Anonymous

πλησμονή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />plénitude, rassasiement, satiété.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />plénitude, rassasiement, satiété.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλησμονή''': ἡ, ([[πίμπλημι]]) ὡς καὶ νῦν, ἐντελὴς [[πλήρωσις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδεια]], [[κένωσις]], Πλάτ. Πολ. 571Ε, Συμπ. 186C· [[μάλιστα]] ἐπὶ τροφῆς, [[ἔμπλησις]], [[χορτασμός]], [[κόρος]], Ἱππ. Ἀφ. 1244· [[οὔτε]] πλ. [[οὔτε]] [[μέθη]] Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40, κτλ.· ἐς πλησμονὰς Εὐρ. Τρῳ. 1211· ἐν πλησμονῇ τοι [[Κύπρις]], ἐν πεινῶντι δ’ οὔ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 887· ― μετὰ γεν., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων πάντων ἐστὶ πλ. Ἀριστοφ. Πλ. 189, πρβλ. Ἰσοκρ. 6Β· πλ. ὑγροῦ Ἱππ. Ἀφ. 1260· [[τιμῆς]] τε καὶ νίκης Πλάτ. Πολ. 586C, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837C· πλ. ἀπό τινος Λουκ. Νιγρ. 33. ΙΙ. [[ἀφθονία]], [[πλῆθος]], Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 10), Γεωπ. 1. 10, 8.
|elnltext=πλησμονή -ῆς, [πλήθω] het vol zijn, verzadiging (van een verlangen of behoefte):; ἐς πλησμονάς tot aan verzadiging (d.w.z. tot in het extreme) Eur. Tr. 1211; met gen. verzadiging met/door; ook met περί + acc., met ἀπό + gen.; het zich vol eten, (te) veel eten.
}}
{{elru
|elrutext='''πλησμονή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[наполнение]] . καὶ [[κένωσις]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[насыщение]], [[удовлетворение]] . τινος и περί τι Plat.; τῆς σαρκός NT);<br /><b class="num">3)</b> [[пресыщение]] ([[μήτε]] [[ἔνδεια]] [[μήτε]] π. Plat.): ἐς πλησμονάς Eur. до пресыщения.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πλησμονή:''' ἡ (πίμ-πλημι), [[γέμισμα]], [[πλήρωση]] ή [[ικανοποίηση]], η [[κατάσταση]] του κορεσμού, [[ιδίως]] λέγεται για το [[φαγητό]], [[πλήρωση]] του στομάχου, [[κορεσμός]], [[κόρος]], σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., [[τῶν]] ἄλλων ἐστι [[πλησμονή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πλησμονή:''' ἡ (πίμ-πλημι), [[γέμισμα]], [[πλήρωση]] ή [[ικανοποίηση]], η [[κατάσταση]] του κορεσμού, [[ιδίως]] λέγεται για το [[φαγητό]], [[πλήρωση]] του στομάχου, [[κορεσμός]], [[κόρος]], σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., [[τῶν]] ἄλλων ἐστι [[πλησμονή]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλησμονή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[наполнение]] (π. καὶ [[κένωσις]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[насыщение]], [[удовлетворение]] . τινος и περί τι Plat.; τῆς σαρκός NT);<br /><b class="num">3)</b> [[пресыщение]] ([[μήτε]] [[ἔνδεια]] [[μήτε]] π. Plat.): ἐς πλησμονάς Eur. до пресыщения.
|lstext='''πλησμονή''': , ([[πίμπλημι]]) ὡς καὶ νῦν, ἐντελὴς [[πλήρωσις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδεια]], [[κένωσις]], Πλάτ. Πολ. 571Ε, Συμπ. 186C· [[μάλιστα]] ἐπὶ τροφῆς, [[ἔμπλησις]], [[χορτασμός]], [[κόρος]], Ἱππ. Ἀφ. 1244· [[οὔτε]] πλ. [[οὔτε]] [[μέθη]] Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40, κτλ.· ἐς πλησμονὰς Εὐρ. Τρῳ. 1211· ἐν πλησμονῇ τοι [[Κύπρις]], ἐν πεινῶντι δ’ οὔ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 887· ― μετὰ γεν., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων πάντων ἐστὶ πλ. Ἀριστοφ. Πλ. 189, πρβλ. Ἰσοκρ. 6Β· πλ. ὑγροῦ Ἱππ. Ἀφ. 1260· [[τιμῆς]] τε καὶ νίκης Πλάτ. Πολ. 586C, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837C· πλ. ἀπό τινος Λουκ. Νιγρ. 33. ΙΙ. [[ἀφθονία]], [[πλῆθος]], Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 10), Γεωπ. 1. 10, 8.
}}
{{elnl
|elnltext=πλησμονή -ῆς, [πλήθω] het vol zijn, verzadiging (van een verlangen of behoefte):; ἐς πλησμονάς tot aan verzadiging (d.w.z. tot in het extreme) Eur. Tr. 1211; met gen. verzadiging met/door; ook met περί + acc., met ἀπό + gen.; het zich vol eten, (te) veel eten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj