προσανάγω

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανάγω Medium diacritics: προσανάγω Low diacritics: προσανάγω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΓΩ
Transliteration A: prosanágō Transliteration B: prosanagō Transliteration C: prosanago Beta Code: prosana/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], Dor. ποτ-,
A carry up to, ἐς φάος ἐκ βυθίας ποτανάγαγον ἰλύος Hymn.Is.161:—Pass., to be drawn up, πρός τι v.l. for προσαγάγω in D.H.Comp.14.
2 seemingly intr., come up to, approach, f.l. for προσαγαγοῦσαν in Plu.2.564c; π. τῇ γῇ approached the land, Id.Pyrrh.15.

German (Pape)

[Seite 749] (s. ἄγω), daran in die Höhe führen; D. Hal. de C. V. 14 τῆς γλώσσης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν προσαναγομένης, – sc. τὴν ναῦν, landen, Plut. Pyrrh. 15.

French (Bailly abrégé)

f. προσανάξω, ao.2 προσανήγαγον, etc.
s'approcher de, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ανάγω naderen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσανάγω:
1 (sc. ἑαυτόν) подходить (ἐγγύς Plut.);
2 (sc. τὴν ναῦν) приставать, причаливать (τῇ γῇ Plut.).

Greek Monolingual

Α ἀνάγω
1. ανυψώνω κάτι προς κάτι άλλο
2. (αμτβ.) προσεγγίζω, πλησιάζω
3. παθ. προσανάγομαι
άγομαι, οδηγούμαι προς τα επάνω
4. φρ. «προσανάγειν τῇ γῇ» — προσορμίζομαι εκ νέου.

Greek Monotonic

προσανάγω: μέλ. -ξω, φαινομενικά αμτβ., προσανάγω τῇ γῇ, επανέρχομαι στη γη, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάγω: ἀνάγω πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβιβάζω, ἐς φάος ἐκ βυθίας ποτανάγαγον ἰλύος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 71. ― Παθ., ἄγομαι πρὸς τὰ ἄνω, τῆς γλώσσης προσαναγομένης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν, δηλ. τὸν οὐρανίσκον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἀνέρχομαι πρός..., πλησιάζω, Πλούτ. 2. 564C· προσανῆγε τῇ γῇ πολυπόνως, ἀνῆγεν ὀπίσω πρὸς τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Πύρρ. 15.

Middle Liddell

fut. ξω
seemingly intr. πρ. τῇ γῇ to put back to land, Plut.