Anonymous

προσανάγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προσανάξω, <i>ao.2</i> προσανήγαγον, <i>etc.</i><br />s'approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνάγω]].
|btext=<i>f.</i> προσανάξω, <i>ao.2</i> προσανήγαγον, <i>etc.</i><br />s'approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνάγω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσανάγω''': [[ἀνάγω]] πρὸς τὰ ἄνω, [[ἀναβιβάζω]], ἐς [[φάος]] ἐκ βυθίας [[ποτανάγαγον]] ἰλύος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 71. ― Παθ., ἄγομαι πρὸς τὰ ἄνω, τῆς γλώσσης προσαναγομένης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν, δηλ. τὸν οὐρανίσκον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., [[πλησιάζω]], Πλούτ. 2. 564C· προσανῆγε τῇ γῇ πολυπόνως, ἀνῆγεν [[ὀπίσω]] πρὸς τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Πύρρ. 15.
|elnltext=προσ-ανάγω naderen, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''προσανάγω:'''<br /><b class="num">1)</b> (sc. ἑαυτόν) подходить ([[ἐγγύς]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (sc. τὴν ναῦν) приставать, причаливать (τῇ γῇ Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσανάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, φαινομενικά αμτβ., [[προσανάγω]] τῇ γῇ, [[επανέρχομαι]] στη γη, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσανάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, φαινομενικά αμτβ., [[προσανάγω]] τῇ γῇ, [[επανέρχομαι]] στη γη, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσανάγω:'''<br /><b class="num">1)</b> (sc. ἑαυτόν) подходить ([[ἐγγύς]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (sc. τὴν ναῦν) приставать, причаливать (τῇ γῇ Plut.).
|lstext='''προσανάγω''': [[ἀνάγω]] πρὸς τὰ ἄνω, [[ἀναβιβάζω]], ἐς [[φάος]] ἐκ βυθίας [[ποτανάγαγον]] ἰλύος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 71. ― Παθ., ἄγομαι πρὸς τὰ ἄνω, τῆς γλώσσης προσαναγομένης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν, δηλ. τὸν οὐρανίσκον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., [[πλησιάζω]], Πλούτ. 2. 564C· προσανῆγε τῇ γῇ πολυπόνως, ἀνῆγεν [[ὀπίσω]] πρὸς τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Πύρρ. 15.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-ανάγω naderen, met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />[[seemingly]] intr. πρ. τῇ γῇ to put [[back]] to [[land]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />[[seemingly]] intr. πρ. τῇ γῇ to put [[back]] to [[land]], Plut.
}}
}}