Anonymous

πολύκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui produit beaucoup de fruits, riche en fruits, très fécond;<br /><i>Cp.</i> πολυκαρπότερος, <i>Sp.</i> πολυκαρπότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[καρπός]].
|btext=ος, ον :<br />qui produit beaucoup de fruits, riche en fruits, très fécond;<br /><i>Cp.</i> πολυκαρπότερος, <i>Sp.</i> πολυκαρπότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[καρπός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον καρπόν, [[εὔφορος]], ἀλωὴ Ὀδ. Η. 122, Ω. 221· χθὼν Πινδ. Π. 9. 14· τὸν π. οἰνάνθας βότρυν Εὐρ. Φοίν. 230· [[στέφανος]] [[μύρτων]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 301· Φρύγες πολυκαρπότατοι Ἡρόδ. 5. 49· θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2175. ΙΙ. πολύκαρπον, τό, [[εἶδος]] κραταιογόνου (βοτάνης), Ἱππ. 615. 18, Γαλην. Λεξ. σ. 548.
|elnltext=πολύκαρπος -ον [πολύς, καρπός] rijk aan vruchten, vruchtbaar:; ἆσσον ἴεν πολυκάρπου ἀλωῆς hij kwam dichter bij de vruchtbare boomgaard Od. 24.221; π. στέφανος krans vol vruchten Aristoph. Ran. 328; van pers..; πολυκαρπότατοι die de rijkste oogsten binnenhalen Hdt. 5.49.5; [[epithet]] van Demeter. Theocr. Id. 10.42.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκαρπος:''' [[обильный плодами]], [[плодородный]] ([[ἀλωή]] Hom.; [[χθών]] Pind.; [[Φρύγες]] Her.; τὰ φυτά Plut.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πολύκαρπος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε φρούτα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''πολύκαρπος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε φρούτα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύκαρπος:''' [[обильный плодами]], [[плодородный]] ([[ἀλωή]] Hom.; [[χθών]] Pind.; [[Φρύγες]] Her.; τὰ φυτά Plut.).
|lstext='''πολύκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον καρπόν, [[εὔφορος]], ἀλωὴ Ὀδ. Η. 122, Ω. 221· χθὼν Πινδ. Π. 9. 14· τὸν π. οἰνάνθας βότρυν Εὐρ. Φοίν. 230· [[στέφανος]] [[μύρτων]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 301· Φρύγες πολυκαρπότατοι Ἡρόδ. 5. 49· θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2175. ΙΙ. πολύκαρπον, τό, [[εἶδος]] κραταιογόνου (βοτάνης), Ἱππ. 615. 18, Γαλην. Λεξ. σ. 548.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκαρπος -ον [πολύς, καρπός] rijk aan vruchten, vruchtbaar:; ἆσσον ἴεν πολυκάρπου ἀλωῆς hij kwam dichter bij de vruchtbare boomgaard Od. 24.221; π. στέφανος krans vol vruchten Aristoph. Ran. 328; van pers..; πολυκαρπότατοι die de rijkste oogsten binnenhalen Hdt. 5.49.5; [[epithet]] van Demeter. Theocr. Id. 10.42.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj