Anonymous

πολεμιστής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> de guerre;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ὁ [[πολεμιστής]], guerrier combattant.<br />'''Étymologie:''' [[πολεμίζω]].
|btext=οῦ;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> de guerre;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ὁ [[πολεμιστής]], guerrier combattant.<br />'''Étymologie:''' [[πολεμίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολεμιστής''': καὶ Ἐπικ. ([[χάριν]] τοῦ μέτρ.) πτολ-, οῦ, ὁ· ([[πολεμίζω]])· ― ὡς καὶ νῦν, αἰχμητὴν τ’ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστὴν Ἰλ. Ε. 602, κ. ἀλλ., Πίνδ., κτλ.· πτολ-, Ἰλ. Χ. 132. ΙΙ. π. [[ἵππος]], πολεμικὸς [[ἵππος]], ὁ παρὰ Οὐεργιλίῳ bellator equus, Διόδ. 2. 11, πρβλ. Στράβ. 698· ἵπποι π., [[εἶναι]] πιθανῶς ἵπποι τῶν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων ὡς εἰς πόλεμον ηὐτρεπισμένοι, [[διότι]] ὑπῆρχε τιοοῦτον [[ἀγώνισμα]], Θεόκρ. 15. 51, πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 104.
|elnltext=πολεμιστής -οῦ, , poët. πτολεμιστής [πολεμίζω] subst. krijger. adj. strijd-:. πολεμιστὴς ἵππος strijdros Plut. CMa 1.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πολεμιστής:'''<br /><b class="num">I</b> эп. тж. [[πτολεμιστής]], οῦ воин, боец Hom., Pind.<br />οῦ adj. m боевой ([[ἵππος]] Theocr., Diod.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πολεμιστής:''' Επικ. πτολ-, -οῦ, ὁ ([[πολεμίζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πολεμιστής]], [[μαχητής]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> πολεμιστὴς [[ἵππος]], πολεμικό [[άλογο]], [[πολεμικός]] [[ίππος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πολεμιστής:''' Επικ. πτολ-, -οῦ, ὁ ([[πολεμίζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πολεμιστής]], [[μαχητής]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> πολεμιστὴς [[ἵππος]], πολεμικό [[άλογο]], [[πολεμικός]] [[ίππος]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολεμιστής:'''<br /><b class="num">I</b> эп. тж. [[πτολεμιστής]], οῦ ὁ воин, боец Hom., Pind.<br />οῦ adj. m боевой ([[ἵππος]] Theocr., Diod.).
|lstext='''πολεμιστής''': καὶ Ἐπικ. ([[χάριν]] τοῦ μέτρ.) πτολ-, οῦ, ὁ· ([[πολεμίζω]])· ― ὡς καὶ νῦν, αἰχμητὴν τ’ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστὴν Ἰλ. Ε. 602, κ. ἀλλ., Πίνδ., κτλ.· πτολ-, Ἰλ. Χ. 132. ΙΙ. π. [[ἵππος]], πολεμικὸς [[ἵππος]], ὁ παρὰ Οὐεργιλίῳ bellator equus, Διόδ. 2. 11, πρβλ. Στράβ. 698· ἵπποι π., [[εἶναι]] πιθανῶς ἵπποι τῶν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων ὡς εἰς πόλεμον ηὐτρεπισμένοι, [[διότι]] ὑπῆρχε τιοοῦτον [[ἀγώνισμα]], Θεόκρ. 15. 51, πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 104.
}}
{{elnl
|elnltext=πολεμιστής -οῦ, , poët. πτολεμιστής [πολεμίζω] subst. krijger. adj. strijd-:. πολεμιστὴς ἵππος strijdros Plut. CMa 1.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολεμίζω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[warrior]], [[combatant]], Il., Pind., etc.<br /><b class="num">II.</b> π. [[ἵππος]] a war-[[horse]], [[charger]], Theocr.
|mdlsjtxt=[[πολεμίζω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[warrior]], [[combatant]], Il., Pind., etc.<br /><b class="num">II.</b> π. [[ἵππος]] a war-[[horse]], [[charger]], Theocr.
}}
}}