περιφείδομαι
English (LSJ)
A spare and save alive, ἀμῶν Isyll.26; πατρός A.R.1.620, cf. Plu.Luc.3; ζωῆς AP7.534 (Alex. Aet. or Autom.).
2 to be careful, τοῦ μὴ… [ἀφελεῖν] Archig. ap. Orib.46.25.2.
German (Pape)
[Seite 598] schonen und übrig lassen; Ap. Rh. 1, 620; τινός, Plut. Luc. 3.
French (Bailly abrégé)
épargner soigneusement, gén..
Étymologie: περί, φείδομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-φείδομαι het leven sparen van, met gen.
Russian (Dvoretsky)
περιφείδομαι: щадить, сохранять жизнь (π. ζωῆς Theocr.; π. τοῦ Μιθριδάτου Plut.).
Greek Monolingual
Α
1. δείχνω φειδώ και περισώζω ή διασώζω κάτι
2. προσέχω, αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φείδομαι «προσέχω, διαφυλάττω»].
Greek Monotonic
περιφείδομαι: αποθ., λυπάμαι και σώζω, οικτίρω και χαρίζω την ζωή σε κάποιον, με γεν., σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
περιφείδομαι: ἀποθ., φείδομαι, δὲν φονεύω, πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9.