3,277,180
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> remuant, brouillon;<br /><b>2</b> qui se mêle de ce qui ne le regarde pas, qui s'ingère en toutes choses, intrigant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πρᾶγμα]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> remuant, brouillon;<br /><b>2</b> qui se mêle de ce qui ne le regarde pas, qui s'ingère en toutes choses, intrigant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πρᾶγμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολυπράγμων -ον, gen. -ονος [πολύς, πρᾶγμα] druk bezet:; ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ πολυπράγμων jij was van nature onwetend en hield je niet met alles bezig Aristoph. Av. 471; bemoeizuchtig:. οἱ δὲ πολιτικοὶ πολυπράγμονες politici zijn bemoeizuchtig Aristot. EN 1142a2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυπράγμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[хлопотливый]], [[суетливый]], [[всюду сующийся]] (π. καὶ [[θρασύς]] Lys.);<br /><b class="num">2)</b> [[падкий на новшества]], [[беспокойный]] ([[ὄχλος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[много исследующий]], [[любознательный]] ([[Ἡρόδοτος]] ὁ π. Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πολυπράγμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[πρᾶγμα]]), αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] πράγματα, [[πολυάσχολος]]· [[κυρίως]] με αρνητική [[σημασία]], [[ανακατωσούρης]], Λατ. [[curiosus]], επίθ. που [[συχνά]] αποδίδεται στους ανήσυχους (δηλ. πολυπράγμονες) Αθηναίους, σε Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''πολυπράγμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[πρᾶγμα]]), αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] πράγματα, [[πολυάσχολος]]· [[κυρίως]] με αρνητική [[σημασία]], [[ανακατωσούρης]], Λατ. [[curiosus]], επίθ. που [[συχνά]] αποδίδεται στους ανήσυχους (δηλ. πολυπράγμονες) Αθηναίους, σε Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολυπράγμων''': -ον, γεν. -ονος, ([[πράσσω]], [[πρᾶγμα]]), ὁ ἀσχολούμενος εἰς πολλά, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[πολυάσχολος]], ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ εἰς πολλὰ ἀναμιγνυόμενος, [[περίεργος]], Λατ. curiosus, οὐ γὰρ [[πολυπράγμων]] ἐστίν, ἀλλ’ [[ἁπλήγιος]] (δηλ. [[ἁπλοῦς]]) Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 27b, Ἀριστοφ. Ὄρν. 471, Λυσίας 170. 26, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 105, 245, 253· ἐπίθετον [[ὅπερ]] [[συχνάκις]] ἐδίδετο εἰς τοὺς πολυπράγμονας Ἀθηναίους ὑπὸ τῶν πολιτικῶν αὐτῶν ἀντιπάλων ὡς ἐν τοῖς δράμασι τοῖς φέρουσι τοῦτο τὸ [[ὄνομα]] τοῦ Τιμοκλέους, τοῦ Διφίλου καὶ τοῦ Ἡνιόχου· δίδεται δὲ τὸ ἐπίθετον τοῦτο καὶ εἰς τὸν Σωκράτη, οὕτω [[περίεργος]] εἶ, ὦ Σώκρατες, καὶ [[πολυπράγμων]]; Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 3. 1, 21, πρβλ. [[ἀπράγμων]], [[φιλοπράγμων]], Valck εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 785. 2) μεταγεν., καὶ σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁ [[περίεργος]] [[ὅπως]] μάθῃ, Πολύβ. 9. 1, 4· Ἡρόδοτος ὁ π. Διόδ. 1. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 154. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |