Anonymous

σεληνιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "<TOPIC:" to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 10: Line 10:
|Definition=Pass., <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be moonstruck]], i.e. [[epileptic]], Ev.Matt.4.24, 17.15, <span class="bibl">Vett.Val.113.10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> to [[be sublunar]], i.e. subject to change and decay, <b class="b3">-ομένης τῆς φύσεως</b> Zos.Alch.<span class="bibl">p.107</span> B., cf. <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(3).146.</span>
|Definition=Pass., <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be moonstruck]], i.e. [[epileptic]], Ev.Matt.4.24, 17.15, <span class="bibl">Vett.Val.113.10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> to [[be sublunar]], i.e. subject to change and decay, <b class="b3">-ομένης τῆς φύσεως</b> Zos.Alch.<span class="bibl">p.107</span> B., cf. <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(3).146.</span>
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σεληνιάζομαι''': ἀποθ., προσβάλλομαι ὑπὸ τῆς σελήνης, καταλαμβάνομαι ὑπὸ σεληνισμοῦ ἢ ἐπιληψίας, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄, 24, ιζ΄, 15, πρβλ. κ. Μάρκ. θ΄, 17, κ. Λουκ. θ΄, 39· ἴδε Ὠριγέν. 3. 575-577, κατὰ τὸν Καισάριον ἐν Ζητ. 50, [[ὅστις]] φανερῶς ταυτίζει σεληνιασμὸν καὶ ἐπιληψίαν.
|elnltext=σεληνιάζομαι [σελήνη] maanziek zijn, aan epilepsie lijden.
}}
{{elru
|elrutext='''σεληνιάζομαι:''' быть лунатиком, т. е. страдать припадками душевной болезни NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σεληνιάζομαι:''' αποθ., έχω προσβληθεί από τη νόσο του φεγγαριού, δηλ. είμαι [[επιληπτικός]], [[πάσχω]] από [[επιληψία]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''σεληνιάζομαι:''' αποθ., έχω προσβληθεί από τη νόσο του φεγγαριού, δηλ. είμαι [[επιληπτικός]], [[πάσχω]] από [[επιληψία]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σεληνιάζομαι:''' быть лунатиком, т. е. страдать припадками душевной болезни NT.
|lstext='''σεληνιάζομαι''': ἀποθ., προσβάλλομαι ὑπὸ τῆς σελήνης, καταλαμβάνομαι ὑπὸ σεληνισμοῦ ἢ ἐπιληψίας, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄, 24, ιζ΄, 15, πρβλ. κ. Μάρκ. θ΄, 17, κ. Λουκ. θ΄, 39· ἴδε Ὠριγέν. 3. 575-577, κατὰ τὸν Καισάριον ἐν Ζητ. 50, [[ὅστις]] φανερῶς ταυτίζει σεληνιασμὸν καὶ ἐπιληψίαν.
}}
{{elnl
|elnltext=σεληνιάζομαι [σελήνη] maanziek zijn, aan epilepsie lijden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj