Anonymous

πλέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> [[πλεύσομαι]] <i>ou</i> [[πλευσοῦμαι]], <i>ao.</i> ἔπλευσα, <i>pf.</i> πέπλευκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐπλεύσθην, <i>pf.</i> πέπλευσμαι;<br /><b>1</b> naviguer, voguer <i>en parl. de pers.</i> ; πλοῦν [[πλεῖν]] PLUT faire une traversée ; [[πλεῖν]] ὑγρὰ [[κέλευθα]] OD parcourir en naviguant les routes humides ; τὴν θάλατταν XÉN la mer ; <i>Pass.</i> [[θάλαττα]] πλεομένη LUC mer sur laquelle on navigue;<br /><b>2</b> <i>en parl. de navires</i> [[πλεῖν]] [[ταχύ]] XÉN être bonne marcheuse <i>en parl. d'une trière</i>;<br /><b>3</b> <i>en parl. de tout objet flottant (armes, arbres, etc.)</i> : [[νῆσος]] πλέουσα HDT île flottante;<br /><b>4</b> <i>fig.</i> naviguer, faire une traversée, <i>càd</i> se diriger bien <i>ou</i> mal.<br />'''Étymologie:''' R. Πλυ, baigner, &gt; πλευ-, πλεϜ-, πλε- ; cf. <i>lat.</i> pluit.<br /><span class="bld">2</span><i>nom.-acc. plur. neutre att. de</i> [[πλείων]];<br /><i>gén. de</i> [[πλέως]].
|btext=<i>f.</i> [[πλεύσομαι]] <i>ou</i> [[πλευσοῦμαι]], <i>ao.</i> ἔπλευσα, <i>pf.</i> πέπλευκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐπλεύσθην, <i>pf.</i> πέπλευσμαι;<br /><b>1</b> naviguer, voguer <i>en parl. de pers.</i> ; πλοῦν [[πλεῖν]] PLUT faire une traversée ; [[πλεῖν]] ὑγρὰ [[κέλευθα]] OD parcourir en naviguant les routes humides ; τὴν θάλατταν XÉN la mer ; <i>Pass.</i> [[θάλαττα]] πλεομένη LUC mer sur laquelle on navigue;<br /><b>2</b> <i>en parl. de navires</i> [[πλεῖν]] [[ταχύ]] XÉN être bonne marcheuse <i>en parl. d'une trière</i>;<br /><b>3</b> <i>en parl. de tout objet flottant (armes, arbres, etc.)</i> : [[νῆσος]] πλέουσα HDT île flottante;<br /><b>4</b> <i>fig.</i> naviguer, faire une traversée, <i>càd</i> se diriger bien <i>ou</i> mal.<br />'''Étymologie:''' R. Πλυ, baigner, &gt; πλευ-, πλεϜ-, πλε- ; cf. <i>lat.</i> pluit.<br /><span class="bld">2</span><i>nom.-acc. plur. neutre att. de</i> [[πλείων]];<br /><i>gén. de</i> [[πλέως]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλέω''': Ἰωνικ. [[πλείω]] Ὀδ. Ο. 34, Π. 308· Ἰωνικ. παρατατ. ἀπ- έπλειον Θ. 501· [[ἕτερος]] Ἰωνικ. [[τύπος]] [[εἶναι]] [[πλώω]] (ἴδε κατωτέρ.)· Ἀττικ. συνῃρ. προστακτ. πλεῖ Εὐριπ. Τρῳ. 103 (ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σελ. 199)· ― μέλλ. πλεύσομαι Ὀδ. Μ. 25, Ἡρόδ., Ἀττ.· Δωρ. πλευσοῦμαι Θεόκρ. 14. 55, καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἀπαντᾷ ([[ἴσως]] [[ἐσφαλμένως]]) ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν Ἀττικῶν συγγραφέων, Θουκ. 1. 143., 8. 1, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 10, κτλ.· ἐνεργ. πλεύσω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 2, Πολύβ. 2. 12, 3, Ἀνθ. Π. 11. 162, 245, Πολύβ., κτλ.· ― ἀόρ. α΄ ἔπλευσα, Ἀττ.· ― πρκμ. πέπλευκα Ἀττ.· ― Παθ., μέλλ. πλευσθήσομαι (περι-) Ἀρρ. Ἀν. 5. 26· ἀόρ. ἐπλεύσθην [[αὐτόθι]] 28, Βάβρ. 71. 3· πρκμ. πέπλευσμαι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 15, Δημ. 1286, ἐν τέλ.· ― ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεστ., παρατ. καὶ μέλλ. πλεύσομαι Ὀδ. Μ. 25, (ἀνα-) Ἰλ. Λ. 22. ― Τοῦ Ἰων. [[πλώω]], ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον εὐκτ. πλώοιεν, Ὀδ. Ε. 240· (μετοχ. πλώων, Ὕμν. Ὁμ. 22. 7)· παρατ. πλῶον, Ἰλ. Φ. 302· ἔχει δὲ καὶ συγκεκομμ. ἀόρ. ἔπλων, ως, ω, μετοχ. [[πλώς]], ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπέπλω, ἐπέπλως, μετοχ. ἐπιπλώς, Ἰλ. Ζ. 291· ὁ δὲ Ἡσίοδ. ἔχει ἐπέπλων· ἐνῷ ὁ Ἡρόδ. ἔχει ἐνεστ. ἀπαρ. πλώειν, 4. 156, μετοχ. πλωούσας 8. 10, 22, 42· παρατ. ἔπλωον, 8. 41· μέλλ. πλώσομαι (ἀπο-) 8. 5, (πλώσω Λυκόφρ. 1044)· ἀόρ. α΄ ἔπλωσα 4. 148· ἀπαρ. πλῶσαι 1. 24· μετοχ. πλώσας 4. 156, [[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπιπλώσας Ἰλ. Γ. 47· πρκμ. παραπέπλωκα Ἡρόδ. 4. 99· ― τῶν τύπων τούτων [[οὐδέποτε]] ἐγένετο [[χρῆσις]] παρὰ τοῖς Ἀττ., ἂν καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὸν τύπον πέπλωκα εἰς Εὐρ. Ἑλ. 532, Ἀριστοφ. Θεσμ. 878. ― Οἱ Ἀττικοὶ φαίνεται ὅτι συνῄρουν μόνον τὸ εε καὶ εει ἐν τῷ [[πλέω]], ὡς ἐν τῷ χέω· καὶ αὕτη δὲ ἡ [[συναίρεσις]] [[ἐνίοτε]] παραμελεῖται ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων, [[οἷον]] πλέει διάφ. γραφ. παρὰ Θουκ. 4. 28· πλέετε ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37. [Ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ [[πλέων]] ὡς μονοσύλλαβον, [[πλέων]] ἐπὶ οἴνοπα πόντον, Ὀδ. Α. 103.] (Ἐκ τῆς √ΠΛΕϜ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ μέλλ. πλεύσομαι, πλευστέον, πλευστικός· τὸ δὲ Ϝ ἐκπίπτει ἐν τῷ πλέω, πλόος, πλωτός, πλοῖον· πρβλ. [[ὡσαύτως]] πλύνω, πλυτός, κτλ.· Σανσκρ. plu, plav-ê (nato, navigo), plav-as (navis)· Λατιν. plu-it, pluv-ia· Σλαυ. plov-a ([[πλέω]]) plav-î ([[πλοῖον]])· Γοτθ. flôdus ([[ποταμός]])· Ἀγγλο-Σαξον. fleô-tan (float), fleot (Ἀρχ. Ἀγγλ. fleet = rivulus, ὡς ἐν τῷ North-fleet, κτλ.)· Ἀρχ. Γερμ. flew-iu (fluito)· ― ἀλλὰ περὶ τῶν fluo, fluito, flow, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[φλέω]]). Πλέω, [[ταξειδεύω]] διὰ θαλάσσης, Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς Ἰλ. Γ. 444· Ἰλιόθεν Ξ. 251· ἐπὶ Κέρκυραν Θουκ. 1. 53· ἐπὶ Λέσβου Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 11· πλ. ἐπὶ σῖτον, [[ὅπως]] κομίσω σῖτον, Ξεν. Οἰκ. 20, 27· οὕτω, πλ. μετὰ [[νάκος]] Πινδ. Π. 4. 122· εἰς Ἐρέτριαν ἐπ’ ἄνδρας Πλάτ. Μενέξ. 240D· ― πληρέστερον ὁριζόμενον: ἐνὶ πόντῳ νηὶ θοῇ πλείοντες Ὀδ. Π. 368· νηί... [[πλέων]] ἐπὶ οἴνοπα πόντον Ἰλ. Η. 88· πλέε ποντοπορεύων Ὀδ. Ε. 278· οὕτω, πλ. ἐν νηὶ Πλάτ. Πολ. 341D· ἐν τῇ θαλάττῃ, ἐν τῷ πελάγει [[αὐτόθι]] 346Β, κτλ.· ἐπλέομεν βορέῃ ἀνέμῳ Ὀδ. Ξ. 253· αὔρᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 692· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὑγρὰ κέλευθα [[πλεῖν]] Ὀδ. Γ. 71 (ὡς τὸ ἰέναι ὁδόν, κτλ.)· [[οὕτως]] ἀντὶ τοῦ [[πλέων]] ἐπὶ οἴνοπα πόντον Ὀδ. Α. 183, ὑπάρχει διάφ. γραφ. [[πλείων]] οἴνοπα π., ὡς τὸ [[πλεῖν]] θάλασσαν παρ’ Ἀνδοκ. 18. 3, Λυσ. 105. 4, Ἰσοκρ. 163Β, (καὶ ἐν τῷ παθ.) τὸ πεπλευσμένον [[πέλαγος]] Ξεν. Κύρ. 6. 1, 16, πρβλ. Βαβρ. 69. 3· οὕτω καί, πλ. στόλον τόνδε Σοφ. Φιλ. 1038· τοῦ πλοῦ τοῦ πεπλευσμένου Δημ. 1286 ἐν τέλ.· ― μεταφορ., [[πλεῖν]] ὑφειμένῃ δοκεῖ, πρβλ. [[ὑφίημι]] ΙΙΙ· ― παροιμ., ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακὸν Ποσείδιππ. ἐν «Πορνοβοσκῷ» 1. 2) Οἱ ποιηταὶ φαίνεται ὅτι χρῶνται τῷ [[πλεῖν]], [[καθόλου]] ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ «ταξειδεύειν» ἔτι καὶ ἐπὶ ὁδοιπορίας κατὰ ξηράν, ὡς οἱ Γάλλοι τῷ voyager, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 295, Merrick Τρυφ. 614. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων, Ἰλ. Ι. 360, Ἡρόδ., κτλ.· ὑπὸ τριήρους... εὖ πλεούσης ἐδιώκοντο Θουκ. 7. 23· ἡ [[ναῦς]] ἄριστά μοι ἔπλει Λυσ. 162. 13· ἔφευγε ταῖς ναυσὶν εὖ πλεούσαις Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 16· κατ’ ὀρθὸν πλ. Πλάτ. Νόμ. 813D. 2) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, [[ἐπιπλέω]], τεύχεα καλά... πλῶον καὶ νέκυες Ἰλ. Φ. 302· δένδρα..., τὰ οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Ὀδ. Ε. 240· [[νῆσος]] πλέουσα Ἡρόδ. 2. 156· σκῦλα πλέοντα Θουκ. 3. 114. 3) μεταφορ., ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς, ἐν ὅσῳ τηροῦμεν ὀρθῶς ἔχον τὸ [[πλοῖον]] τῆς πόλεως ἡμῶν, Σοφ. Ἀντ. 190· οὐδ’ [[ὅπως]] ὀρθὴ πλεύσεται (δηλ. ἡ [[πόλις]]) προείδετο Δημ. 419 ἐν τέλ.· πάντα ἡμῖν κατ’ ὀρθὸν πλεῖ Πλάτ. Νόμ. 813D· θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις Ποιητ. παρὰ Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 405Α· [[ὡσαύτως]], κέρδους [[ἕκατι]] κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 699.
|elnltext=πλέω, praes. contr. alleen εε > ει; ep. imperf. 3 sing. πλέεν, imperat. πλεῖ, ptc. πλέων, inf. πλεῖν, ep. πλέειν; aor. ἔπλευσα, zelden med. ἐπλευσάμην (vnl. in compos. ), pass. ἐπλεύσθην; perf. πέπλευκα, med.-pass. πέπλευσμαι, plqperf. ἐπεπλεύκειν; fut. πλεύσω, med. πλεύσομαι en Dor. πλευσοῦμαι; varen; van pers..; ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν vandaar voeren wij verder Od. 9.62 (en elders); met prep., ook met acc..; τὴν θάλατταν over de zee Lys. 6.19; κέρδους ἕκατι κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοι voor winst zou hij zelfs op een rieten mat varen (d.w.z. zou hij elke onderneming wagen) Aristoph. Pax 699; van schepen; αἱ δὲ μάλα ὦκα ἔπλεον zij voeren heel snel Od. 3.158; pass. subst.. τὸ πεπλευσμένον het bevaren gebied Xen. Cyr. 6.1.16. overdr.. πάντα ἡμῖν κατ’ ὀρθὸν πλεῖ alles gaat ons voor de wind Plat. Lg. 813d; οὐδὲ ὅπως ὀρθὴ πλεύσεται προείδετο en hij had ook niet bedacht hoe het (het schip van staat) de juiste koers zou houden Dem. 19.250. drijven:. ἔγωγε οὔτε πλέουσαν... εἶδον ik heb het (het eiland) niet zien drijven Hdt. 2.156.2.<br />πλέω acc. sing. of nom. en acc. n. plur. van 1. πλέων, zie πλείων.<br />πλέω Att. gen. sing. van πλέως.
}}
{{elru
|elrutext='''πλέω:'''<br /><b class="num">I</b> (fut. [[πλεύσομαι]] и [[πλευσοῦμαι]] - поздн. [[πλεύσω]], aor. ἔπλευσα, pf. πέπλευκα; pass.: aor. ἐπλεύσθην, pf. [[πέπλευσμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[плыть]], [[плавать]] ([[Ἰλιόθεν]], ἐνὶ πόντῳ Hom.; ἐν ναυσίν Xen.; ἀπὸ Λευκάδος Thuc.; ἐν τῇ θαλάττῃ Plat.): ζεφύρου αὔρᾳ π. Aesch. плыть с западным ветром;<br /><b class="num">2)</b> (= [[νέω]] II) держаться на поверхности воды, плавать: π. [[ἐλαφρῶς]] Hom. (о сухом дереве) легко держаться на поверхности воды; [[νῆσος]] πλέουσα Her. плавучий остров; ταῖς ναυσὶν εὖ πλεούσαις Xen. на быстроходных кораблях;<br /><b class="num">3)</b> (о морском путешествии), [[совершать]] (στόλον τόνδε Soph.; πλοῦν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[проплывать на кораблях]] (ὑγρὰ [[κέλευθα]] Hom.; τὴν θάλατταν Xen.): τὸ πεπλευσμένον [[πέλαγος]] Xen. пройденная часть моря;<br /><b class="num">5)</b> перен. [[протекать]], [[идти]]: πάντα [[ἡμῖν]] κατ᾽ ὀρθὸν πλεῖ Plat. все у нас идет на лад;<br /><b class="num">6)</b> [[качаться]], [[балансировать]]: ἔπλεον ὀλισθαίνοντες ἀμφοτέροις τοῖς ποσίν Polyb. скользя обеими ногами, они качались.<br /><b class="num">II</b> nom. pl. n к [[πλείων]].<br /><b class="num">III</b> gen. к [[πλέως]] I и II.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''πλέω:''' Επικ. [[πλείω]], Αττ. προστ. <i>πλεῖ</i>· μέλ. [[πλεύσομαι]], Δωρ. [[πλευσοῦμαι]], μεταγεν. <i>πλεύσω</i>· αόρ. αʹ <i>ἔπλευσα</i>, παρακ. <i>πέπλευκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπλεύσθην</i>, παρακ. [[πέπλευσμαι]]· [[εκτός]] από το [[πλώω]], Επικ. προστ. <i>πλῶον</i>, ο Όμηρ. έχει συγκοπτ. αόρ. βʹ [[ἔπλων]], <i>-ως</i>, <i>-ω</i>, μτχ. [[πλώς]], σύνθ. <i>ἀπέπλω</i> κ.λπ.· Ιων. απαρ. <i>πλώειν</i>, παρατ. [[ἔπλωον]], μέλ. <i>πλώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔπλωσα</i>, μτχ. <i>πλώσας</i>, παρακ. <i>πέπλωκα</i>· οι Αττ. συναιρούν μονο τα <i>εε</i> και <i>ει</i>, όπως στο [[χέω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πλέω]], [[πηγαίνω]] μέσα από τη [[θάλασσα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ὑγρὰ [[κέλευθα]] [[πλεῖν]], [[πλέω]] στις θαλάσσιες [[οδούς]], σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου στην Παθ., τὸ πεπλευσμένον [[πέλαγος]], σε Ξεν.· μεταφ., [[πλεῖν]] ὑφειμένῃ, πρβλ. [[ὑφίημι]] III.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλλα πράγματα, [[κολυμπώ]], [[επιπλέω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ταύτης]] ἔπι πλέοντες ὀρθῆς, ενόσω διατηρούμε το [[πλοίο]] της πόλης μας [[ορθό]], σε Σοφ.· οὐδ' [[ὅπως]] ὀρθὴ πλεύσεται (ενν. ἡ [[πόλις]]) <i>προείδετο</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''πλέω:''' Επικ. [[πλείω]], Αττ. προστ. <i>πλεῖ</i>· μέλ. [[πλεύσομαι]], Δωρ. [[πλευσοῦμαι]], μεταγεν. <i>πλεύσω</i>· αόρ. αʹ <i>ἔπλευσα</i>, παρακ. <i>πέπλευκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπλεύσθην</i>, παρακ. [[πέπλευσμαι]]· [[εκτός]] από το [[πλώω]], Επικ. προστ. <i>πλῶον</i>, ο Όμηρ. έχει συγκοπτ. αόρ. βʹ [[ἔπλων]], <i>-ως</i>, <i>-ω</i>, μτχ. [[πλώς]], σύνθ. <i>ἀπέπλω</i> κ.λπ.· Ιων. απαρ. <i>πλώειν</i>, παρατ. [[ἔπλωον]], μέλ. <i>πλώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔπλωσα</i>, μτχ. <i>πλώσας</i>, παρακ. <i>πέπλωκα</i>· οι Αττ. συναιρούν μονο τα <i>εε</i> και <i>ει</i>, όπως στο [[χέω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πλέω]], [[πηγαίνω]] μέσα από τη [[θάλασσα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ὑγρὰ [[κέλευθα]] [[πλεῖν]], [[πλέω]] στις θαλάσσιες [[οδούς]], σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου στην Παθ., τὸ πεπλευσμένον [[πέλαγος]], σε Ξεν.· μεταφ., [[πλεῖν]] ὑφειμένῃ, πρβλ. [[ὑφίημι]] III.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλλα πράγματα, [[κολυμπώ]], [[επιπλέω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ταύτης]] ἔπι πλέοντες ὀρθῆς, ενόσω διατηρούμε το [[πλοίο]] της πόλης μας [[ορθό]], σε Σοφ.· οὐδ' [[ὅπως]] ὀρθὴ πλεύσεται (ενν. ἡ [[πόλις]]) <i>προείδετο</i>, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλέω:'''<br /><b class="num">I</b> (fut. [[πλεύσομαι]] и [[πλευσοῦμαι]] - поздн. [[πλεύσω]], aor. ἔπλευσα, pf. πέπλευκα; pass.: aor. ἐπλεύσθην, pf. [[πέπλευσμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[плыть]], [[плавать]] ([[Ἰλιόθεν]], ἐνὶ πόντῳ Hom.; ἐν ναυσίν Xen.; ἀπὸ Λευκάδος Thuc.; ἐν τῇ θαλάττῃ Plat.): ζεφύρου αὔρᾳ π. Aesch. плыть с западным ветром;<br /><b class="num">2)</b> (= [[νέω]] II) держаться на поверхности воды, плавать: π. [[ἐλαφρῶς]] Hom. (о сухом дереве) легко держаться на поверхности воды; [[νῆσος]] πλέουσα Her. плавучий остров; ταῖς ναυσὶν εὖ πλεούσαις Xen. на быстроходных кораблях;<br /><b class="num">3)</b> (о морском путешествии), [[совершать]] (στόλον τόνδε Soph.; πλοῦν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[проплывать на кораблях]] (ὑγρὰ [[κέλευθα]] Hom.; τὴν θάλατταν Xen.): τὸ πεπλευσμένον [[πέλαγος]] Xen. пройденная часть моря;<br /><b class="num">5)</b> перен. [[протекать]], [[идти]]: πάντα [[ἡμῖν]] κατ᾽ ὀρθὸν πλεῖ Plat. все у нас идет на лад;<br /><b class="num">6)</b> [[качаться]], [[балансировать]]: ἔπλεον ὀλισθαίνοντες ἀμφοτέροις τοῖς ποσίν Polyb. скользя обеими ногами, они качались.<br /><b class="num">II</b> nom. pl. n к [[πλείων]].<br /><b class="num">III</b> gen. к [[πλέως]] I и II.
|lstext='''πλέω''': Ἰωνικ. [[πλείω]] Ὀδ. Ο. 34, Π. 308· Ἰωνικ. παρατατ. ἀπ- έπλειον Θ. 501· [[ἕτερος]] Ἰωνικ. [[τύπος]] [[εἶναι]] [[πλώω]] (ἴδε κατωτέρ.)· Ἀττικ. συνῃρ. προστακτ. πλεῖ Εὐριπ. Τρῳ. 103 (ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σελ. 199)· ― μέλλ. πλεύσομαι Ὀδ. Μ. 25, Ἡρόδ., Ἀττ.· Δωρ. πλευσοῦμαι Θεόκρ. 14. 55, καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἀπαντᾷ ([[ἴσως]] [[ἐσφαλμένως]]) ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν Ἀττικῶν συγγραφέων, Θουκ. 1. 143., 8. 1, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 10, κτλ.· ἐνεργ. πλεύσω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 2, Πολύβ. 2. 12, 3, Ἀνθ. Π. 11. 162, 245, Πολύβ., κτλ.· ― ἀόρ. α΄ ἔπλευσα, Ἀττ.· ― πρκμ. πέπλευκα Ἀττ.· ― Παθ., μέλλ. πλευσθήσομαι (περι-) Ἀρρ. Ἀν. 5. 26· ἀόρ. ἐπλεύσθην [[αὐτόθι]] 28, Βάβρ. 71. 3· πρκμ. πέπλευσμαι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 15, Δημ. 1286, ἐν τέλ.· ― ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεστ., παρατ. καὶ μέλλ. πλεύσομαι Ὀδ. Μ. 25, (ἀνα-) Ἰλ. Λ. 22. ― Τοῦ Ἰων. [[πλώω]], ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον εὐκτ. πλώοιεν, Ὀδ. Ε. 240· (μετοχ. πλώων, Ὕμν. Ὁμ. 22. 7)· παρατ. πλῶον, Ἰλ. Φ. 302· ἔχει δὲ καὶ συγκεκομμ. ἀόρ. ἔπλων, ως, ω, μετοχ. [[πλώς]], ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπέπλω, ἐπέπλως, μετοχ. ἐπιπλώς, Ἰλ. Ζ. 291· ὁ δὲ Ἡσίοδ. ἔχει ἐπέπλων· ἐνῷ ὁ Ἡρόδ. ἔχει ἐνεστ. ἀπαρ. πλώειν, 4. 156, μετοχ. πλωούσας 8. 10, 22, 42· παρατ. ἔπλωον, 8. 41· μέλλ. πλώσομαι (ἀπο-) 8. 5, (πλώσω Λυκόφρ. 1044)· ἀόρ. α΄ ἔπλωσα 4. 148· ἀπαρ. πλῶσαι 1. 24· μετοχ. πλώσας 4. 156, [[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπιπλώσας Ἰλ. Γ. 47· πρκμ. παραπέπλωκα Ἡρόδ. 4. 99· ― τῶν τύπων τούτων [[οὐδέποτε]] ἐγένετο [[χρῆσις]] παρὰ τοῖς Ἀττ., ἂν καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὸν τύπον πέπλωκα εἰς Εὐρ. Ἑλ. 532, Ἀριστοφ. Θεσμ. 878. ― Οἱ Ἀττικοὶ φαίνεται ὅτι συνῄρουν μόνον τὸ εε καὶ εει ἐν τῷ [[πλέω]], ὡς ἐν τῷ χέω· καὶ αὕτη δὲ ἡ [[συναίρεσις]] [[ἐνίοτε]] παραμελεῖται ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων, [[οἷον]] πλέει διάφ. γραφ. παρὰ Θουκ. 4. 28· πλέετε ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37. ― [Ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ [[πλέων]] ὡς μονοσύλλαβον, [[πλέων]] ἐπὶ οἴνοπα πόντον, Ὀδ. Α. 103.] (Ἐκ τῆς √ΠΛΕϜ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ μέλλ. πλεύσομαι, πλευστέον, πλευστικός· τὸ δὲ Ϝ ἐκπίπτει ἐν τῷ πλέω, πλόος, πλωτός, πλοῖον· πρβλ. [[ὡσαύτως]] πλύνω, πλυτός, κτλ.· Σανσκρ. plu, plav-ê (nato, navigo), plav-as (navis)· Λατιν. plu-it, pluv-ia· Σλαυ. plov-a ([[πλέω]]) plav-î ([[πλοῖον]])· Γοτθ. flôdus ([[ποταμός]])· Ἀγγλο-Σαξον. fleô-tan (float), fleot (Ἀρχ. Ἀγγλ. fleet = rivulus, ὡς ἐν τῷ North-fleet, κτλ.)· Ἀρχ. Γερμ. flew-iu (fluito)· ― ἀλλὰ περὶ τῶν fluo, fluito, flow, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[φλέω]]). Πλέω, [[ταξειδεύω]] διὰ θαλάσσης, Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς Ἰλ. Γ. 444· Ἰλιόθεν Ξ. 251· ἐπὶ Κέρκυραν Θουκ. 1. 53· ἐπὶ Λέσβου Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 11· πλ. ἐπὶ σῖτον, [[ὅπως]] κομίσω σῖτον, Ξεν. Οἰκ. 20, 27· οὕτω, πλ. μετὰ [[νάκος]] Πινδ. Π. 4. 122· εἰς Ἐρέτριαν ἐπ’ ἄνδρας Πλάτ. Μενέξ. 240D· ― πληρέστερον ὁριζόμενον: ἐνὶ πόντῳ νηὶ θοῇ πλείοντες Ὀδ. Π. 368· νηί... [[πλέων]] ἐπὶ οἴνοπα πόντον Ἰλ. Η. 88· πλέε ποντοπορεύων Ὀδ. Ε. 278· οὕτω, πλ. ἐν νηὶ Πλάτ. Πολ. 341D· ἐν τῇ θαλάττῃ, ἐν τῷ πελάγει [[αὐτόθι]] 346Β, κτλ.· ἐπλέομεν βορέῃ ἀνέμῳ Ὀδ. Ξ. 253· αὔρᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 692· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὑγρὰ κέλευθα [[πλεῖν]] Ὀδ. Γ. 71 (ὡς τὸ ἰέναι ὁδόν, κτλ.)· [[οὕτως]] ἀντὶ τοῦ [[πλέων]] ἐπὶ οἴνοπα πόντον Ὀδ. Α. 183, ὑπάρχει διάφ. γραφ. [[πλείων]] οἴνοπα π., ὡς τὸ [[πλεῖν]] θάλασσαν παρ’ Ἀνδοκ. 18. 3, Λυσ. 105. 4, Ἰσοκρ. 163Β, (καὶ ἐν τῷ παθ.) τὸ πεπλευσμένον [[πέλαγος]] Ξεν. Κύρ. 6. 1, 16, πρβλ. Βαβρ. 69. 3· οὕτω καί, πλ. στόλον τόνδε Σοφ. Φιλ. 1038· τοῦ πλοῦ τοῦ πεπλευσμένου Δημ. 1286 ἐν τέλ.· ― μεταφορ., [[πλεῖν]] ὑφειμένῃ δοκεῖ, πρβλ. [[ὑφίημι]] ΙΙΙ· ― παροιμ., ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακὸν Ποσείδιππ. ἐν «Πορνοβοσκῷ» 1. 2) Οἱ ποιηταὶ φαίνεται ὅτι χρῶνται τῷ [[πλεῖν]], [[καθόλου]] ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ «ταξειδεύειν» ἔτι καὶ ἐπὶ ὁδοιπορίας κατὰ ξηράν, ὡς οἱ Γάλλοι τῷ voyager, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 295, Merrick Τρυφ. 614. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων, Ἰλ. Ι. 360, Ἡρόδ., κτλ.· ὑπὸ τριήρους... εὖ πλεούσης ἐδιώκοντο Θουκ. 7. 23· ἡ [[ναῦς]] ἄριστά μοι ἔπλει Λυσ. 162. 13· ἔφευγε ταῖς ναυσὶν εὖ πλεούσαις Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 16· κατ’ ὀρθὸν πλ. Πλάτ. Νόμ. 813D. 2) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, [[ἐπιπλέω]], τεύχεα καλά... πλῶον καὶ νέκυες Ἰλ. Φ. 302· δένδρα..., τὰ οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Ὀδ. Ε. 240· [[νῆσος]] πλέουσα Ἡρόδ. 2. 156· σκῦλα πλέοντα Θουκ. 3. 114. 3) μεταφορ., ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς, ἐν ὅσῳ τηροῦμεν ὀρθῶς ἔχον τὸ [[πλοῖον]] τῆς πόλεως ἡμῶν, Σοφ. Ἀντ. 190· οὐδ’ [[ὅπως]] ὀρθὴ πλεύσεται (δηλ. ἡ [[πόλις]]) προείδετο Δημ. 419 ἐν τέλ.· πάντα ἡμῖν κατ’ ὀρθὸν πλεῖ Πλάτ. Νόμ. 813D· θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις Ποιητ. παρὰ Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 405Α· [[ὡσαύτως]], κέρδους [[ἕκατι]] κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 699.
}}
{{elnl
|elnltext=πλέω, praes. contr. alleen εε > ει; ep. imperf. 3 sing. πλέεν, imperat. πλεῖ, ptc. πλέων, inf. πλεῖν, ep. πλέειν; aor. ἔπλευσα, zelden med. ἐπλευσάμην (vnl. in compos. ), pass. ἐπλεύσθην; perf. πέπλευκα, med.-pass. πέπλευσμαι, plqperf. ἐπεπλεύκειν; fut. πλεύσω, med. πλεύσομαι en Dor. πλευσοῦμαι; varen; van pers..; ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν vandaar voeren wij verder Od. 9.62 (en elders); met prep., ook met acc..; τὴν θάλατταν over de zee Lys. 6.19; κέρδους ἕκατι κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοι voor winst zou hij zelfs op een rieten mat varen (d.w.z. zou hij elke onderneming wagen) Aristoph. Pax 699; van schepen; αἱ δὲ μάλα ὦκα ἔπλεον zij voeren heel snel Od. 3.158; pass. subst.. τὸ πεπλευσμένον het bevaren gebied Xen. Cyr. 6.1.16. overdr.. πάντα ἡμῖν κατ’ ὀρθὸν πλεῖ alles gaat ons voor de wind Plat. Lg. 813d; οὐδὲ ὅπως ὀρθὴ πλεύσεται προείδετο en hij had ook niet bedacht hoe het (het schip van staat) de juiste koers zou houden Dem. 19.250. drijven:. ἔγωγε οὔτε πλέουσαν... εἶδον ik heb het (het eiland) niet zien drijven Hdt. 2.156.2.<br />πλέω acc. sing. of nom. en acc. n. plur. van 1. πλέων, zie πλείων.<br />πλέω Att. gen. sing. van πλέως.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':plšw 普累哦<br />'''詞類次數''':動詞(5)<br />'''原文字根''':漂行<br />'''字義溯源''':船渡,航行*,航,航去,坐船,渡;或源自([[πλύνω]])=投入水中洗),而 ([[πλύνω]])出自([[πλύνω]])X=流動)。參讀 ([[ἄγω]])同義字<br />'''同源字''':1) ([[διαπλέω]])航行過去 2) ([[ἐκπλέω]])坐船離開 3) ([[καταπλέω]])航近某地 4) ([[παραπλέω]])航近,駛過 5) ([[πλέω]])航行 6) ([[ὑποπλέω]])駛過<br />'''出現次數''':總共(6);路(1);徒(4);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 航行(2) 徒27:2; 徒27:24;<br />2) 航⋯去(1) 徒27:6;<br />3) 坐船(1) 啓18:17;<br />4) 航行時(1) 路8:23;<br />5) 航(1) 徒21:3
|sngr='''原文音譯''':plšw 普累哦<br />'''詞類次數''':動詞(5)<br />'''原文字根''':漂行<br />'''字義溯源''':船渡,航行*,航,航去,坐船,渡;或源自([[πλύνω]])=投入水中洗),而 ([[πλύνω]])出自([[πλύνω]])X=流動)。參讀 ([[ἄγω]])同義字<br />'''同源字''':1) ([[διαπλέω]])航行過去 2) ([[ἐκπλέω]])坐船離開 3) ([[καταπλέω]])航近某地 4) ([[παραπλέω]])航近,駛過 5) ([[πλέω]])航行 6) ([[ὑποπλέω]])駛過<br />'''出現次數''':總共(6);路(1);徒(4);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 航行(2) 徒27:2; 徒27:24;<br />2) 航⋯去(1) 徒27:6;<br />3) 坐船(1) 啓18:17;<br />4) 航行時(1) 路8:23;<br />5) 航(1) 徒21:3
}}
}}