3,277,172
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=α, ον :<br />de la poupe : τὰ πρυμνήσια (σχοινία) les amarres d'un navire.<br />'''Étymologie:''' [[πρύμνα]]. | |btext=α, ον :<br />de la poupe : τὰ πρυμνήσια (σχοινία) les amarres d'un navire.<br />'''Étymologie:''' [[πρύμνα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πρυμνήσιος -α -ον [πρύμνη] van de achtersteven:; π. κάλως touw aan de achtersteven Eur. HF 479; subst. τὰ πρυμνήσια touwen van de achtersteven:; οὔτ’ εὐνὰς βαλέειν οὔτε πρυμνήσι’ ἀνάψαι noch het anker werpen, noch de touwen vastmaken Od. 9.137; overdr.. ἐν σοὶ τἀμά... βίου πρυμνήσι’ ἀνῆπται aan jou zitten mijn levenskabels vast AP 12.159.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρυμνήσιος:''' Eur. = [[πρυμνήτης]]. | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πρυμνήσιος:''' -α, -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που ανήκει στην [[πρύμνη]] πλοίου, [[κάλως]], σε Ευρ.· ουδ. πληθ. <i>πρυμνήσια</i> (ενν. [[δεσμά]]), [[σχοινιά]] από την [[πρύμη]] που ξεκινούν και προσδένονται στην [[ξηρά]], Λατ. retinacula [[navis]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''πρυμνήσιος:''' -α, -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που ανήκει στην [[πρύμνη]] πλοίου, [[κάλως]], σε Ευρ.· ουδ. πληθ. <i>πρυμνήσια</i> (ενν. [[δεσμά]]), [[σχοινιά]] από την [[πρύμη]] που ξεκινούν και προσδένονται στην [[ξηρά]], Λατ. retinacula [[navis]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πρυμνήσιος''': -α, -ον, ([[πρύμνα]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πρύμναν πλοίου, [[κάλως]] Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 479· πρβλ. [[πρυμνήτης]] ΙΙ. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ οὐδ. πληθ., (ἐξυπ. δεσμά, σχοινία, καλῴδια ἀπὸ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου ἐκτεινόμενα, καὶ εἰς τὴν ξηρὰν προσδενόμενα, Λατ. retinacula navis, συχν. παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν τῇ Ὀδ.), πρ. καταδῆσαι Ἰλ. Α. 436, Ὀδ. Ο. 498· ἀνάψαι Ι. 137· ἀντίθ. τῷ πρ. λῦσαι Β. 418, Ο. 286, 552· ἀναλῦσαι Ι. 178, κτλ.· - μεταφ., ἐν σοὶ τἀμὰ βίου πρυμνησι’ ἀνῆπται Ἀνθ. Π. 12. 159, πρβλ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, Συνέσ. 228Α. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |