Anonymous

περιφείδομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=épargner soigneusement, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φείδομαι]].
|btext=épargner soigneusement, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φείδομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιφείδομαι''': ἀποθ., [[φείδομαι]], δὲν [[φονεύω]], πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9.
|elnltext=περι-φείδομαι het leven sparen van, met gen.
}}
{{elru
|elrutext='''περιφείδομαι:''' [[щадить]], [[сохранять жизнь]] . ζωῆς Theocr.; π. τοῦ Μιθριδάτου Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιφείδομαι:''' αποθ., [[λυπάμαι]] και [[σώζω]], [[οικτίρω]] και [[χαρίζω]] την [[ζωή]] σε κάποιον, με γεν., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''περιφείδομαι:''' αποθ., [[λυπάμαι]] και [[σώζω]], [[οικτίρω]] και [[χαρίζω]] την [[ζωή]] σε κάποιον, με γεν., σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιφείδομαι:''' [[щадить]], [[сохранять жизнь]] . ζωῆς Theocr.; π. τοῦ Μιθριδάτου Plut.).
|lstext='''περιφείδομαι''': ἀποθ., [[φείδομαι]], δὲν [[φονεύω]], πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-φείδομαι het leven sparen van, met gen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[spare]] and [[save]], c. gen., Theocr.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[spare]] and [[save]], c. gen., Theocr.
}}
}}