Anonymous

πρόσχωσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> atterrissement;<br /><b>2</b> chaussée, terrasse.<br />'''Étymologie:''' [[προσχώννυμι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> atterrissement;<br /><b>2</b> chaussée, terrasse.<br />'''Étymologie:''' [[προσχώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόσχωσις''': , = [[πρόσχωμα]], αἵ τε νῆσοι πυκναί, καὶ ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως τῷ μὴ σκεδάννυσθαι ξύνδεσμοι γίγνονται Θουκ. 2. 102· πᾶσα ([[Αἴγυπτος]])... πρ. οὖσα τοῦ Νείλου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 8, πρβλ. 10 καὶ 23. ΙΙ. σωρὸς χώματος ὃν ἐγείρει τις [[ἐναντίον]] τόπου τινός, Θουκ. 2. 77.
|elnltext=πρόσ-χωσις -εως, ἡ [προσ-χόω] aanslibbing, aanslibsel:; αἱ... νῆσοι... ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως ξύνδεσμοι γίγνονται de eilanden vormen verbindingen van het aanslibsel met elkaar (d.w.z. raken met elkaar verbonden door het aanslibsel) Thuc. 2.102.4; aarden wal. Thuc. 2.77.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσχωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> нанос(ы) Thuc., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[насыпь]], [[вал]] Thuc.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσχωσις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[πρόσχωμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάχωμα]], [[σωρός]] που σηκώνει [[κάποιος]], που υψώνεται [[εναντίον]], στον ίδ.
|lsmtext='''πρόσχωσις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[πρόσχωμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάχωμα]], [[σωρός]] που σηκώνει [[κάποιος]], που υψώνεται [[εναντίον]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσχωσις:''' εως <br /><b class="num">1)</b> нанос(ы) Thuc., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[насыпь]], [[вал]] Thuc.
|lstext='''πρόσχωσις''': ἡ, = [[πρόσχωμα]], αἵ τε νῆσοι πυκναί, καὶ ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως τῷ μὴ σκεδάννυσθαι ξύνδεσμοι γίγνονται Θουκ. 2. 102· πᾶσα ([[Αἴγυπτος]])... πρ. οὖσα τοῦ Νείλου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 8, πρβλ. 10 καὶ 23. ΙΙ. σωρὸς χώματος ὃν ἐγείρει τις [[ἐναντίον]] τόπου τινός, Θουκ. 2. 77.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσ-χωσις -εως, ἡ [προσ-χόω] aanslibbing, aanslibsel:; αἱ... νῆσοι... ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως ξύνδεσμοι γίγνονται de eilanden vormen verbindingen van het aanslibsel met elkaar (d.w.z. raken met elkaar verbonden door het aanslibsel) Thuc. 2.102.4; aarden wal. Thuc. 2.77.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj