Anonymous

προλείπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προλείψω, <i>ao.2</i> προέλιπον, <i>pf.</i> προλέλοιπα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> laisser derrière soi ; laisser, abandonner, acc. ; <i>avec un suj. de chose</i> : [[οὐδέ]] [[σε]] [[μῆτις]] προλέλοιπεν OD la prudence ne t’a pas abandonné ; <i>avec</i> μὴ [[οὐ]] et l'inf. négliger de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire défaut à, venir à manquer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λείπω]].
|btext=<i>f.</i> προλείψω, <i>ao.2</i> προέλιπον, <i>pf.</i> προλέλοιπα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> laisser derrière soi ; laisser, abandonner, acc. ; <i>avec un suj. de chose</i> : [[οὐδέ]] [[σε]] [[μῆτις]] προλέλοιπεν OD la prudence ne t’a pas abandonné ; <i>avec</i> μὴ [[οὐ]] et l'inf. négliger de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire défaut à, venir à manquer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λείπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προλείπω''': μέλλ.: -ψω, προχωρῶ καὶ ἀφίνω, ἀφίνω [[ὀπίσω]], [[ἐγκαταλείπω]], νεκρὸν Ἰλ. Ρ. 275· κτήματα... ἄνδρας τε Ὀδ. Γ. 314· τῷ σε οὐ [[δύναμαι]] πρ. δύστηνον ἐόντα Ν. 331· φεύγει πηούς τε προλιπὼν καὶ πατρίδα γαῖαν Ψ. 120· μῆτίς σε προλέλοιπε, ἡ [[φρόνησις]] σὲ ἔχει ἐγκαταλίπει, Β. 279· φιλίην πρ. Θέογν. 1102· οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν [[Σιμωνίδης]] παρ’ Ἡροδ. 7. 227· πατέρα... ἐν λυγρῷ γήρᾳ Σοφ. Αἴ. 507· χώραν [[προλείπω]], [[ἐγκαταλείπω]] τὴν θέσιν μου, Θουκ. 2. 87· τὸ τῶν ξυμμάχων κοινὸν ὁ αὐτ. 1. 74· ― [[ἁπλῶς]] [[καταλείπω]], ἀφίνω, [[Ἀρκτοῦρος]] πρ. ῥόον Ὠκεανοῖο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 564· [[ἄντρον]], ἕδραν, θῶκον, κτλ., Πινδ. Π. 9. 50, Τραγ.· ψυχὴ πρ. τινὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1558. 2) [[παραλείπω]] νὰ πράξω τι, Θέογν. 351, οὕτω, πρ. μὴ οὐ ποιεῖν Σοφ. Ἠλ. 132. 3) σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐκλείπω]], ἀφίνω τι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 917· [[ὅταν]] αὐτὰ τὸ [[ἄνθος]] προλίπῃ Πλάτ. Πολ. 601Β· μετὰ γεν., ἐφημερίων πρ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 321. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., [[λείπω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀτρείδαις οὐ προλείπει [[φόνος]] Εὐρ. Ὀρ. 817· εἴ τῳ προλείποι ἡ [[ῥώμη]] Θουκ. 7. 75· ἐπὶ προσώπων, λιποψυχῶ, λιποθυμῶ, Εὐρ. Ἑκ. 438.
|elnltext=προ-λείπω, aor. προύλειψα, maar meestal προύλιπον met acc. achterlaten, in de steek laten:; σε... προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα jou in je ellende achterlaten Od. 13.331; μόνην δὲ μὴ πρόλειπε laat mij niet alleen achter Aeschl. Suppl. 748; χώραν μὴ προλείποντες ᾗ ἄν τις προσταχθῇ zonder de plaats in de steek te laten waar jullie zijn opgesteld Thuc. 2.87.8; verlaten:; Ἀρκτοῦρος π.... ῥόον Ὠκεανοῖο Arcturus die de stroom van Oceanus verlaat Hes. Op. 566; van zaken. οὐδέ σε μῆτις Ὀδυσσῆος προλέλοιπεν de listigheid van Odysseus heeft jou niet in de steek gelaten Od. 2.279; ψυχή... ἐκεῖνον προὔλιπε zijn geest verliet hem Aristoph. Av. 1558; ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνθος προλίπῃ wanneer de jeugdige frisheid hen verlaten heeft Plat. Resp. 601b. intrans. te kort schieten:. εἴ τῳ δὲ προλίποι ἡ ῥώμη als iemand de kracht ontbrak Thuc. 7.75.4; προλείπω, λύεται δέ μου μέλη ik kan niet meer, mijn ledematen begeven het Eur. Hec. 438.
}}
{{elru
|elrutext='''προλείπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[оставлять]], [[покидать]] (κτήματά τε ἄνδρας τ᾽ ἐν δόμοισιν Hom.; τὴν πόλιν ἐν [[μυρίῳ]] πένθει Plut.): μὴ τὸ ξυμμάχων κοινὸν [[προλιπεῖν]] Thuc. не изменить общему делу союзников;<br /><b class="num">2)</b> [[прекращаться]], [[оканчиваться]]: Ἀτρείδαις οὐ προλείπει [[φόνος]] Eur. не прекращаются убийства в доме Атридов; εἴ τῳ προλίποι ἡ [[ῥώμη]] καὶ τὸ [[σῶμα]] Thuc. если у кого-л. истощились физические силы;<br /><b class="num">3)</b> [[слабеть]] ([[προλείπω]], λύεται δέ μου [[μέλη]] Eur.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''προλείπω:''' μέλ. -ψω, παρακ. -[[λέλοιπα]], αόρ. βʹ <i>προὔλῐπον</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προχωρώ]] και [[αφήνω]], [[βαδίζω]] [[εμπρός]] και [[φεύγω]], [[αφήνω]] [[πίσω]], [[εγκαταλείπω]], παρατάω, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>μῆτίς σε προλέλοιπε</i>, η [[φρόνηση]] σε έχει εγκαταλείψει, σε Ομήρ. Οδ.· <i>χώρανπρολείπω</i>, [[εγκαταλείπω]] τη [[χώρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[παραλείπω]] να κάνω [[κάτι]], σε Θέογν., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[εγκαταλείπω]], [[αφήνω]] κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[σταματώ]] ή [[αφήνω]] εκ των προτέρων, [[παραλείπω]], Ἀτρείδαις οὐ προλείπει [[φόνος]], σε Ευρ.· εἴ τῳ προλείποι ἡ [[ῥώμη]], σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, [[λιποθυμώ]], [[λιποψυχώ]], αποδυναμώνομαι λόγω λιποθυμίας, [[εξασθενίζω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''προλείπω:''' μέλ. -ψω, παρακ. -[[λέλοιπα]], αόρ. βʹ <i>προὔλῐπον</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προχωρώ]] και [[αφήνω]], [[βαδίζω]] [[εμπρός]] και [[φεύγω]], [[αφήνω]] [[πίσω]], [[εγκαταλείπω]], παρατάω, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>μῆτίς σε προλέλοιπε</i>, η [[φρόνηση]] σε έχει εγκαταλείψει, σε Ομήρ. Οδ.· <i>χώρανπρολείπω</i>, [[εγκαταλείπω]] τη [[χώρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[παραλείπω]] να κάνω [[κάτι]], σε Θέογν., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[εγκαταλείπω]], [[αφήνω]] κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[σταματώ]] ή [[αφήνω]] εκ των προτέρων, [[παραλείπω]], Ἀτρείδαις οὐ προλείπει [[φόνος]], σε Ευρ.· εἴ τῳ προλείποι ἡ [[ῥώμη]], σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, [[λιποθυμώ]], [[λιποψυχώ]], αποδυναμώνομαι λόγω λιποθυμίας, [[εξασθενίζω]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προλείπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[оставлять]], [[покидать]] (κτήματά τε ἄνδρας τ᾽ ἐν δόμοισιν Hom.; τὴν πόλιν ἐν [[μυρίῳ]] πένθει Plut.): μὴ τὸ ξυμμάχων κοινὸν [[προλιπεῖν]] Thuc. не изменить общему делу союзников;<br /><b class="num">2)</b> [[прекращаться]], [[оканчиваться]]: Ἀτρείδαις οὐ προλείπει [[φόνος]] Eur. не прекращаются убийства в доме Атридов; εἴ τῳ προλίποι ἡ [[ῥώμη]] καὶ τὸ [[σῶμα]] Thuc. если у кого-л. истощились физические силы;<br /><b class="num">3)</b> [[слабеть]] ([[προλείπω]], λύεται δέ μου [[μέλη]] Eur.).
|lstext='''προλείπω''': μέλλ.: -ψω, προχωρῶ καὶ ἀφίνω, ἀφίνω [[ὀπίσω]], [[ἐγκαταλείπω]], νεκρὸν Ἰλ. Ρ. 275· κτήματα... ἄνδρας τε Ὀδ. Γ. 314· τῷ σε οὐ [[δύναμαι]] πρ. δύστηνον ἐόντα Ν. 331· φεύγει πηούς τε προλιπὼν καὶ πατρίδα γαῖαν Ψ. 120· μῆτίς σε προλέλοιπε, ἡ [[φρόνησις]] σὲ ἔχει ἐγκαταλίπει, Β. 279· φιλίην πρ. Θέογν. 1102· οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν [[Σιμωνίδης]] παρ’ Ἡροδ. 7. 227· πατέρα... ἐν λυγρῷ γήρᾳ Σοφ. Αἴ. 507· χώραν [[προλείπω]], [[ἐγκαταλείπω]] τὴν θέσιν μου, Θουκ. 2. 87· τὸ τῶν ξυμμάχων κοινὸν ὁ αὐτ. 1. 74· ― [[ἁπλῶς]] [[καταλείπω]], ἀφίνω, [[Ἀρκτοῦρος]] πρ. ῥόον Ὠκεανοῖο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 564· [[ἄντρον]], ἕδραν, θῶκον, κτλ., Πινδ. Π. 9. 50, Τραγ.· ψυχὴ πρ. τινὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1558. 2) [[παραλείπω]] νὰ πράξω τι, Θέογν. 351, οὕτω, πρ. μὴ οὐ ποιεῖν Σοφ. Ἠλ. 132. 3) σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐκλείπω]], ἀφίνω τι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 917· [[ὅταν]] αὐτὰ τὸ [[ἄνθος]] προλίπῃ Πλάτ. Πολ. 601Β· μετὰ γεν., ἐφημερίων πρ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 321. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., [[λείπω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀτρείδαις οὐ προλείπει [[φόνος]] Εὐρ. Ὀρ. 817· εἴ τῳ προλείποι [[ῥώμη]] Θουκ. 7. 75· ἐπὶ προσώπων, λιποψυχῶ, λιποθυμῶ, Εὐρ. Ἑκ. 438.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-λείπω, aor. προύλειψα, maar meestal προύλιπον met acc. achterlaten, in de steek laten:; σε... προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα jou in je ellende achterlaten Od. 13.331; μόνην δὲ μὴ πρόλειπε laat mij niet alleen achter Aeschl. Suppl. 748; χώραν μὴ προλείποντες ᾗ ἄν τις προσταχθῇ zonder de plaats in de steek te laten waar jullie zijn opgesteld Thuc. 2.87.8; verlaten:; Ἀρκτοῦρος π.... ῥόον Ὠκεανοῖο Arcturus die de stroom van Oceanus verlaat Hes. Op. 566; van zaken. οὐδέ σε μῆτις Ὀδυσσῆος προλέλοιπεν de listigheid van Odysseus heeft jou niet in de steek gelaten Od. 2.279; ψυχή... ἐκεῖνον προὔλιπε zijn geest verliet hem Aristoph. Av. 1558; ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνθος προλίπῃ wanneer de jeugdige frisheid hen verlaten heeft Plat. Resp. 601b. intrans. te kort schieten:. εἴ τῳ δὲ προλίποι ῥώμη als iemand de kracht ontbrak Thuc. 7.75.4; προλείπω, λύεται δέ μου μέλη ik kan niet meer, mijn ledematen begeven het Eur. Hec. 438.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj