195· [[αἴθρη]] πέπταται [[ἀνέφελος]] Ὀδ. Ζ. 45· πέπτατο δ’ αὐγὴ Ἠελίου Ἰλ. Ρ. 371· ἐπὶ θυρῶν, πύλαι πεπταμέναι, ἀνεῳγμέναι, Φ. 531· οὕτω, πετασθεῖσαι τεῦξαν [[φάος]] [[αὐτόθι]] 538· πετάσθησαν Ὀδ. Φ. 50· μεταγεν. [[ὡσαύτως]], πεπταμένον [[κῶας]] Ἀπολ. Ρόδ. Β. 405· πεπτ. [[πέλαγος]], τὸ ἀνοικτὸν [[πέλαγος]], Ἄρατ. 288· [[ὄστρεον]] χείλεσι πεπτ. Ἀνθ. Π. 9. 86· πεπταμέναι περὶ τέκνα μέγα κλαίουσι γυναῖκες, Λατ. circumfusae, Ὀππ. Κ. 3. 106. ― Ἐν Ἰλ. Α. 351, ὁ Ζηνόδοτος ἀνέγνω χεῖρας ἀναπτὰς (ἀντὶ τοῦ χεῖρας ὀρεγνύς), καὶ ἐν Παρμεν. 18, εὕρηται μετοχ. ἀορ. ἀναπτάμενος ἀνοίξας, ὡς εἰ οἱ τύποι ἔπτην, ἐπτάμην ἦσαν ἀόρ. τούτου τοῦ ῥήμ. ὡς ῥήμ. ὡς καὶ τοῦ [[πέταμαι]].
|elnltext=πετάννυμι en πεταννύω, ander praes. πίτνημι (zie daar); aor. act. ἐπέτᾰσα, ep. ()πέτασ(σ)α, ep. ptc. πετάσσας, aor. pass. ἐπετάσθην, ep. 3 plur. πετάσθησαν; perf. πεπέτακα (in compos. ), med.-pass. πέπτᾰμαι en πεπέτασμαι, plqperf. med.-pass. 3 sing. ()πέπτατο; fut. πετάσω, uitspreiden:; χεῖρε π. ἀμφοτέρας beide armen uitspreiden Od. 24.397; π. ἱστία de zeilen spreiden Od. 5.269; overdr..; ὅπως πετάσειε... θυμὸν μνηστήρων om de vrijers het hoofd op hol te brengen Od. 18.160; abs. opendoen:; τίς... Χάριτας πετάσας ὑποδέξεται; wie zal opendoen om de Charites te ontvangen? Theocr. Id. 16.6; perf. pass. uitgespreid zijn:; αἴθρη πέπταται ἀνέφελος een wolkeloze lucht ligt uitgespreid (over de Olympus) Od. 6.45; openstaan:. πεπταμένας... πύλας ἔχετε jullie moeten de deur wijd openhouden Il. 21.531.
}}
{{elru
|elrutext='''πετάννῡμι:''' (fut. πετάσω - атт. πετῶ, aor. ἐπέτασα - эп. πέτᾰσα и πέτασσα; pass.: aor. ἐπετάσθην - эп. πετάσθην, pf. [[πεπέτασμαι]] и [[πέπταμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[распростирать]], [[развертывать]], [[распускать]] ([[ἱστία]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[расстилать]] (εἵματα παρὰ θῖν᾽ [[ἁλός]] Hom.): ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται Hom. вокруг (колесниц) разостланы покрывала;<br /><b class="num">3)</b> [[простирать]] ([[ἄμφω]] χεῖρε ἑτάροισι Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[распространять]]: πέπτατο δ᾽ αὐγὴ ἠελίου Hom. разлито было солнечное сияние;<br /><b class="num">5)</b> [[распахивать]], [[растворять]] (πύλαι πεπταμέναι Hom.);<br /><b class="num">6)</b> [[развлекать]], [[развеселять]], [[оживлять]] (θυμόν τινος Hom.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πετάννῡμι:''' και -ύω, [[έπειτα]] [[πετάω]]· μέλ. <i>πετάσω</i>, Αττ. <i>πετῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπέτᾰσα</i>, σε Αριστοφ.· σε Επικ. <i>πέτασα</i>, <i>πέτασσα</i> — Παθ. αόρ. <i>ἐπετάσθην</i>, Επικ. <i>πετ-</i>, παρακ. [[πέπταμαι]]· επίσης [[πεπέτασμαι]]· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἐπέπτατο]], Επικ. <i>πέπτ-</i>· [[απλώνω]] πανιά ή ρούχα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>χεῖρε πετάσσας</i>, λέγεται για κάποιον που κολυμπά, στο ίδ.· μεταφ., θυμὸν [[πετάσαι]], [[ανοίγω]] την [[καρδιά]] μου, στο ίδ. — Παθ., [[κυρίως]] στον παρακ.· είμαι απλωμένος σε όλες τις πλευρές, σε Όμηρ.· μτχ., απλωμένος [[ευρέως]], [[ανοιχτός]] διάπλατα, λέγεται για πόρτες με πτυχώσεις, με παραθυρόφυλλα, <i>πύλαι πεπταμέναι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πετάσθησαν</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πετάννῡμι:''' και -ύω, [[έπειτα]] [[πετάω]]· μέλ. <i>πετάσω</i>, Αττ. <i>πετῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπέτᾰσα</i>, σε Αριστοφ.· σε Επικ. <i>πέτασα</i>, <i>πέτασσα</i> — Παθ. αόρ. <i>ἐπετάσθην</i>, Επικ. <i>πετ-</i>, παρακ. [[πέπταμαι]]· επίσης [[πεπέτασμαι]]· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἐπέπτατο]], Επικ. <i>πέπτ-</i>· [[απλώνω]] πανιά ή ρούχα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>χεῖρε πετάσσας</i>, λέγεται για κάποιον που κολυμπά, στο ίδ.· μεταφ., θυμὸν [[πετάσαι]], [[ανοίγω]] την [[καρδιά]] μου, στο ίδ. — Παθ., [[κυρίως]] στον παρακ.· είμαι απλωμένος σε όλες τις πλευρές, σε Όμηρ.· μτχ., απλωμένος [[ευρέως]], [[ανοιχτός]] διάπλατα, λέγεται για πόρτες με πτυχώσεις, με παραθυρόφυλλα, <i>πύλαι πεπταμέναι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πετάσθησαν</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πετάννῡμι:''' (fut. πετάσω - атт. πετῶ, aor. ἐπέτασα - эп. πέτᾰσα и πέτασσα; pass.: aor. ἐπετάσθην - эп. πετάσθην, pf. [[πεπέτασμαι]] и [[πέπταμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[распростирать]], [[развертывать]], [[распускать]] ([[ἱστία]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[расстилать]] (εἵματα παρὰ θῖν᾽ [[ἁλός]] Hom.): ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται Hom. вокруг (колесниц) разостланы покрывала;<br /><b class="num">3)</b> [[простирать]] ([[ἄμφω]] χεῖρε ἑτάροισι Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[распространять]]: πέπτατο δ᾽ αὐγὴ ἠελίου Hom. разлито было солнечное сияние;<br /><b class="num">5)</b> [[распахивать]], [[растворять]] (πύλαι πεπταμέναι Hom.);<br /><b class="num">6)</b> [[развлекать]], [[развеселять]], [[оживлять]] (θυμόν τινος Hom.).
|lstext='''πετάννῡμι''': καὶ -ύω μεταγεν. πετάω (ἀνα-) Λουκ. π. Διαβολ. 21· ποιητ. [[πίτνημι]], (ὃ ἴδε)· ― μέλλ. πετάσω (ἐκ-) Εὐρ. Ι. Τ. 1135, Ἀττ. πετῶ (ἀνα-) Κωμικ. Ἀπόσπ. 4. 77, 104· ― ἀόρ. ἐπέτᾰσα (κατ-) Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 731, κτλ.· Ἐπικ. πέτασα, πέτασσα Ὅμ.· ― πρκμ. πεπέτακα (δια-) Διοδ. Σικελ. 17. 115. ― Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. πετάσαντο Νόνν. Δ. 2. 704: ― Παθ., ἀόρ. ἐπετάσθην, Ἐπικ. πετ-, Ὅμ., Εὐρ.· πρκμ. [[πέπταμαι]] Ὅμ., [[ὡσαύτως]] πεπέτασμαι (ἐκ-) Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62, (παρα-) Πολύβ. 33. 3, 2, (ἀνα-) Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 29· ― ὑπερσ. [[ἐπέπτατο]], Ἐπικ. πέπτ-, Ἰλ. Ρ. 371, Ἀριστοφ. Ὄρν. 48. ― τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] σχεδὸν δὲν ἀπαντᾷ εἰ μὴ ἐν τῷ ἀορ. ἐνεργ. καὶ παθ., καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ.· πρβλ. ἀνα-, δια-, κατα-, περι-[[πετάννυμι]]. (Ἐκ τῆς √ΠΕΤ παράγονται καὶ αἱ λέξεις πέταλος, πέταλον, πέτασος, πέταχνον, [[ὡσαύτως]] [[πίτνημι]], καὶ [[ἴσως]] πτελέα· πρβλ. Λατ. pat-eo, pat-ulus, patina.) ― Ἁπλώνω, ἀνοίγω, [[ἐκτείνω]], οὔρῳ πέτασ’ ἱστία Ὀδ. Ε. 269, πρβλ. Ζ. 94· [εἵματα] πέτασαν παρὰ θῖνα Ζ. 94· χεῖρε πετάσσας νηχέμεναι μεμαώς, ἐπὶ ἀνθρώπου προσπαθοῦντος νὰ κολυμβήσῃ, Ὀδ. Ε. 374· [[ἄμφω]] χεῖρε φίλοις ἑτάροισι πετάσσας Ἰλ. Δ. 523, Ν. 549· μεταφορ., [[ὅπως]] πετάσειε... θυμὸν μνηστήρων, [[ὅπως]] δώσῃ θάρρος εἰς αὐτούς, τοὺς κάμῃ νὰ ἀνοίξῃ ἡ καρδία των, Ὀδ. Σ. 159. ― Παθ., τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐκτείνομαι καθ’ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, ἁπλώνομαι, ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται Ἰλ. Ε. 195· [[αἴθρη]] πέπταται [[ἀνέφελος]] Ὀδ. Ζ. 45· πέπτατο δ’ αὐγὴ Ἠελίου Ἰλ. Ρ. 371· ἐπὶ θυρῶν, πύλαι πεπταμέναι, ἀνεῳγμέναι, Φ. 531· οὕτω, πετασθεῖσαι τεῦξαν [[φάος]] [[αὐτόθι]] 538· πετάσθησαν Ὀδ. Φ. 50· μεταγεν. [[ὡσαύτως]], πεπταμένον [[κῶας]] Ἀπολ. Ρόδ. Β. 405· πεπτ. [[πέλαγος]], τὸ ἀνοικτὸν [[πέλαγος]], Ἄρατ. 288· [[ὄστρεον]] χείλεσι πεπτ. Ἀνθ. Π. 9. 86· πεπταμέναι περὶ τέκνα μέγα κλαίουσι γυναῖκες, Λατ. circumfusae, Ὀππ. Κ. 3. 106. ― Ἐν Ἰλ. Α. 351, ὁ Ζηνόδοτος ἀνέγνω χεῖρας ἀναπτὰς (ἀντὶ τοῦ χεῖρας ὀρεγνύς), καὶ ἐν Παρμεν. 18, εὕρηται μετοχ. ἀορ. ἀναπτάμενος ἀνοίξας, ὡς εἰ οἱ τύποι ἔπτην, ἐπτάμην ἦσαν ἀόρ. τούτου τοῦ ῥήμ. ὡς ῥήμ. ὡς καὶ τοῦ [[πέταμαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πετάννυμι en πεταννύω, ander praes. πίτνημι (zie daar); aor. act. ἐπέτᾰσα, ep. (ἐ)πέτασ(σ)α, ep. ptc. πετάσσας, aor. pass. ἐπετάσθην, ep. 3 plur. πετάσθησαν; perf. πεπέτακα (in compos. ), med.-pass. πέπτᾰμαι en πεπέτασμαι, plqperf. med.-pass. 3 sing. ()πέπτατο; fut. πετάσω, uitspreiden:; χεῖρε π. ἀμφοτέρας beide armen uitspreiden Od. 24.397; π. ἱστία de zeilen spreiden Od. 5.269; overdr..; ὅπως πετάσειε... θυμὸν μνηστήρων om de vrijers het hoofd op hol te brengen Od. 18.160; abs. opendoen:; τίς... Χάριτας πετάσας ὑποδέξεται; wie zal opendoen om de Charites te ontvangen? Theocr. Id. 16.6; perf. pass. uitgespreid zijn:; αἴθρη πέπταται ἀνέφελος een wolkeloze lucht ligt uitgespreid (over de Olympus) Od. 6.45; openstaan:. πεπταμένας... πύλας ἔχετε jullie moeten de deur wijd openhouden Il. 21.531.
}}
}}
{{etym
{{etym