σεληνιάζομαι

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνιάζομαι Medium diacritics: σεληνιάζομαι Low diacritics: σεληνιάζομαι Capitals: ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: selēniázomai Transliteration B: selēniazomai Transliteration C: seliniazomai Beta Code: selhnia/zomai

English (LSJ)

Pass.,
A to be moonstruck, i.e. epileptic, Ev.Matt.4.24, 17.15, Vett.Val.113.10.
2 to be sublunar, i.e. subject to change and decay, -ομένης τῆς φύσεως Zos.Alch.p.107 B., cf. Cat.Cod.Astr.8(3).146.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεληνιάζομαι [σελήνη] maanziek zijn, aan epilepsie lijden.

Russian (Dvoretsky)

σεληνιάζομαι: быть лунатиком, т. е. страдать припадками душевной болезни NT.

English (Strong)

middle voice or passive from a presumed derivative of σελήνη; to be moon-struck, i.e. crazy: be a lunatic.

English (Thayer)

(σελήνη); (literally, to be moon-struck (cf. lunatic); see Wetstein on BB. DD., under the word Lunatic>); to be epileptic (epilepsy being supposed to return and increase with the increase of the moon): Manetho carm. 4,81,217; (Lucian, others); ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ΝΑ, και σεληνάζω Α σελήνη
1. επηρεάζομαι ψυχολογικά από τις φάσεις της σελήνης
2. πάσχω από επιληψία
αρχ.
1. ζω κάτω από την σελήνη
2. (κατ' επέκτ.) μεταβάλλομαι, φθείρομαι.

Greek Monotonic

σεληνιάζομαι: αποθ., έχω προσβληθεί από τη νόσο του φεγγαριού, δηλ. είμαι επιληπτικός, πάσχω από επιληψία, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

σεληνιάζομαι: ἀποθ., προσβάλλομαι ὑπὸ τῆς σελήνης, καταλαμβάνομαι ὑπὸ σεληνισμοῦ ἢ ἐπιληψίας, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄, 24, ιζ΄, 15, πρβλ. κ. Μάρκ. θ΄, 17, κ. Λουκ. θ΄, 39· ἴδε Ὠριγέν. 3. 575-577, κατὰ τὸν Καισάριον ἐν Ζητ. 50, ὅστις φανερῶς ταυτίζει σεληνιασμὸν καὶ ἐπιληψίαν.

Middle Liddell

σεληνιάζομαι, [from σελήνη
Dep. to be moonstruck, i. e. epileptic, NTest.

Chinese

原文音譯:selhli£zomai 些累你阿索買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:月(化) (指昏迷)
字義溯源:(為月亮所擊打,意即)發狂,癲癇,害癲閒的,發瘋;源自 (σελήνη)=月亮;而 (σελήνη)出自 (Σεκοῦνδος)X*=光亮
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 他害癲癇病(1) 太17:15;
2) 癲癇的(1) 太4:24

French (New Testament)

être lunatique