πρόσχωσις
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
προσχώσεως, ἡ, =
A πρόσχωμα Ι, αἱ νῆσοι.. τῆς π. σύνδεσμοι γίγνονται Th.2.102; πᾶσα [Αἴγυπτος].. π. οὖσα τοῦ Νείλου Arist.Mete.351b30, cf. 352a4, 353a2, Str.1.2.30, BGU656.7 (ii A.D.).
2 process of silting up, Str.1.2.29: pl., Id.7.3.6.
II mound raised against a place, Th.2.77.
2 ramp of earth, π. [τῷ βωμῷ] κατὰ πρανοῦς γενομένης J.AJ4.8.5, cf. PRein.52b.26 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp. ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
προσχώσεως (ἡ) :
1 atterrissement;
2 chaussée, terrasse.
Étymologie: προσχώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσ-χωσις προσχώσεως, ἡ [προσ-χόω] aanslibbing, aanslibsel:; αἱ... νῆσοι... ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως ξύνδεσμοι γίγνονται de eilanden vormen verbindingen van het aanslibsel met elkaar (d.w.z. raken met elkaar verbonden door het aanslibsel) Thuc. 2.102.4; aarden wal. Thuc. 2.77.3.
Russian (Dvoretsky)
πρόσχωσις: προσχώσεως ἡ
1 нанос, наносы Thuc., Arst.;
2 насыпь, вал Thuc.
Greek Monolingual
η / πρόσχωσις, προσχώσεως, Ν Μ Α προσχώννυμι
επισώρευση ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην παραλία θάλασσας η οποία συντελεί στην επαύξηση της χέρσου («πᾶσα (Αἴγυπτος)... πρόσχωσις οὖσα τοῦ Νείλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
γεωλ.
1. απόθεση γαιωδών υλικών η οποία γίνεται από τα ρέοντα ύδατα, τους παγετώνες και τον άνεμο
2. (νομ.) το σύνολο τών φερτών υλών που επί μεγάλο χρονικό διάστημα εναποθέτει ανεπαίσθητα ένας ποταμός και που, ως έδαφος, ανήκουν στον κύριο του παρόχθιου κτήματος
αρχ.
1. η ύψωση της στάθμης τών υδάτων της θάλασσας και η έξοδός τους στην ξηρά όπου αποθέτουν ιλύ («τοιοῦτον δ' ἔστι καὶ ἡ τοῦ Νείλου ἀνάβασις καὶ ἡ πρόσχωσις τοῦ πελάγους», Στράβ.)
2. ανάχωμα που εγείρεται για να χρησιμοποιηθεί εναντίον κάποιου τόπου («φοροῦν
τες δε ὕλης φακέλους παρέβαλον ἀπὸ τοῦ χώματος ἐς τὸ μεταξὺ... τοῦ... τείχους καὶ τῆς προσχώσεως», Θουκ.)
3. επισώρευση χώματος.
Greek Monotonic
πρόσχωσις: ἡ,
I. = πρόσχωμα, σε Θουκ.
II. ανάχωμα, σωρός που σηκώνει κάποιος, που υψώνεται εναντίον, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχωσις: ἡ, = πρόσχωμα, αἵ τε νῆσοι πυκναί, καὶ ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως τῷ μὴ σκεδάννυσθαι ξύνδεσμοι γίγνονται Θουκ. 2. 102· πᾶσα (Αἴγυπτος)... πρ. οὖσα τοῦ Νείλου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 8, πρβλ. 10 καὶ 23. ΙΙ. σωρὸς χώματος ὃν ἐγείρει τις ἐναντίον τόπου τινός, Θουκ. 2. 77.
Middle Liddell
πρόσχωσις, εως,
I. = πρόσχωμα, Thuc.
II. a bank or mound raised against a place, Thuc.
English (Woodhouse)
mound, bank of earth, deposit brought down by a river
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό προσχώννυμι → πρός + χώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
agger, earthwork, rampart, 2.77.3,
limus aggestus, alluvio, heaped up mud, alluvial deposit, 2.102.4, 2.102.6.