3,270,718
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> clair, manifeste, évident : τὸ σαφές THC ce qui apparaît clairement, l'évidence <i>ou</i> la clarté, la précision ; σαφές (ἔστι) [[ὅτι]], [[ὡς]] XÉN il est clair, évident que;<br /><b>2</b> véritable, sûr, en qui on peut avoir confiance : [[φίλος]] XÉN ami sûr ; σαφῆ λέγειν PLAT dire des choses sûres ; τὰ σαφέστατα THC les traditions les plus certaines;<br /><i>Cp.</i> σαφέστερος, <i>Sp.</i> σαφέστατος.<br />'''Étymologie:''' R. Σαπ, avoir du goût, de la saveur, apparenté à [[σοφός]] ; cf. <i>lat.</i> sapere, sapor, sapiens. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> clair, manifeste, évident : τὸ σαφές THC ce qui apparaît clairement, l'évidence <i>ou</i> la clarté, la précision ; σαφές (ἔστι) [[ὅτι]], [[ὡς]] XÉN il est clair, évident que;<br /><b>2</b> véritable, sûr, en qui on peut avoir confiance : [[φίλος]] XÉN ami sûr ; σαφῆ λέγειν PLAT dire des choses sûres ; τὰ σαφέστατα THC les traditions les plus certaines;<br /><i>Cp.</i> σαφέστερος, <i>Sp.</i> σαφέστατος.<br />'''Étymologie:''' R. Σαπ, avoir du goût, de la saveur, apparenté à [[σοφός]] ; cf. <i>lat.</i> sapere, sapor, sapiens. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σᾰφής -ές duidelijk, duidelijk onderscheiden:; φθέγματ’ ὀρνίθων σαφῆ heldere klanken van vogels Soph. El. 18; κτύπος σαφὴς αὐτῶν een duidelijk van hen afkomstig dreunend geluid Soph. OC 1501; λέξεως... ἀρέτη σαφῆ εἶναι het is een kwaliteit van taalgebruik om duidelijk te zijn Aristot. Poët. 1458a18; adv.. σαφῶς διαλέγεσθαι op gearticuleerde wijze praten Plat. Grg. 485b. duidelijk, zeker, betrouwbaar:; σαφὴς ἔτυμος ἄγγελος een echt betrouwbare bode Aeschl. Sept. 82; σαφεστάτη πίστις de beste waarborg voor vertrouwen Thuc. 1.35.5; subst. τὸ σαφές de waarheid:; τῶν γενομένων τὸ σαφές de precieze toedracht van de gebeurtenissen Thuc. 1.22.4; τὰ σαφέστατα de grootste betrouwbaarheid Thuc. 1.9.2; adv.. σαφῶς ἀπολωλέναι νομίσαντες in de vaste overtuiging dat het met ons gedaan was Xen. Cyr. 3.2.15. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σᾰφής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ясный]], [[четкий]], [[понятный]] ([[λόγος]] Aesch.; [[χρησμός]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[ясно слышный]], [[отчетливый]], [[внятный]] ([[κτύπος]], φθέγματα Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[проницательный]], [[острый]] ([[πρόνοια]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[явный]], [[очевидный]], [[достоверный]], [[доподлинный]] ([[τεκμήριον]] Eur.; [[σημεῖον]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> [[надежный]], [[истинный]], [[верный]] ([[ἄγγελος]] Aesch.; [[φίλος]] Eur.; [[μάντις]] Soph.). - см. тж. [[σαφές]]. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σᾰφής:''' σαφές, γεν. <i>σαφέος</i>, συνηρ. <i>σαφοῦς</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ξεκάθαρος]], [[απλός]], [[ευκρινής]], εκπεφρασμένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὸ σαφές</i>, η καθαρή [[αλήθεια]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για χρησμούς και προφήτες, όπως το [[certus]] [[Apollo]] του Βιργ., [[βέβαιος]], [[αναμφίβολος]], [[αναμφισβήτητος]], [[αλάνθαστος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>σᾰφῶς</i>, Ιων. <i>σαφέως</i>, [[σαφώς]], ξεκάθαρα, [[σαφῶς]] φράσαι, <i>δεικνύναι</i>, [[εἰδέναι]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[βεβαίως]], [[προφανώς]], ολοφάνερα, [[προδήλως]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἦν [[σαφῶς]], ήταν προφανές, στον ίδ.· συγκρ. <i>σαφέστερον</i>, υπερθ. <i>σαφέστατα</i>, στον ίδ. κ.λπ. | |lsmtext='''σᾰφής:''' σαφές, γεν. <i>σαφέος</i>, συνηρ. <i>σαφοῦς</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ξεκάθαρος]], [[απλός]], [[ευκρινής]], εκπεφρασμένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὸ σαφές</i>, η καθαρή [[αλήθεια]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για χρησμούς και προφήτες, όπως το [[certus]] [[Apollo]] του Βιργ., [[βέβαιος]], [[αναμφίβολος]], [[αναμφισβήτητος]], [[αλάνθαστος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>σᾰφῶς</i>, Ιων. <i>σαφέως</i>, [[σαφώς]], ξεκάθαρα, [[σαφῶς]] φράσαι, <i>δεικνύναι</i>, [[εἰδέναι]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[βεβαίως]], [[προφανώς]], ολοφάνερα, [[προδήλως]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἦν [[σαφῶς]], ήταν προφανές, στον ίδ.· συγκρ. <i>σαφέστερον</i>, υπερθ. <i>σαφέστατα</i>, στον ίδ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σᾰφής''': -ές, γεν. έος, συνῃρ. οῦς, [[σαφής]], διακεκριμένος, [[καθαρός]], [[πρόδηλος]], ἐπὶ πραγμάτων ἀκουομένων, νοουμένων ἢ γινωσκομένων, σαφὲς δ’ οὐκ [[οἶδα]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 208, (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. [[σάφα]], ὃ ἴδε)· [[μῦθος]] Αἰσχύλ. Πρ. 641· [[λόγος]] Ἀγ. 1047· χρησμὸς Ἀριστοφ. Λυσ. 777· [[κτύπος]] Σοφ. Ο. Κ. 1501· φθέγματ’ ὀρνίθων Ἠλ. 18· - ἀκολούθως, [[καθόλου]] ἐπὶ πραγμάτων, σ. ἀρετὰ Πινδ. Ι. 1. 30· [[τέκμαρ]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 978· [[τεκμήριον]] Εὐρ. Ἱππ. 926· [[πίστις]] Θουκ. 1. 35· [[βάσανος]] Πλάτ. Νόμ. 957D· σαφὲς τοῦτο παντὶ ὅτι.., [[εἶναι]] φανερὸν ὅτι…, ὁ αυτ. ἐν Φαίδρ. 239Ε· σ. τι ... λέξον Αἰσχύλ. Προμ. 705· σαφῆ δ’ ἀκούεις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκετ. 948· σαφῆ ἐκ στρατοῦ φέρων ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 40· σαφὲς καταστῆσαί τι, [[κάμνω]] τι σαφές, κατάδηλον, Θουκ. 1. 140, πρβλ. 3. 40· τὸ σαφές, ἡ φανερὰ [[ἀλήθεια]], ὁ αὐτ. 1. 22· σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σ. Εὐρ. Ὀρ. 397. 2) παρὰ Τραγικ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, σ. [[ἄγγελος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 82· φίλος Εὐρ. Ὀρ. 1155· μηνυταὶ Πλάτ. Νόμ. 917Ε· [[μάλιστα]] δὲ ἐπὶ μάντεων, προφητῶν, μαντείων, ὡς παρὰ τῷ Οὐεργιλίῳ certus Apollo, [[βέβαιος]], μὴ πλανώμενος, Σοφ. Ο. Τ. 390, 1011, Ο. Κ. 629· [[ἀκριβής]], γραμματεὺς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 370. ΙΙ. Ἐπίρρ. σᾰφῶς, Ἰων. -έως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 149, καὶ συχν. παρ’ Ἡροδ., [[μάλιστα]] (ὡς τὸ [[σάφα]]) μετὰ ῥημάτων λεκτικῶν, γνωστικῶν καὶ τῶν σημαινόντων τὸ ἀκούειν, καθαρῶς [[καλῶς]], [[διακεκριμένως]], [[σαφέως]] φράσαι, δηλοῦν, δεικνύναι, εἰδέναι, ἐπίστασθαι, Ἡροδ., Ἀττ.· μαθεῖν Πινδ. Π. 2. 27· ἀκούειν σ. Σοφ. Φιλ. 595· σ. ἤρετο Θουκ. 1. 118, κτλ.· - ἐπιτεταμ., εὖ γὰρ οἶδ’ ἐγὼ σ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1302. 2) φανερῶς, καθαρῶς, βεβαίως, προδήλως, ἀναμφιβόλως, σ. μ’ ἐς οἶκον σὸς [[λόγος]] στέλλει [[πάλιν]] Αἰσχύλ. Πρ. 387· ἦν σ., ἦτο κατάδηλον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1636· κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σ., Σοφ. Φιλ. 40· σ. φρόνει, ἔσο [[βέβαιος]] περὶ [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 810· σ. ἀπολωλέναι, εἶμαι ἀναμφιβόλως [[νεκρός]], Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15· πήγνυμαι σ. Ἀντιφάνης ἐν «Νεαν.» 1. 7· σ. Σιδηρώ, [[ὄντως]] οὕτω κεκλημένη, Σοφ. Ἀποσπ. 573· τῶν σ. ἀποχειροβιώτων Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37, πρβλ. Συμπ. 4, 32. 3) ἐν καταφατικαῖς ἀποκρίσεσι, βεβαίως, [[μάλιστα]], ναί, [[αὐτόθι]] 4, 60. - Συγκεκρ. -έστερον, Αἰσχύλ. Χο. 735, 767, συχν. παρὰ Πλάτωνι· σαφεστέρως Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 13· ὑπερθ. σαφέστατα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 38, Σοφ. Ο. Τ. 286, Ἀριστοφ. Πλ. 46, καὶ Πλάτ. (σαφὴς ἦν κατ’ ἀρχὰς ταὐτὸν τῷ [[σοφός]], ὡς γίνεται δῆλον ἐκ τοῦ Εὐρ. Ὀρ. 397 (ἴδε κατωτ.), ἂν καὶ ἐν παιδιᾷ τίθεται ὡς τὸ ἀντίθετον [[αὐτοῦ]] παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1434, ὁ μὲν σοφῶς γὰρ εἶπεν ὁ δ’ [[ἕτερος]] σαφῶς, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 397· - πιθανῶς ἡ [[ῥίζα]] [[δέον]] νὰ ἀναζητηθῇ ἐν τοῖς Λατιν. [[sapio]], [[sapor]], [[sapiens]], [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τῆς λέξεως θὰ ἦτο [[σαφής]], ὡρισμένη [[γεῦσις]]· πρβλ. [[ὀπός]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |