Anonymous

προκινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> s'exposer les premiers au danger;<br /><b>2</b> s'exposer au danger;<br /><b>3</b> affronter un danger pour : τινός, [[ὑπέρ]] τινος pour qqn <i>ou</i> pour qch ; τινί, affronter un danger en luttant contre un autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κινδυνεύω]].
|btext=<b>1</b> s'exposer les premiers au danger;<br /><b>2</b> s'exposer au danger;<br /><b>3</b> affronter un danger pour : τινός, [[ὑπέρ]] τινος pour qqn <i>ou</i> pour qch ; τινί, affronter un danger en luttant contre un autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κινδυνεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προκινδῡνεύω''': [[διακινδυνεύω]] πρὸ ἄλλων, [[ἀγωνίζομαι]] ὡς [[πρόμαχος]], τολμῶ, [[διακινδυνεύω]], Θουκ. 7. 56, Δημ. 297. 11, πρ. στρατευόμενος ὁ αὐτ. 25. 6· ― μετὰ γεν., πρ. τοῦ πλήθους, [[ὑπομένω]] κίνδυνον [[ὑπὲρ]] τοῦ πλήθους, Ἀνδοκ. 29. 4, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10. 8· πρ. τῷ βαρβάρῳ (ἐξυπακ. τῆς Ἑλλάδος), κατὰ τοῦ βαρβάρου [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος, Θουκ. 1. 73· οὕτω, πρ. ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 7. 3, 31, Ὑπερείδ. Ι, 7, 21, Blass· [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος Ἰσοκρ. 56Α· [[ὑπὲρ]] τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 151. 38· περὶ τῆς ἐλευθερίας Πολύβ. 9. 38, 4· ― μετὰ δοτ. τρόπου, π. τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Πλουτ. Πελοπ. 19· [[προκινδυνεύω]] τοῖς Ἴβηρσι, [[μάχομαι]] πρῶτον κατὰ τῶν Ἰβήρων, Πολύβ. 3. 113, 9.
|elnltext=προ-κινδυνεύω als eerste gevaar lopen, de voorhoede vormen; abs..; προὐκινδυνεύετε στρατευόμενοι jullie gingen voorop in de strijd Dem. 2.24; met dat..; φαμέν... μόνοι προκινδυνεῦσαι τῷ βαρβάρῳ wij zeggen dat wij in ons eentje de strijd met de vijand aangedurfd hebben Thuc. 1.73.4; met ὑπέρ + gen.. ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας π. voor de vrijheid gevaar trotseren Lys. 18.27. gevaar lopen ten behoeve van, verdedigen, met gen.: προκινδυνεύσων τῆς Θεσσαλίας om Thessalië te verdedigen Plut. Them. 7.2.
}}
{{elru
|elrutext='''προκινδῡνεύω:''' [[первым подвергаться опасности]], [[сражаться в первых рядах]] ([[ὑπὲρ]] и περὶ τῆς ἐλευθερίας Lys., Polyb.): π. τινί τινος Thuc. сражаться с кем-л. за кого-л.; π. τοῖς Κελτοῖς Polyb. первым начинать сражение с кельтами; προεκινδύνευε τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Plut. (Пелопид) был первым в жесточайших боях.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διακινδυνεύω]] [[πριν]] από τους άλλους, είμαι [[θαρραλέος]] στον πρώτο κίνδυνο, είμαι [[αυθεντικός]] στη [[βιαιότητα]] της μάχης, σε Θουκ., Δημ.· <i>τῷβαρβάρῳ</i>, ενάντια στους βάρβαρους, σε Θουκ.
|lsmtext='''προκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διακινδυνεύω]] [[πριν]] από τους άλλους, είμαι [[θαρραλέος]] στον πρώτο κίνδυνο, είμαι [[αυθεντικός]] στη [[βιαιότητα]] της μάχης, σε Θουκ., Δημ.· <i>τῷβαρβάρῳ</i>, ενάντια στους βάρβαρους, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προκινδῡνεύω:''' [[первым подвергаться опасности]], [[сражаться в первых рядах]] ([[ὑπὲρ]] и περὶ τῆς ἐλευθερίας Lys., Polyb.): π. τινί τινος Thuc. сражаться с кем-л. за кого-л.; π. τοῖς Κελτοῖς Polyb. первым начинать сражение с кельтами; προεκινδύνευε τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Plut. (Пелопид) был первым в жесточайших боях.
|lstext='''προκινδῡνεύω''': [[διακινδυνεύω]] πρὸ ἄλλων, [[ἀγωνίζομαι]] ὡς [[πρόμαχος]], τολμῶ, [[διακινδυνεύω]], Θουκ. 7. 56, Δημ. 297. 11, πρ. στρατευόμενος ὁ αὐτ. 25. 6· ― μετὰ γεν., πρ. τοῦ πλήθους, [[ὑπομένω]] κίνδυνον [[ὑπὲρ]] τοῦ πλήθους, Ἀνδοκ. 29. 4, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10. 8· πρ. τῷ βαρβάρῳ (ἐξυπακ. τῆς Ἑλλάδος), κατὰ τοῦ βαρβάρου [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος, Θουκ. 1. 73· οὕτω, πρ. ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 7. 3, 31, Ὑπερείδ. Ι, 7, 21, Blass· [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος Ἰσοκρ. 56Α· [[ὑπὲρ]] τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 151. 38· περὶ τῆς ἐλευθερίας Πολύβ. 9. 38, 4· ― μετὰ δοτ. τρόπου, π. τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Πλουτ. Πελοπ. 19· [[προκινδυνεύω]] τοῖς Ἴβηρσι, [[μάχομαι]] πρῶτον κατὰ τῶν Ἰβήρων, Πολύβ. 3. 113, 9.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-κινδυνεύω als eerste gevaar lopen, de voorhoede vormen; abs..; προὐκινδυνεύετε στρατευόμενοι jullie gingen voorop in de strijd Dem. 2.24; met dat..; φαμέν... μόνοι προκινδυνεῦσαι τῷ βαρβάρῳ wij zeggen dat wij in ons eentje de strijd met de vijand aangedurfd hebben Thuc. 1.73.4; met ὑπέρ + gen.. ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας π. voor de vrijheid gevaar trotseren Lys. 18.27. gevaar lopen ten behoeve van, verdedigen, met gen.: προκινδυνεύσων τῆς Θεσσαλίας om Thessalië te verdedigen Plut. Them. 7.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to run [[risk]] [[before]] others, [[brave]] the [[first]] [[danger]], [[bear]] the [[brunt]] of [[battle]], Thuc., Dem.; τῷ βαρβάρῳ [[against]] the barbarians, Thuc.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to run [[risk]] [[before]] others, [[brave]] the [[first]] [[danger]], [[bear]] the [[brunt]] of [[battle]], Thuc., Dem.; τῷ βαρβάρῳ [[against]] the barbarians, Thuc.
}}
}}