πονηρόφιλος

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηρόφῐλος Medium diacritics: πονηρόφιλος Low diacritics: πονηρόφιλος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: ponēróphilos Transliteration B: ponērophilos Transliteration C: ponirofilos Beta Code: ponhro/filos

English (LSJ)

πονηρόφιλον, fond of bad men, π. ἡ τυραννίς Arist.Pol.1314a1.

German (Pape)

[Seite 680] böse od. schlechte Menschen liebend, Arist. pol. 5, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami des méchants.
Étymologie: πονηρός, φίλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πονηρόφιλος -ον [πονηρός, φίλος] aangetrokken tot lieden van laag allooi.

Russian (Dvoretsky)

πονηρόφῐλος: любящий негодяев (ἡ τυραννίς Arst.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τους πονηρούς, φίλος τών πονηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. χρηστόφιλος].

Greek Monotonic

πονηρόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά τους πονηρούς, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πονηρόφιλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, φίλος τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, πονηρόφιλος ἡ τυραννὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.

Middle Liddell

πονηρό-φῐλος, ον,
fond of bad men, Arist.