Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτύον: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τὸ) ; <i>gén.-dat. épq.</i> πτυόφιν;<br />pelle à vanner ; van.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. hypoth. cf. <i>lat.</i> purus, la pelle à vanner servant aussi à nettoyer le grain.
|btext=ου (τὸ) ; <i>gén.-dat. épq.</i> πτυόφιν;<br />pelle à vanner ; van.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. hypoth. cf. <i>lat.</i> purus, la pelle à vanner servant aussi à nettoyer le grain.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πτύον''': τό, ([[πτύω]]) [[πτυάριον]] χρήσιμον εἰς λίκμησιν, Λατ. vannus δι’ οὗ ὁ [[σῖτος]] κατὰ τὸ ἁλώνισμα λικμίζεται, Ἰλ. Ν. 588 (ἐν τῇ ποιητ. γεν. πτυόφιν), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 208, Σοφ. Ἀποσπ. 930, Θεόκρ. 7. 156· πρβλ. [[λικμός]], [[λικμάω]]· - μνημονεύεται καὶ ὁ [[τύπος]] [[πτέον]] ὡς [[Ἀττικός]], Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 948. 19, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 321. - Ἐκ τοῦ [[πτύον]] ἐγένετο τὸ δίπτυον, «δίπτυον· Κύπριοι [[μέτρον]], οἱ δὲ τὸ [[ἡμιμέδιμνον]]» Ἡσύχ. ἐν λ. δίπτυον.
|elnltext=πτύον -ου, τό, ep. gen. πτυόφιν, wan.
}}
{{elru
|elrutext='''πτύον:''' τό [[веяльная лопата]], [[веялка]] Hom., Aesch., Soph., Theocr., NT.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πτύον:''' τό ([[πτύω]]), [[φτυάρι]] που χρησιμεύει για [[λίχνισμα]], Λατ. [[vannus]], με το οποίο το [[σιτάρι]] [[μετά]] το [[θέρισμα]] πεταγόταν αντίθετα προς τον άνεμο και καθάριζε από τα άχυρα, σε Ομήρ. Ιλ. (σε ποιητ. γεν. <i>πτυόφιν</i>), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πτύον:''' τό ([[πτύω]]), [[φτυάρι]] που χρησιμεύει για [[λίχνισμα]], Λατ. [[vannus]], με το οποίο το [[σιτάρι]] [[μετά]] το [[θέρισμα]] πεταγόταν αντίθετα προς τον άνεμο και καθάριζε από τα άχυρα, σε Ομήρ. Ιλ. (σε ποιητ. γεν. <i>πτυόφιν</i>), σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτύον:''' τό [[веяльная лопата]], [[веялка]] Hom., Aesch., Soph., Theocr., NT.
|lstext='''πτύον''': τό, ([[πτύω]]) [[πτυάριον]] χρήσιμον εἰς λίκμησιν, Λατ. vannus δι’ οὗ ὁ [[σῖτος]] κατὰ τὸ ἁλώνισμα λικμίζεται, Ἰλ. Ν. 588 (ἐν τῇ ποιητ. γεν. πτυόφιν), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 208, Σοφ. Ἀποσπ. 930, Θεόκρ. 7. 156· πρβλ. [[λικμός]], [[λικμάω]]· - μνημονεύεται καὶ ὁ [[τύπος]] [[πτέον]] ὡς [[Ἀττικός]], Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 948. 19, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 321. - Ἐκ τοῦ [[πτύον]] ἐγένετο τὸ δίπτυον, «δίπτυον· Κύπριοι [[μέτρον]], οἱ δὲ τὸ [[ἡμιμέδιμνον]]» Ἡσύχ. ἐν λ. δίπτυον.
}}
{{elnl
|elnltext=πτύον -ου, τό, ep. gen. πτυόφιν, wan.
}}
}}
{{etym
{{etym