Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσμένω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προσμενῶ, <i>ao.</i> προσέμεινα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> rester auprès, demeurer;<br /><b>2</b> <i>avec un suj. de chose</i> attendre ; être réservé à, τινι;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> attendre <i>en gén.</i>, acc. ; προσμένειν ἔστ’ [[ἄν]], [[ἕως]] attendre que.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μένω]].
|btext=<i>f.</i> προσμενῶ, <i>ao.</i> προσέμεινα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> rester auprès, demeurer;<br /><b>2</b> <i>avec un suj. de chose</i> attendre ; être réservé à, τινι;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> attendre <i>en gén.</i>, acc. ; προσμένειν ἔστ’ [[ἄν]], [[ἕως]] attendre que.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μένω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσμένω''': [[ἀναμένω]], [[περιμένω]] ἔτι [[μᾶλλον]], [[προσμένω]], Ἡρόδ. 1. 199., 5. 19· σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε Σοφ. Ἠλ. 1236, πρβλ. 1399 ἡσυχάζων [[προσμένω]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 620· πρ. ἔστ’ ἄν…, ἕως., Ἡρόδ. 8. 4, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 7 2) μετὰ δοτ., [[παραμένω]], πάθεα προσμένει τοκεῦσιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 497, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιαϳ, 23· πρ. ταῖς δεήσεσιν, [[ἐπιμένω]], ἐξακολουθῶ δεόμενος, ..., Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. εϳ, 5. ΙΙ. μεταβ., [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], μετ’ αἰτ., Θέογν. 1140, Σοφ. Ο. Τ. 837, Ἠλ. 164, κτλ. ― [[περιμένω]] τινὰ πρὸς μάχην, δηλ. [[ὅπως]] ἀντικρούσω αὐτόν, Πινδ. Ν. 3. 105· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ., Ὀρέστην τῶνδε προσμενοῦσ’ ἀεὶ παυστῆρ’ ἐφήξειν Σοφ. Ἠλ. 303.
|elnltext=προσ-μένω met acc. wachten op, afwachten; τὸν βοτῆρα προσμεῖναι wachten op de herder Soph. OT 837; abs. (blijven) wachten:. χρόνον πολλόν προσμένουσι zij blijven lange tijd wachten Hdt. 1.199.5; προσμεῖναι... ἔστ’ ἄν... wachten totdat... Hdt. 8.4.2. met dat., met zaak als subj..; πάθεα προσμένει τοκεῦσιν lijden staat de ouders te wachten Aeschl. Eum. 497; met pers. als subj. blijven bij, trouw blijven. προσμένειν τῷ κυρίῳ trouw blijven aan de Heer NT Act. Ap. 11.23.
}}
{{elru
|elrutext='''προσμένω:''' (fut. προσμενῶ, aor. προσέμεινα)<br /><b class="num">1)</b> [[оставаться]], [[пребывать]] (χρόνον [[πολλόν]] Her.; ἡμέρας [[τρεῖς]] NT): εἰ ἡσυχάζων προσμενῶ Soph. если я буду бездействовать; [[σῖγα]] πρόσμενε Soph. храни молчание;<br /><b class="num">2)</b> предстоять, тж. угрожать (τινί Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[поджидать]], [[ждать]] (τινά Soph.): Ὀρέστην προσμένουσα ἐφήξειν Soph. ожидающая прихода Ореста.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''προσμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμένω]] ή [[περιμένω]] [[ακόμα]] περισσότερο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[παραμένω]] προσκολλημένος σε, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.· [[προσμένω]] ταῖς δεήσεσιν, [[συνεχίζω]] τις ικεσίες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[περιμένω]], [[αναμένω]], με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· [[περιμένω]] κάποιον για [[μάχη]], δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ. μέλ., <i>Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''προσμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμένω]] ή [[περιμένω]] [[ακόμα]] περισσότερο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[παραμένω]] προσκολλημένος σε, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.· [[προσμένω]] ταῖς δεήσεσιν, [[συνεχίζω]] τις ικεσίες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[περιμένω]], [[αναμένω]], με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· [[περιμένω]] κάποιον για [[μάχη]], δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ. μέλ., <i>Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν</i>, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσμένω:''' (fut. προσμενῶ, aor. προσέμεινα)<br /><b class="num">1)</b> [[оставаться]], [[пребывать]] (χρόνον [[πολλόν]] Her.; ἡμέρας [[τρεῖς]] NT): εἰ ἡσυχάζων προσμενῶ Soph. если я буду бездействовать; [[σῖγα]] πρόσμενε Soph. храни молчание;<br /><b class="num">2)</b> предстоять, тж. угрожать (τινί Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[поджидать]], [[ждать]] (τινά Soph.): Ὀρέστην προσμένουσα ἐφήξειν Soph. ожидающая прихода Ореста.
|lstext='''προσμένω''': [[ἀναμένω]], [[περιμένω]] ἔτι [[μᾶλλον]], [[προσμένω]], Ἡρόδ. 1. 199., 5. 19· σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε Σοφ. Ἠλ. 1236, πρβλ. 1399 ἡσυχάζων [[προσμένω]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 620· πρ. ἔστ’ ἄν…, ἕως., Ἡρόδ. 8. 4, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 7 2) μετὰ δοτ., [[παραμένω]], πάθεα προσμένει τοκεῦσιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 497, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιαϳ, 23· πρ. ταῖς δεήσεσιν, [[ἐπιμένω]], ἐξακολουθῶ δεόμενος, ..., Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. εϳ, 5. ΙΙ. μεταβ., [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], μετ’ αἰτ., Θέογν. 1140, Σοφ. Ο. Τ. 837, Ἠλ. 164, κτλ. ― [[περιμένω]] τινὰ πρὸς μάχην, δηλ. [[ὅπως]] ἀντικρούσω αὐτόν, Πινδ. Ν. 3. 105· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ., Ὀρέστην τῶνδε προσμενοῦσ’ ἀεὶ παυστῆρ’ ἐφήξειν Σοφ. Ἠλ. 303.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-μένω met acc. wachten op, afwachten; τὸν βοτῆρα προσμεῖναι wachten op de herder Soph. OT 837; abs. (blijven) wachten:. χρόνον πολλόν προσμένουσι zij blijven lange tijd wachten Hdt. 1.199.5; προσμεῖναι... ἔστ’ ἄν... wachten totdat... Hdt. 8.4.2. met dat., met zaak als subj..; πάθεα προσμένει τοκεῦσιν lijden staat de ouders te wachten Aeschl. Eum. 497; met pers. als subj. blijven bij, trouw blijven. προσμένειν τῷ κυρίῳ trouw blijven aan de Heer NT Act. Ap. 11.23.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj