Anonymous

πονηρόφιλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />ami des méchants.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρός]], [[φίλος]].
|btext=ος, ον :<br />ami des méchants.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρός]], [[φίλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πονηρόφιλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, φίλος τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, [[πονηρόφιλος]] ἡ τυραννὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.
|elnltext=πονηρόφιλος -ον [πονηρός, φίλος] aangetrokken tot lieden van laag allooi.
}}
{{elru
|elrutext='''πονηρόφῐλος:''' [[любящий негодяев]] ([[τυραννίς]] Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πονηρόφῐλος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους πονηρούς, σε Αριστ.
|lsmtext='''πονηρόφῐλος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους πονηρούς, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πονηρόφῐλος:''' [[любящий негодяев]] ([[τυραννίς]] Arst.).
|lstext='''πονηρόφιλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, φίλος τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, [[πονηρόφιλος]] ἡ τυραννὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.
}}
{{elnl
|elnltext=πονηρόφιλος -ον [πονηρός, φίλος] aangetrokken tot lieden van laag allooi.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πονηρό-φῐλος, ον,<br />[[fond]] of bad men, Arist.
|mdlsjtxt=πονηρό-φῐλος, ον,<br />[[fond]] of bad men, Arist.
}}
}}