Anonymous

πότνια: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας;<br /><b>1</b> <i>subst.</i> ἡ [[πότνια]], maîtresse, souveraine ; [[πότνια]] θηρῶν IL souveraine des bêtes sauvages ; [[αἱ]] πότνιαι les souveraines <i>en parl. des Euménides, ou de Déméter et de Corè</i>;<br /><b>2</b> <i>adj. f.</i> auguste, sainte, sacrée, vénérable, <i>ép. des déesses, d'une femme âgée, de choses personnifiées (terre, nuit, pudeur)</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Ποτ, être le maître ; cf. <i>lat.</i> potis, potens.
|btext=ας;<br /><b>1</b> <i>subst.</i> ἡ [[πότνια]], maîtresse, souveraine ; [[πότνια]] θηρῶν IL souveraine des bêtes sauvages ; [[αἱ]] πότνιαι les souveraines <i>en parl. des Euménides, ou de Déméter et de Corè</i>;<br /><b>2</b> <i>adj. f.</i> auguste, sainte, sacrée, vénérable, <i>ép. des déesses, d'une femme âgée, de choses personnifiées (terre, nuit, pudeur)</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Ποτ, être le maître ; cf. <i>lat.</i> potis, potens.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πότνια''': ἡ· (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. [[πόσις]])· ― ποιητ. τιμητικὴ [[προσφώνησις]], ἐν χρήσει [[κυρίως]] [[ὅταν]] προσαγορεύῃ τις θεὰς ἢ θνητὰς γυναῖκας: 1) ὡς οὐσιαστ., = [[δέσποινα]] (ὡς ὁ Ἀπίων πρὸ πολλοῦ ἡρμήνευσε) [[κυρία]], [[βασίλισσα]] (ἴδε ἐν τέλ.), πότνιαν ἁγνὴν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 203· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., [[πότνια]] θηρῶν (ὀνομ.), [[βασίλισσα]] τῶν ἀγρίων θηρίων, Λατ. potens ferarum, Ἰλ. Φ. 470· [[πότνια]] βελέων Πινδ. Π. 4. 380· τὰν ἐρώτων πότνιαν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 16· π. λαῶν Ἄρατ. 112· ― [[ἄνευ]] γενικῆς, πότνι’ Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 887, Εὐμ. 951· ὁ πότνιαν ἐξαπαφὼν ἐμὰν Εὐρ. Ἴων 703· πότνιαν, ἣν ἐμνῶντο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 24· θεσμοφόρους ἀγνὰς ποτνίας Ἐπιγρ. Πριήνης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2907· συχν. ἐν τῇ κλητ., ὦ πότνι’ Ἥρα Αἰσχύλ. Θήβ. 152· ὦ [[πότνια]] (ἐξυπ. Ἀθηναία)· Ἀριστοφ. Ἱππ. 1170, κ. ἀλλ. ὦ πότνι’ Εὐρ. Ι. Τ. 533, Ἀριστοφ. Εἰρ. 445· ὦ [[πότνια]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1170, ἴδε κατωτ.· ― ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων (ἀλλ’ ἴδε Ποτνιαὶ ΙΙ), ὦ πότνιαι δεινῶπες Σοφ. Ο. Κ. 84· τὸ τῶν ποτνιέων ἱρὸν Ἡρόδ. 1. 97· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς Δήμητρος καὶ Κόρης, Σοφ. Ο. Κ. 1050, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1149· [[ὡσαύτως]] λεγόμενον πρὸς ἐρωμένην, Ἀνθ. Π. 5. 270, πρβλ. 254, 286. 2) ὡς ἐπίθ. κατὰ τὸν Ἀπίωνα, = τιμία, σεβασμία, σεβαστὴ, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῶν θεαινῶν Ἀρτέμιδος, Ἥβης, Ἐνυοῦς, Κίρκης, Καλυψοῦς, ἀλλὰ συχνότατα ἐπὶ τῆς Ἥρας· οὕτω παρ’ Ἡσιόδ., ἐπὶ τῆς Ἥρας, τῆς Ἀθηνᾶς, τῆς Τηθύος καὶ τῆς Πειθοῦς· ἐπὶ τῆς Νίκης, χρησμὸς Βάκιδος παρ’ Ἡροδ. 8. 77· [[πότνια]] [[μήτηρ]], συχν. παρ’ Ὁμ.· ― συχν. [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., καὶ τοῖς Τραγ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ θεαινῶν, [[μάλιστα]] ἐν ἐπικλήσεσι, π. γῆ Ὅμ. Ἐπιγράμμ. 7. 1· ὦ π. χθὼν Αἰσχύλ. Χο. 722, Εὐρ. Ἑκ. 70, πρβλ. Ἴωνα 873· μᾶτερ π., ἀποτεινόμενον εἰς τὴν Γῆν, Σοφ. Φιλ. 395· π. νὺξ Εὐρ. Ὀρ. 174· ὦ π. [[λήθη]] τῶν κακῶν [[αὐτόθι]]. 213· ἔνοσι π. ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 585· ὦ π. αἰδὼς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 821· ὦ π. [[μοῖρα]] καὶ [[τύχη]] [[αὐτόθι]] 1136· ― ἡ [[φράσις]] π. συκῆ (παρὰ Κλεοφῶντι ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 7, 2) ὡς μὴ ἁρμόζουσα εἰς εὐτελῆ πράγματα. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ κλητ.· καὶ ἀρσ. δέ τις [[τύπος]] πότνιε ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς Ὕμν. 10. 20., 16. 8. ― Ἀντὶ τοῦ ὑπερθ. ποτνιωτάτη ἐν Κλεοβούλ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 93 ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] ἐπίθ. τῆς Λίνδου) ὁ Ahrens διορθοῖ ἐξ ἀντιγράφων ποτανιωτάτη. <br />ΙΙ. ὁ [[τύπος]] πότνᾰ ἀπαντᾷ ἐν τῇ φράσει πότνα θεά, Ὀδ. Ε. 215, Ν. 391, Υ. 61, [[ἔνθα]] ὁ Wolf ἀνεγίνωσκε [[πότνια]] θεά, λαμβάνων τὸ θεὰ ὡς μονοσύλλαβ.· ἀλλὰ βεβαιοῦται γραφὴ πότνα ἐκ τῆς φράσεως πότνα θεάων, κατὰ τὸ δῖα θεάων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 118· πότνα θεῶν· Εὐρ. Βάκχ. 370· [[οὕτως]] ἐν Τρῳ. 293, Ἴωνι 457, Θεόκρ. 2. 69, καὶ ἐν πολλοῖς χωρίοις τῶν μεταγεν. Ἐπικ. τὸν τύπον πότνα ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]]. Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] εὕρηται μόνον ἐν τῇ κλητ., πλὴν ἐν Θεοκρ. 15. 14. ― [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Meineke διορθοῖ πότνιαν ἀντὶ πότναν. Τὴν πρώτην συλλαβὴν ἔχει μακρὰν ὁ Θεόκρ., ἀλλ’ [[εἶναι]] βραχεῖα ἐν παλαιοτέροις ποιηταῖς, πρβλ. [[πότμος]]· τὸ τελικὸν α ἀείποτε βραχύ, πρβλ. [[ὄμπνιος]] ἐν τέλ.].
|elnltext=πότνια -ας, [2. πόσις] soms ποτν - meestal in aanspreekvorm heerseres, meesteres, van godin:; πότνια θηρῶν heerseres der dieren Il. 21.470; ναὶ τὰν πότνιαν bij de godin! Theocr. Id. 15.14; in plur. van Eumeniden. Soph. OC 84. adj. eerbiedwaardig, machtig:. τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ want die (naam) had zijn eerbiedwaardige moeder hem gegeven Od. 18.5; πότνια Χθών machtige aarde! Aeschl. Ch. 722.
}}
{{elru
|elrutext='''πότνια:'''<br /><b class="num">I</b> adj. f<br /><b class="num">1)</b> [[могущественная]], [[великая]] (Ἣρα Aesch.; [[Καλυψώ]] Hom.; [[Μοῖσα]] Pind.; π. [[νύξ]], π. [[μοῖρα]] καὶ [[τύχη]] Eur.): π. [[λήθη]] τῶν κακῶν Eur. великое забвение зол (о сне);<br /><b class="num">2)</b> [[глубокопочитаемая]], [[высокочтимая]] ([[μήτηρ]] Hom.).<br /><b class="num">II</b> (ион. gen. pl. ποτνιέων) владычица, повелительница, госпожа: π. θηρῶν Hom. = [[Ἄρτεμις]]; ἐρώτων π. Eur. = [[Ἀφροδίτη]]; πότνιαι δεινῶπες Soph. = Ἐρινύες; εὔφρονες πότνιαι Arph. = [[Δημήτηρ]] καὶ [[Κόρη]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''πότνιᾰ:''' ἡ (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως <i>πόσ-ις</i>, <i>δεσ-πότ-ης</i>), ποιητ. [[τίτλος]] [[τιμής]]· χρησιμ. [[κυρίως]] σε προσφωνήσεις θεών ή θνητών [[γυναικών]]:<br /><b class="num">1.</b> = [[δέσποινα]], [[κυρία]], [[βασίλισσα]], με γεν., [[πότνια]] θηρῶν (ονομ.), [[βασίλισσα]] των άγριων θηρίων, Λατ. [[potens]] ferarum, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πότνια]] βέλεων, σε Πίνδ.· απόλ., πότνι' [[Ἐρινύς]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] με κλητ.· ὦ πότνι' [[Ἥρα]], στον ίδ.· ὦ [[πότνια]] (ενν. [[Ἀθηναία]]), σε Αριστοφ.· στον πληθ., λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Ηρόδ., Σοφ.· επίσης λέγεται για τη [[Δήμητρα]] και την [[Περσεφόνη]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[σεβάσμιος]], [[σεπτός]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''πότνιᾰ:''' ἡ (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως <i>πόσ-ις</i>, <i>δεσ-πότ-ης</i>), ποιητ. [[τίτλος]] [[τιμής]]· χρησιμ. [[κυρίως]] σε προσφωνήσεις θεών ή θνητών [[γυναικών]]:<br /><b class="num">1.</b> = [[δέσποινα]], [[κυρία]], [[βασίλισσα]], με γεν., [[πότνια]] θηρῶν (ονομ.), [[βασίλισσα]] των άγριων θηρίων, Λατ. [[potens]] ferarum, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πότνια]] βέλεων, σε Πίνδ.· απόλ., πότνι' [[Ἐρινύς]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] με κλητ.· ὦ πότνι' [[Ἥρα]], στον ίδ.· ὦ [[πότνια]] (ενν. [[Ἀθηναία]]), σε Αριστοφ.· στον πληθ., λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Ηρόδ., Σοφ.· επίσης λέγεται για τη [[Δήμητρα]] και την [[Περσεφόνη]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[σεβάσμιος]], [[σεπτός]], σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πότνια:'''<br /><b class="num">I</b> adj. f<br /><b class="num">1)</b> [[могущественная]], [[великая]] (Ἣρα Aesch.; [[Καλυψώ]] Hom.; [[Μοῖσα]] Pind.; π. [[νύξ]], π. [[μοῖρα]] καὶ [[τύχη]] Eur.): π. [[λήθη]] τῶν κακῶν Eur. великое забвение зол (о сне);<br /><b class="num">2)</b> [[глубокопочитаемая]], [[высокочтимая]] ([[μήτηρ]] Hom.).<br /><b class="num">II</b> ἡ (ион. gen. pl. ποτνιέων) владычица, повелительница, госпожа: π. θηρῶν Hom. = [[Ἄρτεμις]]; ἐρώτων π. Eur. = [[Ἀφροδίτη]]; πότνιαι δεινῶπες Soph. = Ἐρινύες; εὔφρονες πότνιαι Arph. = [[Δημήτηρ]] καὶ [[Κόρη]].
|lstext='''πότνια''': ἡ· (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. [[πόσις]])· ― ποιητ. τιμητικὴ [[προσφώνησις]], ἐν χρήσει [[κυρίως]] [[ὅταν]] προσαγορεύῃ τις θεὰς ἢ θνητὰς γυναῖκας: 1) ὡς οὐσιαστ., = [[δέσποινα]] (ὡς ὁ Ἀπίων πρὸ πολλοῦ ἡρμήνευσε) [[κυρία]], [[βασίλισσα]] (ἴδε ἐν τέλ.), πότνιαν ἁγνὴν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 203· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., [[πότνια]] θηρῶν (ὀνομ.), [[βασίλισσα]] τῶν ἀγρίων θηρίων, Λατ. potens ferarum, Ἰλ. Φ. 470· [[πότνια]] βελέων Πινδ. Π. 4. 380· τὰν ἐρώτων πότνιαν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 16· π. λαῶν Ἄρατ. 112· ― [[ἄνευ]] γενικῆς, πότνι’ Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 887, Εὐμ. 951· ὁ πότνιαν ἐξαπαφὼν ἐμὰν Εὐρ. Ἴων 703· πότνιαν, ἣν ἐμνῶντο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 24· θεσμοφόρους ἀγνὰς ποτνίας Ἐπιγρ. Πριήνης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2907· συχν. ἐν τῇ κλητ., ὦ πότνι’ Ἥρα Αἰσχύλ. Θήβ. 152· ὦ [[πότνια]] (ἐξυπ. Ἀθηναία)· Ἀριστοφ. Ἱππ. 1170, κ. ἀλλ. ὦ πότνι’ Εὐρ. Ι. Τ. 533, Ἀριστοφ. Εἰρ. 445· ὦ [[πότνια]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1170, ἴδε κατωτ.· ― ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων (ἀλλ’ ἴδε Ποτνιαὶ ΙΙ), ὦ πότνιαι δεινῶπες Σοφ. Ο. Κ. 84· τὸ τῶν ποτνιέων ἱρὸν Ἡρόδ. 1. 97· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς Δήμητρος καὶ Κόρης, Σοφ. Ο. Κ. 1050, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1149· [[ὡσαύτως]] λεγόμενον πρὸς ἐρωμένην, Ἀνθ. Π. 5. 270, πρβλ. 254, 286. 2) ὡς ἐπίθ. κατὰ τὸν Ἀπίωνα, = τιμία, σεβασμία, σεβαστὴ, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῶν θεαινῶν Ἀρτέμιδος, Ἥβης, Ἐνυοῦς, Κίρκης, Καλυψοῦς, ἀλλὰ συχνότατα ἐπὶ τῆς Ἥρας· οὕτω παρ’ Ἡσιόδ., ἐπὶ τῆς Ἥρας, τῆς Ἀθηνᾶς, τῆς Τηθύος καὶ τῆς Πειθοῦς· ἐπὶ τῆς Νίκης, χρησμὸς Βάκιδος παρ’ Ἡροδ. 8. 77· [[πότνια]] [[μήτηρ]], συχν. παρ’ Ὁμ.· ― συχν. [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., καὶ τοῖς Τραγ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ θεαινῶν, [[μάλιστα]] ἐν ἐπικλήσεσι, π. γῆ Ὅμ. Ἐπιγράμμ. 7. 1· ὦ π. χθὼν Αἰσχύλ. Χο. 722, Εὐρ. Ἑκ. 70, πρβλ. Ἴωνα 873· μᾶτερ π., ἀποτεινόμενον εἰς τὴν Γῆν, Σοφ. Φιλ. 395· π. νὺξ Εὐρ. Ὀρ. 174· ὦ π. [[λήθη]] τῶν κακῶν [[αὐτόθι]]. 213· ἔνοσι π. ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 585· ὦ π. αἰδὼς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 821· ὦ π. [[μοῖρα]] καὶ [[τύχη]] [[αὐτόθι]] 1136· ― ἡ [[φράσις]] π. συκῆ (παρὰ Κλεοφῶντι ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 7, 2) ὡς μὴ ἁρμόζουσα εἰς εὐτελῆ πράγματα. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ κλητ.· καὶ ἀρσ. δέ τις [[τύπος]] πότνιε ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς Ὕμν. 10. 20., 16. 8. ― Ἀντὶ τοῦ ὑπερθ. ποτνιωτάτη ἐν Κλεοβούλ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 93 ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] ἐπίθ. τῆς Λίνδου) ὁ Ahrens διορθοῖ ἐξ ἀντιγράφων ποτανιωτάτη. <br />ΙΙ. ὁ [[τύπος]] πότνᾰ ἀπαντᾷ ἐν τῇ φράσει πότνα θεά, Ὀδ. Ε. 215, Ν. 391, Υ. 61, [[ἔνθα]] ὁ Wolf ἀνεγίνωσκε [[πότνια]] θεά, λαμβάνων τὸ θεὰ ὡς μονοσύλλαβ.· ἀλλὰ βεβαιοῦται ἡ γραφὴ πότνα ἐκ τῆς φράσεως πότνα θεάων, κατὰ τὸ δῖα θεάων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 118· πότνα θεῶν· Εὐρ. Βάκχ. 370· [[οὕτως]] ἐν Τρῳ. 293, Ἴωνι 457, Θεόκρ. 2. 69, καὶ ἐν πολλοῖς χωρίοις τῶν μεταγεν. Ἐπικ. τὸν τύπον πότνα ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]]. Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] εὕρηται μόνον ἐν τῇ κλητ., πλὴν ἐν Θεοκρ. 15. 14. ― [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Meineke διορθοῖ πότνιαν ἀντὶ πότναν. Τὴν πρώτην συλλαβὴν ἔχει μακρὰν ὁ Θεόκρ., ἀλλ’ [[εἶναι]] βραχεῖα ἐν παλαιοτέροις ποιηταῖς, πρβλ. [[πότμος]]· τὸ τελικὸν α ἀείποτε βραχύ, πρβλ. [[ὄμπνιος]] ἐν τέλ.].
}}
{{elnl
|elnltext=πότνια -ας, [2. πόσις] soms ποτν - meestal in aanspreekvorm heerseres, meesteres, van godin:; πότνια θηρῶν heerseres der dieren Il. 21.470; ναὶ τὰν πότνιαν bij de godin! Theocr. Id. 15.14; in plur. van Eumeniden. Soph. OC 84. adj. eerbiedwaardig, machtig:. τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ want die (naam) had zijn eerbiedwaardige moeder hem gegeven Od. 18.5; ὦ πότνια Χθών machtige aarde! Aeschl. Ch. 722.
}}
}}
{{etym
{{etym