προκινδυνεύω
English (LSJ)
pf. προκεκινδύνευκα IG9(2).531.5 (Larissa):—run risk before others, brave the first danger, bear the brunt of battle, Th.7.56, D.18.208; π. στρατευόμενοι Id.2.24: c. gen., π. τοῦ πλήθους brave danger for the people, And.4.1, cf. X.Hier.10.8; π. τῷ βαρβάρῳ (sc. τῆς Ἑλλάδος) braved him for Greece (or, first of all), Th.1.73; π. ὑπέρ τινος X.An.7.3.31, Hyp.Dem.Fr.3; ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος Isoc.4.75; ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας Lys.18.27; περὶ τῆς ἐλευθερίας Plb.9.38.4: c. dat. modi, π. τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Plu.Pel.19; π. τοῖς Ἴβηρσι open the engagement with them, Plb.3.113.9.
German (Pape)
[Seite 730] sich voran, voraus wagen, sich in einen Kampf wagen, absolut, Thuc. 7, 56 Isocr. 4, 99 Dem. u. A., wie Pol. 3, 95, 6 u. sonst; auch die in der ersten Schlachtreihe stehen, 1, 19, 9, – gew. τινός, für Einen, zu seiner Vertheidigung sich in Gefahr, in den Kampf begeben, τῆς Ἑλλάδος τῷ βαρβάρῳ, Thuc. 1, 73; Andoc. 4, 1 u. Sp., wie Luc. Tyrann. 18 u. öfter; ὑπέρ τινος, Lys. 18, 27; Isocr. 4, 62. 142; Pol. 9, 38, 4.
French (Bailly abrégé)
1 s'exposer les premiers au danger;
2 s'exposer au danger;
3 affronter un danger pour : τινός, ὑπέρ τινος pour qqn ou pour qch ; τινί, affronter un danger en luttant contre un autre.
Étymologie: πρό, κινδυνεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κινδυνεύω als eerste gevaar lopen, de voorhoede vormen; abs..; προὐκινδυνεύετε στρατευόμενοι jullie gingen voorop in de strijd Dem. 2.24; met dat..; φαμέν... μόνοι προκινδυνεῦσαι τῷ βαρβάρῳ wij zeggen dat wij in ons eentje de strijd met de vijand aangedurfd hebben Thuc. 1.73.4; met ὑπέρ + gen.. ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας π. voor de vrijheid gevaar trotseren Lys. 18.27. gevaar lopen ten behoeve van, verdedigen, met gen.: προκινδυνεύσων τῆς Θεσσαλίας om Thessalië te verdedigen Plut. Them. 7.2.
Russian (Dvoretsky)
προκινδῡνεύω: первым подвергаться опасности, сражаться в первых рядах (ὑπὲρ и περὶ τῆς ἐλευθερίας Lys., Polyb.): π. τινί τινος Thuc. сражаться с кем-л. за кого-л.; π. τοῖς Κελτοῖς Polyb. первым начинать сражение с кельтами; προεκινδύνευε τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Plut. (Пелопид) был первым в жесточайших боях.
Greek Monolingual
ΝΑ κινδυνεύω
αγωνίζομαι για κάτι αψηφώντας τον κίνδυνο (α. «πολίτου δ' ἁγαθοῦ νομίζω προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῦ πλήθους», Ανδοκ.
β. «προκινδυνεύειν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας», Λυσ.)
αρχ.
1. εκτίθεμαι σε κίνδυνο αγωνιζόμενος στην πρώτη γραμμή της μάχης («τὴν σφετέραν πόλιν ἐμπαρασχόντες προκινδυνεῦσαι», Θουκ.)
2. ριψοκινδυνεύω μαχόμενος εναντίον κάποιου («φαμὲν γὰρ Μαραθῶνί τε μόνοι προκινδυνεῦσαι τῷ βαρβάρῳ», Θουκ.).
Greek Monotonic
προκινδῡνεύω: μέλ. -σω, διακινδυνεύω πριν από τους άλλους, είμαι θαρραλέος στον πρώτο κίνδυνο, είμαι αυθεντικός στη βιαιότητα της μάχης, σε Θουκ., Δημ.· τῷβαρβάρῳ, ενάντια στους βάρβαρους, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προκινδῡνεύω: διακινδυνεύω πρὸ ἄλλων, ἀγωνίζομαι ὡς πρόμαχος, τολμῶ, διακινδυνεύω, Θουκ. 7. 56, Δημ. 297. 11, πρ. στρατευόμενος ὁ αὐτ. 25. 6· ― μετὰ γεν., πρ. τοῦ πλήθους, ὑπομένω κίνδυνον ὑπὲρ τοῦ πλήθους, Ἀνδοκ. 29. 4, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10. 8· πρ. τῷ βαρβάρῳ (ἐξυπακ. τῆς Ἑλλάδος), κατὰ τοῦ βαρβάρου ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος, Θουκ. 1. 73· οὕτω, πρ. ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 7. 3, 31, Ὑπερείδ. Ι, 7, 21, Blass· ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος Ἰσοκρ. 56Α· ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 151. 38· περὶ τῆς ἐλευθερίας Πολύβ. 9. 38, 4· ― μετὰ δοτ. τρόπου, π. τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Πλουτ. Πελοπ. 19· προκινδυνεύω τοῖς Ἴβηρσι, μάχομαι πρῶτον κατὰ τῶν Ἰβήρων, Πολύβ. 3. 113, 9.
Middle Liddell
fut. σω
to run risk before others, brave the first danger, bear the brunt of battle, Thuc., Dem.; τῷ βαρβάρῳ against the barbarians, Thuc.
Lexicon Thucydideum
propugnare, to fight for, defend, 1.73.4, 7.56.3.