Anonymous

πώποτε: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />quelquefois, une fois par hasard ; [[οὐ]] [[πώποτε]], μὴ [[πώποτε]] ATT, [[οὐδεπώποτε]], [[μηδεπώποτε]] ATT jamais ; [[ἤδη]] πώποτέ [[του]] ἤκουσας ; PLAT as-tu jamais entendu qqn ? εἴ [[τις]] [[πώποτε]] XÉN si jamais qqn ; [[οἱ]] [[πώποτε]] γενόμενοι ISOCR ceux qui ont jamais existé.<br />'''Étymologie:''' [[πώ]], [[ποτέ]].
|btext=<i>adv.</i><br />quelquefois, une fois par hasard ; [[οὐ]] [[πώποτε]], μὴ [[πώποτε]] ATT, [[οὐδεπώποτε]], [[μηδεπώποτε]] ATT jamais ; [[ἤδη]] πώποτέ [[του]] ἤκουσας ; PLAT as-tu jamais entendu qqn ? εἴ [[τις]] [[πώποτε]] XÉN si jamais qqn ; [[οἱ]] [[πώποτε]] γενόμενοι ISOCR ceux qui ont jamais existé.<br />'''Étymologie:''' [[πώ]], [[ποτέ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πώποτε''': (πω, ποτὲ) ἤδη ποτέ, ποτὲ ἕως τώρα, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀεὶ μετ’ ἀρνήσεως, ἡ δὲ [[χρῆσις]] αὕτη ἐπεκράτησε καὶ [[μετέπειτα]]· ἴδε οὐ [[πώποτε]], μὴ [[πώποτε]], [[οὐδεπώποτε]], [[μηδεπώποτε]]. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] [[ἄνευ]] ἀρνήσεως. 1) μετ’ ἐρωτήσεων αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν (πρβλ. πω ΙΙ), ποῦ γὰρ πώποτ’ [[ἄνευ]] νεφελῶν ὕοντ’ ἤδη τεθέασαι; Ἀριστοφ. Νεφ. 370· ἤδη πώποτέ που ἤκουσας; Πλάτ. Πολ. 493D ― ἡ [[χρῆσις]] τοῦ πω, [[πώποτε]] μετὰ μέλλοντος [[εἶναι]] ἐμφανῶς [[πλημμελής]], ἂν καὶ ἐγένετο συχνοτάτη παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 458· [[ὅπου]] δὲ εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις, [[δέον]] νὰ ἀποδοθῇ εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς, οἵτινες εἰσῆγον εἰς τὰ παλαιὰ κείμενα τὰς φρασιολογίας τῶν χρόνων ἐν οἷς ἔζων αὐτοί· [[ὥστε]] ὁ Δινδ. δικαίως μετέβαλε τὸ τίς γὰρ ἁλώσεται [[πώποτε]]; εἰς τὸ ἔτι ποτέ; ἐν Δημ. 1115. 11· καὶ τὸ οὐδέν πω ἐνδώσουσι παρὰ Θουκ. 2. 12, πιθανῶς ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] οὐδὲν ἔτι. 2) μετὰ προτάσεως ὑποθετικῆς [[ὡσαύτως]] ἄρνησιν ὑπονοούσης, [[εἴπου]] ξένον τις ἠδίκηκε [[πώποτε]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 147, πρβλ. Σφ. 556, Ἀχ. 405, Πλάτ. Θεαίτ. 196Α, Ξεν. κλπ. 3) μετὰ τὰ ἀναφο- οὕς φαμεν πώποτέ τι. πρᾶξαι Πλάτ. Πολ. 352C· [[ἄλλος]] [[ὅστις]] πώποτέ τι γέγραφεν ἢ γράψει ([[ἔνθα]] [[νοητέον]] τὸ ἔτι ἐκ τοῦ μέλλοντος) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 258D· ὅσοι ἐμοῦ [[πώποτε]] ἀκηκόατε διαλεγομένου ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 19D, πρβλ. Δημ. 19. 13., 54. 19, κ. ἀλλ. 4) μετὰ τοῦ ἄρθρου καὶ μετοχῆς, οἱ π. γενόμενοι Ἰσοκρ. 215Ε, πρβλ. 353Β, Πλάτ. Φαῖδων 116C, κτλ.· - ἡ μετοχὴ δύναται καὶ νὰ παραλειφθῇ, οἱ π. προδόται Λυκοῦργ. 167. 4· πῶς οὖν οὐκ [[εἰκός]], ἐὰν ὑμεῖς αὖ προστῆτε τῶν οὕτω φανερῶς ἀδικουμένων, νῦν ὑμᾶς πολὺ ἤδη μεγίστους τῶν [[πώποτε]] γενέσθε; Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 14.
|elnltext=πώποτε of πώ ποτε, Dor. πώποκα, adv., na ontk. nooit; in het verleden; οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδέ γ’ ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν want nog nooit heeft een liefdesverlangen mij zo bevangen Il. 3.442; in de toekomst. οὐ μὴ διψήσει πώποτε hij zal zeker nooit dorst hebben NT Io. 6.35. post- Hom. zonder ontk. ooit; in vraagzinnen met neg. strekking; ἤδη πώποτέ του ἤκουσας αὐτῶν λόγον διδόντος οὐ καταγέλαστον; heb je ooit één van hen een argument horen geven dat niet belachelijk was? Plat. Resp. 493d; in cond. bijzinnen; εἴ που ξένον τις ἠδίκησε πώποτε als iemand ooit een vreemdeling onrecht heeft gedaan Aristoph. Ran. 147; in rel. bijzinnen; ὧν δὴ πώποτε ἐνέτυχον... οὐδένα niemand van wie ik ooit heb ontmoet Plat. Tht. 144a; bij subst. ptc..; τῶν πώποτε γενομένων διενεγκεῖν verschillen van iedereen die ooit bestaan heeft Isocr. 10.38; subst.. μεγίστους τῶν πώποτε de machtigsten van allen die ooit bestaan hebben Xen. Hell. 3.5.14.
}}
{{elru
|elrutext='''πώποτε:''' дор. [[πώποκα]] adv.<br /><b class="num">1)</b> (для усиления отрицания), [[когда бы то ни было]], [[решительно]], (никогда): οὐ π. μοι τὸ [[κρήγυον]] εἶπες Hom. ты решительно никогда еще не сказал мне ничего приятного;<br /><b class="num">2)</b> (в вопросит., условн. и относит. предложениях) когда-либо: εἴ τις π. Xen. если кто-л. когда-л.; οἱ π. γενόμενοι Isocr. те, которые когда-л. существовали.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πώποτε:''' (πω, [[ποτέ]]), ήδη [[ποτέ]], [[ποτέ]] ως [[τώρα]], [[κυρίως]] με [[άρνηση]], [[οὐπώποτε]], μὴ [[πώποτε]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''πώποτε:''' (πω, [[ποτέ]]), ήδη [[ποτέ]], [[ποτέ]] ως [[τώρα]], [[κυρίως]] με [[άρνηση]], [[οὐπώποτε]], μὴ [[πώποτε]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πώποτε:''' дор. [[πώποκα]] adv.<br /><b class="num">1)</b> (для усиления отрицания), [[когда бы то ни было]], [[решительно]], (никогда): οὐ π. μοι τὸ [[κρήγυον]] εἶπες Hom. ты решительно никогда еще не сказал мне ничего приятного;<br /><b class="num">2)</b> (в вопросит., условн. и относит. предложениях) когда-либо: εἴ τις π. Xen. если кто-л. когда-л.; οἱ π. γενόμενοι Isocr. те, которые когда-л. существовали.
|lstext='''πώποτε''': (πω, ποτὲ) ἤδη ποτέ, ποτὲ ἕως τώρα, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀεὶ μετ’ ἀρνήσεως, ἡ δὲ [[χρῆσις]] αὕτη ἐπεκράτησε καὶ [[μετέπειτα]]· ἴδε οὐ [[πώποτε]], μὴ [[πώποτε]], [[οὐδεπώποτε]], [[μηδεπώποτε]]. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] [[ἄνευ]] ἀρνήσεως. 1) μετ’ ἐρωτήσεων αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν (πρβλ. πω ΙΙ), ποῦ γὰρ πώποτ’ [[ἄνευ]] νεφελῶν ὕοντ’ ἤδη τεθέασαι; Ἀριστοφ. Νεφ. 370· ἤδη πώποτέ που ἤκουσας; Πλάτ. Πολ. 493D ― ἡ [[χρῆσις]] τοῦ πω, [[πώποτε]] μετὰ μέλλοντος [[εἶναι]] ἐμφανῶς [[πλημμελής]], ἂν καὶ ἐγένετο συχνοτάτη παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 458· [[ὅπου]] δὲ εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις, [[δέον]] νὰ ἀποδοθῇ εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς, οἵτινες εἰσῆγον εἰς τὰ παλαιὰ κείμενα τὰς φρασιολογίας τῶν χρόνων ἐν οἷς ἔζων αὐτοί· [[ὥστε]] ὁ Δινδ. δικαίως μετέβαλε τὸ τίς γὰρ ἁλώσεται [[πώποτε]]; εἰς τὸ ἔτι ποτέ; ἐν Δημ. 1115. 11· καὶ τὸ οὐδέν πω ἐνδώσουσι παρὰ Θουκ. 2. 12, πιθανῶς ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] οὐδὲν ἔτι. 2) μετὰ προτάσεως ὑποθετικῆς [[ὡσαύτως]] ἄρνησιν ὑπονοούσης, [[εἴπου]] ξένον τις ἠδίκηκε [[πώποτε]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 147, πρβλ. Σφ. 556, Ἀχ. 405, Πλάτ. Θεαίτ. 196Α, Ξεν. κλπ. 3) μετὰ τὰ ἀναφο- οὕς φαμεν πώποτέ τι. πρᾶξαι Πλάτ. Πολ. 352C· [[ἄλλος]] [[ὅστις]] πώποτέ τι γέγραφεν ἢ γράψει ([[ἔνθα]] [[νοητέον]] τὸ ἔτι ἐκ τοῦ μέλλοντος) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 258D· ὅσοι ἐμοῦ [[πώποτε]] ἀκηκόατε διαλεγομένου ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 19D, πρβλ. Δημ. 19. 13., 54. 19, κ. ἀλλ. 4) μετὰ τοῦ ἄρθρου καὶ μετοχῆς, οἱ π. γενόμενοι Ἰσοκρ. 215Ε, πρβλ. 353Β, Πλάτ. Φαῖδων 116C, κτλ.· - ἡ μετοχὴ δύναται καὶ νὰ παραλειφθῇ, οἱ π. προδόται Λυκοῦργ. 167. 4· πῶς οὖν οὐκ [[εἰκός]], ἐὰν ὑμεῖς αὖ προστῆτε τῶν οὕτω φανερῶς ἀδικουμένων, νῦν ὑμᾶς πολὺ ἤδη μεγίστους τῶν [[πώποτε]] γενέσθε; Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 14.
}}
{{elnl
|elnltext=πώποτε of πώ ποτε, Dor. πώποκα, adv., na ontk. nooit; in het verleden; οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδέ γ’ ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν want nog nooit heeft een liefdesverlangen mij zo bevangen Il. 3.442; in de toekomst. οὐ μὴ διψήσει πώποτε hij zal zeker nooit dorst hebben NT Io. 6.35. post- Hom. zonder ontk. ooit; in vraagzinnen met neg. strekking; ἤδη πώποτέ του ἤκουσας αὐτῶν λόγον διδόντος οὐ καταγέλαστον; heb je ooit één van hen een argument horen geven dat niet belachelijk was? Plat. Resp. 493d; in cond. bijzinnen; εἴ που ξένον τις ἠδίκησε πώποτε als iemand ooit een vreemdeling onrecht heeft gedaan Aristoph. Ran. 147; in rel. bijzinnen; ὧν δὴ πώποτε ἐνέτυχον... οὐδένα niemand van wie ik ooit heb ontmoet Plat. Tht. 144a; bij subst. ptc..; τῶν πώποτε γενομένων διενεγκεῖν verschillen van iedereen die ooit bestaan heeft Isocr. 10.38; subst.. μεγίστους τῶν πώποτε de machtigsten van allen die ooit bestaan hebben Xen. Hell. 3.5.14.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj