Anonymous

σκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> σκευάσω, <i>ao.</i> ἐσκεύασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σκευασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσκευάσθην, <i>pf.</i> ἐσκεύασμαι, <i>pqp.</i> ἐσκευάσμην;<br />mettre en état, accommoder, approprier, <i>d'où</i><br /><b>1</b> préparer, apprêter : θηρία HDT accommoder du gibier;<br /><b>2</b> appareiller, équiper : τινα habiller <i>ou</i> parer qqn ; τινα πανοπλίῃ HDT revêtir qqn d'une armure complète ; <i>Pass.</i> être équipé, accoutré ; <i>rar. en parl. de choses</i> être orné, décoré de, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκευάζομαι (<i>f. inus., ao.</i> ἐσκευασάμην, <i>pf.</i> ἐσκεύασμαι);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> préparer pour soi, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s'équiper, se vêtir;<br /><b>2</b> faire ses paquets, déménager.<br />'''Étymologie:''' [[σκευή]].
|btext=<i>f.</i> σκευάσω, <i>ao.</i> ἐσκεύασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σκευασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσκευάσθην, <i>pf.</i> ἐσκεύασμαι, <i>pqp.</i> ἐσκευάσμην;<br />mettre en état, accommoder, approprier, <i>d'où</i><br /><b>1</b> préparer, apprêter : θηρία HDT accommoder du gibier;<br /><b>2</b> appareiller, équiper : τινα habiller <i>ou</i> parer qqn ; τινα πανοπλίῃ HDT revêtir qqn d'une armure complète ; <i>Pass.</i> être équipé, accoutré ; <i>rar. en parl. de choses</i> être orné, décoré de, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκευάζομαι (<i>f. inus., ao.</i> ἐσκευασάμην, <i>pf.</i> ἐσκεύασμαι);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> préparer pour soi, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s'équiper, se vêtir;<br /><b>2</b> faire ses paquets, déménager.<br />'''Étymologie:''' [[σκευή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκευάζω''': μέλλ. -άσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ἀόρ. ἐσκεύασα Ἀριστοφ. Πλάτ.· Δωρ. -αξα (κατ-) Τίμ. Λοκρ. 99Α - Μέσ., ἀόρ. ἐσκευασάμην Δεινάρχ. Ἀποσπ. 31· πρκμ., ἴδε κατωτ. - Παθητ., μέλλ. -ασθήσομαι Ὀρειβάσ.· (κατα-) Δημ.· -πρκμ. ἐσκεύασμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐσκευάδαται, καὶ τοῦ ὑπερσυντ. -ατο, Ἡρόδ.· κεῖται δὲ ἐπὶ σημασ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1057, Λυσ. Ἀποσπ. 54· ([[σκεῦος]], [[σκευή]]). Παρασκευάζω, [[ἑτοιμάζω]], [[μάλιστα]] δὲ [[ἑτοιμάζω]] τροφήν, [[μαγειρεύω]], πρόβατα Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 73· ὅ τι ἄν τις ... σκευάσῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 53· ἄλφιτα [[αὐτόθι]] 1104· [[ὄψον]] Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1· τὸ [[δεῖπνον]] Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Διῒ κακουμένῳ» 1· θοίνην Πλάτ. Θεαίτ. 178D· σκ. ἑλλέβορον μετὰ φαρμάκου Στράβ. 418· κρέα ὀπτὰ σκ. Διόδ. 2. 59· μεταφορ., ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς χρὴ σκευάσαι Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· σκ. ἔκ τινος περικόμματα, «κοπανιστὸν» [[φαγητόν]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ὑμᾶς ... φρυκτοὺς σκευάσω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1331. - Μέσ., [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν· καὶ ἀκολούθως σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., θοίνην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 956· ἄλφιτα Πλάτ. Πολ. 372Β. 2) [[καθόλου]], [[ἑτοιμάζω]], σκ. κατὰ οἶκον, [[ἑτοιμάζω]] τὰ πάντα ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 285· χαλινὸν ... χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι, νὰ κατασκευασῃ, Πλάτ. Παρμ. 127Α· σκ. ἡδονάς, [[προπαρασκευάζω]], «[[προμηθεύομαι]]», ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D· [[ὡσαύτως]], τόξα σκ. [[ἑαυτοῦ]] παισί, διὰ τὰ τέκνα του (δηλ. [[ἐναντίον]] αὐτῶν), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 969· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ μηχανᾶσθαι, ἐπινοῶ, [[παρασκευάζω]], [[ἐπιφέρω]], πόλεμον, προδοσίην, σκ. Ἡρόδ. 5. 103., 6. 100· [[ἐντεῦθεν]], [[ἐξασφαλίζω]], [[ἀπολαμβάνω]], Λυσ. Ἀποσπ. 32, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 16· πρβλ. [[συσκευάζω]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, χορηγῶ, [[παρέχω]], «προμηθεύω», μόνον ἐν τῷ παθ., σιτίοισι καὶ προβάτοισι εὖ ἐσκευασμένος Ἡρόδ. 1. 188· ποταμοῖσι οὕτω Σκύθαι ἐσκευάδαται· ὁ αὐτ. 4. 58· ἐς [[πρᾶγμα]] νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα Εὐρ. Ἱκέτ. 1047. 2) [[ἐνδύω]], [[στολίζω]], τὴν γυναὶκα σ. πανοπλίῃ Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 80· ἄνδρας τῆ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι ὁ αὐτ. 5. 20· τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα [[αὐτόθι]] 12· σκ. τινὰ [[ὥσπερ]] γυναῖκα Ἀριστοφ. Θεσμ. 591· σκ. τινα [ὡς] χοῖρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 739· σκ. [αὐτὴν] ὡς ἐδύνατο κάλλιστα Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12· οὕτω σκευάσαντες ἑαυτοὺς (ἐξυπακ. ὡς οἰκέτας) Πλουτ. Καῖσ. 31· [[ὡσαύτως]], σκ. τινὰς ἐς ὑπηρέτας, ἐς στρατιώτας Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 45, 46· - σκ. εἴδωλόν τινι, [[ἐνδύω]] ὁμοίωμά τι κατὰ τὸν τρόπον [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 6. 58· πρβλ. [[ἐνσκευάζω]]. - Παθ., ἐσκευασμένοι, ἐντελῶς παρεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι τελείως, Θουκ. 4. 32· [[εὐνοῦχος]] ἐσκευασμένος, ἐνδεδυμένος ὡς ..., Ἀριστοφ. Ἀχ. 121· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τὰ προπύλαια τύποισι ... ἐσκευάδαται, [[εἶναι]] κεκοσμημένα διά ..., Ἡρόδ. 2. 138.
|elnltext=σκευάζω [σκεῦος] klaarmaken, toebereiden (van voedsel); overdr.. παντοδαπὰς ἡδονάς σ. allerlei geneugten bereiden Plat. Resp. 559d. uitrusten met, voorzien van:; ταύτην τὴν γυναῖκα σκευάσαντες πανοπλίῃ na die vrouw uitgerust te hebben met een volledige wapenrusting Hdt. 1.60.4; χοίρους γὰρ ὑμὲ σκευάσας φάσω φέρειν want ik zal jullie vermommen en dan zeggen dat ik biggetjes bij me heb Aristoph. Ach. 739; ptc. perf. pass. ἐσκευασμένος uitgerust (als):; εὐνοῦχος ἐσκευασμένος als eunuch uitgedost Aristoph. Ach. 121; goed voorbereid:; ἄλφιτα σοι ποριῶ’ σκευασμένα ik zal je gerstemeel kant en klaar verschaffen Aristoph. Eq. 1104; overdr. beetnemen, bedriegen:. Μοσχίων ἐσκεύκακέν με Moschion heeft me beduveld Men. Sam. 599.
}}
{{elru
|elrutext='''σκευάζω:''' (fut. σκευάσω, aor. ἐσκεύᾰσα; pass.: pf. ἐσκεύασμαι - ион. 3 л. pl. ἐσκευάδαται)<br /><b class="num">1)</b> (о пище), [[готовить]], [[приготовлять]], (τὰ θηρία Her.; θοίνην Plat.; [[κρέα]] ὀπτά Diod.): ἐκ τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευάζεσθαι Plat. из ячменя приготовлять себе крупу; σ. περικόμματα ἔκ τινος Arph. (угроза) изрубить кого-л. на мелкие куски;<br /><b class="num">2)</b> [[изготовлять]], [[делать]] (τινὶ [[εἴδωλον]] σ. Her.; χαλινόν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> готовить, затевать, устраивать, тж. причинять, доставлять (ἡδονήν Plat.): τὸν πρὸς [[βασιλέα]] πόλεμον σκευάζεσθαι Her. готовиться к войне с (персидским) царем; εἰς [[πρᾶγμα]] νεοχμὸν σκευάζεσθαι Eur. затевать нечто новое;<br /><b class="num">4)</b> [[наделять]], [[снабжать]] (только pass.) (σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος Her.): τοῖσι ποταμοῖσι [[οὕτω]] οἱ [[Σκύθαι]] ἐσκευάδαται Her. так вот какими реками располагают скифы; λαμβάνων τι καὶ σκευαζόμενος Plut. захватывая что-л. и делая запасы;<br /><b class="num">5)</b> [[одевать]], [[наряжать]] (τινὰ [[ὥσπερ]] γυναῖκα Arph.): [[εὐνοῦχος]] ἐσκευασμένος Arph. наряженный евнухом;<br /><b class="num">6)</b> [[вооружать]] (τινὰ πανοπλίῃ Her.): ἕκαστοι ἐσκευασμένοι Thuc. все в полном вооружении;<br /><b class="num">7)</b> [[украшать]] (τὰ προπύλαια τύποισι ἐσκευάδαται Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεύασα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐσκευασάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>σκευασθήσομαι</i>, παρακ. <i>ἐσκεύασμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. <i>ἐσκευάδαται</i>· Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. <i>-ατο</i> ([[σκεῦος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προετοιμάζω]], [[ετοιμάζω]], [[ιδίως]], [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]], [[μαγειρεύω]] ή [[γαρνίρω]] το [[φαγητό]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>σκ. ἔκ τινος περικόμματα</i>, [[κόβω]] ένα [[κομμάτι]] κρέατος σε [[πολύ]] μικρά κομμάτια, το κάνω κιμά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[ετοιμάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[ετοιμάζω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] έτοιμο, σε Ομηρ. Ύμν.· [[σκευάζω]] ἡδονάς, [[παρέχω]], [[προσφέρω]], [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]], σε Πλάτ. — Μέσ., όπως το [[μηχανάομαι]], [[επινοώ]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα,<br /><b class="num">1.</b> [[εφοδιάζω]], [[προμηθεύω]], [[εξοπλίζω]] — Παθ., <i>σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος</i>, στον ίδ.· ποταμοῖσι [[Σκύθαι]] ἐσκευάδαται, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[καλλωπίζω]], [[στολίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐσκευασμένοι</i>, πλήρως ενδεδυμένοι, εξοπλισμένοι, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, τὰ [[προπύλαια]] τύποισι ἐσκευάδαται</i>, είναι διακοσμημένα με ζωγραφιές, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεύασα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐσκευασάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>σκευασθήσομαι</i>, παρακ. <i>ἐσκεύασμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. <i>ἐσκευάδαται</i>· Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. <i>-ατο</i> ([[σκεῦος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προετοιμάζω]], [[ετοιμάζω]], [[ιδίως]], [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]], [[μαγειρεύω]] ή [[γαρνίρω]] το [[φαγητό]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>σκ. ἔκ τινος περικόμματα</i>, [[κόβω]] ένα [[κομμάτι]] κρέατος σε [[πολύ]] μικρά κομμάτια, το κάνω κιμά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[ετοιμάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[ετοιμάζω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] έτοιμο, σε Ομηρ. Ύμν.· [[σκευάζω]] ἡδονάς, [[παρέχω]], [[προσφέρω]], [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]], σε Πλάτ. — Μέσ., όπως το [[μηχανάομαι]], [[επινοώ]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα,<br /><b class="num">1.</b> [[εφοδιάζω]], [[προμηθεύω]], [[εξοπλίζω]] — Παθ., <i>σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος</i>, στον ίδ.· ποταμοῖσι [[Σκύθαι]] ἐσκευάδαται, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[καλλωπίζω]], [[στολίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐσκευασμένοι</i>, πλήρως ενδεδυμένοι, εξοπλισμένοι, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, τὰ [[προπύλαια]] τύποισι ἐσκευάδαται</i>, είναι διακοσμημένα με ζωγραφιές, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκευάζω:''' (fut. σκευάσω, aor. ἐσκεύᾰσα; pass.: pf. ἐσκεύασμαι - ион. 3 л. pl. ἐσκευάδαται)<br /><b class="num">1)</b> (о пище), [[готовить]], [[приготовлять]], (τὰ θηρία Her.; θοίνην Plat.; [[κρέα]] ὀπτά Diod.): ἐκ τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευάζεσθαι Plat. из ячменя приготовлять себе крупу; σ. περικόμματα ἔκ τινος Arph. (угроза) изрубить кого-л. на мелкие куски;<br /><b class="num">2)</b> [[изготовлять]], [[делать]] (τινὶ [[εἴδωλον]] σ. Her.; χαλινόν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> готовить, затевать, устраивать, тж. причинять, доставлять (ἡδονήν Plat.): τὸν πρὸς [[βασιλέα]] πόλεμον σκευάζεσθαι Her. готовиться к войне с (персидским) царем; εἰς [[πρᾶγμα]] νεοχμὸν σκευάζεσθαι Eur. затевать нечто новое;<br /><b class="num">4)</b> [[наделять]], [[снабжать]] (только pass.) (σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος Her.): τοῖσι ποταμοῖσι [[οὕτω]] οἱ [[Σκύθαι]] ἐσκευάδαται Her. так вот какими реками располагают скифы; λαμβάνων τι καὶ σκευαζόμενος Plut. захватывая что-л. и делая запасы;<br /><b class="num">5)</b> [[одевать]], [[наряжать]] (τινὰ [[ὥσπερ]] γυναῖκα Arph.): [[εὐνοῦχος]] ἐσκευασμένος Arph. наряженный евнухом;<br /><b class="num">6)</b> [[вооружать]] (τινὰ πανοπλίῃ Her.): ἕκαστοι ἐσκευασμένοι Thuc. все в полном вооружении;<br /><b class="num">7)</b> [[украшать]] (τὰ προπύλαια τύποισι ἐσκευάδαται Her.).
|lstext='''σκευάζω''': μέλλ. -άσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ἀόρ. ἐσκεύασα Ἀριστοφ. Πλάτ.· Δωρ. -αξα (κατ-) Τίμ. Λοκρ. 99Α - Μέσ., ἀόρ. ἐσκευασάμην Δεινάρχ. Ἀποσπ. 31· πρκμ., ἴδε κατωτ. - Παθητ., μέλλ. -ασθήσομαι Ὀρειβάσ.· (κατα-) Δημ.· -πρκμ. ἐσκεύασμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐσκευάδαται, καὶ τοῦ ὑπερσυντ. -ατο, Ἡρόδ.· κεῖται δὲ ἐπὶ σημασ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1057, Λυσ. Ἀποσπ. 54· ([[σκεῦος]], [[σκευή]]). Παρασκευάζω, [[ἑτοιμάζω]], [[μάλιστα]] δὲ [[ἑτοιμάζω]] τροφήν, [[μαγειρεύω]], πρόβατα Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 73· ὅ τι ἄν τις ... σκευάσῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 53· ἄλφιτα [[αὐτόθι]] 1104· [[ὄψον]] Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1· τὸ [[δεῖπνον]] Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Διῒ κακουμένῳ» 1· θοίνην Πλάτ. Θεαίτ. 178D· σκ. ἑλλέβορον μετὰ φαρμάκου Στράβ. 418· κρέα ὀπτὰ σκ. Διόδ. 2. 59· μεταφορ., ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς χρὴ σκευάσαι Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· σκ. ἔκ τινος περικόμματα, «κοπανιστὸν» [[φαγητόν]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ὑμᾶς ... φρυκτοὺς σκευάσω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1331. - Μέσ., [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν· καὶ ἀκολούθως σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., θοίνην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 956· ἄλφιτα Πλάτ. Πολ. 372Β. 2) [[καθόλου]], [[ἑτοιμάζω]], σκ. κατὰ οἶκον, [[ἑτοιμάζω]] τὰ πάντα ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 285· χαλινὸν ... χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι, νὰ κατασκευασῃ, Πλάτ. Παρμ. 127Α· σκ. ἡδονάς, [[προπαρασκευάζω]], «[[προμηθεύομαι]]», ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D· [[ὡσαύτως]], τόξα σκ. [[ἑαυτοῦ]] παισί, διὰ τὰ τέκνα του (δηλ. [[ἐναντίον]] αὐτῶν), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 969· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ μηχανᾶσθαι, ἐπινοῶ, [[παρασκευάζω]], [[ἐπιφέρω]], πόλεμον, προδοσίην, σκ. Ἡρόδ. 5. 103., 6. 100· [[ἐντεῦθεν]], [[ἐξασφαλίζω]], [[ἀπολαμβάνω]], Λυσ. Ἀποσπ. 32, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 16· πρβλ. [[συσκευάζω]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, χορηγῶ, [[παρέχω]], «προμηθεύω», μόνον ἐν τῷ παθ., σιτίοισι καὶ προβάτοισι εὖ ἐσκευασμένος Ἡρόδ. 1. 188· ποταμοῖσι οὕτω Σκύθαι ἐσκευάδαται· ὁ αὐτ. 4. 58· ἐς [[πρᾶγμα]] νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα Εὐρ. Ἱκέτ. 1047. 2) [[ἐνδύω]], [[στολίζω]], τὴν γυναὶκα σ. πανοπλίῃ Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 80· ἄνδρας τῆ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι ὁ αὐτ. 5. 20· τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα [[αὐτόθι]] 12· σκ. τινὰ [[ὥσπερ]] γυναῖκα Ἀριστοφ. Θεσμ. 591· σκ. τινα [ὡς] χοῖρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 739· σκ. [αὐτὴν] ὡς ἐδύνατο κάλλιστα Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12· οὕτω σκευάσαντες ἑαυτοὺς (ἐξυπακ. ὡς οἰκέτας) Πλουτ. Καῖσ. 31· [[ὡσαύτως]], σκ. τινὰς ἐς ὑπηρέτας, ἐς στρατιώτας Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 45, 46· - σκ. εἴδωλόν τινι, [[ἐνδύω]] ὁμοίωμά τι κατὰ τὸν τρόπον [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 6. 58· πρβλ. [[ἐνσκευάζω]]. - Παθ., ἐσκευασμένοι, ἐντελῶς παρεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι τελείως, Θουκ. 4. 32· [[εὐνοῦχος]] ἐσκευασμένος, ἐνδεδυμένος ὡς ..., Ἀριστοφ. Ἀχ. 121· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τὰ προπύλαια τύποισι ... ἐσκευάδαται, [[εἶναι]] κεκοσμημένα διά ..., Ἡρόδ. 2. 138.
}}
{{elnl
|elnltext=σκευάζω [σκεῦος] klaarmaken, toebereiden (van voedsel); overdr.. παντοδαπὰς ἡδονάς σ. allerlei geneugten bereiden Plat. Resp. 559d. uitrusten met, voorzien van:; ταύτην τὴν γυναῖκα σκευάσαντες πανοπλίῃ na die vrouw uitgerust te hebben met een volledige wapenrusting Hdt. 1.60.4; χοίρους γὰρ ὑμὲ σκευάσας φάσω φέρειν want ik zal jullie vermommen en dan zeggen dat ik biggetjes bij me heb Aristoph. Ach. 739; ptc. perf. pass. ἐσκευασμένος uitgerust (als):; εὐνοῦχος ἐσκευασμένος als eunuch uitgedost Aristoph. Ach. 121; goed voorbereid:; ἄλφιτα σοι ποριῶ’ σκευασμένα ik zal je gerstemeel kant en klaar verschaffen Aristoph. Eq. 1104; overdr. beetnemen, bedriegen:. Μοσχίων ἐσκεύκακέν με Moschion heeft me beduveld Men. Sam. 599.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκεῦος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[prepare]], make [[ready]], esp. to [[prepare]] or [[dress]] [[food]], Hdt., Ar.; σκ. ἔκ τινος περικόμματα to make mincemeat of him, Ar.:—Mid. to [[prepare]] for [[oneself]], Eur., Plat.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]] to make [[ready]], Hhymn.; σκ. ἡδονάς to [[provide]], [[procure]], Plat.:—Mid., like [[μηχανάομαι]], to [[contrive]], [[bring]] [[about]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> of persons, to [[furnish]], [[supply]]:—Pass., σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος Hdt.; ποταμοῖσι [[Σκύθαι]] ἐσκευάδαται Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[dress]] up, [[dress]] out, Hdt., Ar., etc.:— Pass., ἐσκευασμένοι [[fully]] accoutred, Thuc.; of things, τὰ προπύλαια τύποισι ἐσκευάδαται are decorated with figures, Hdt.
|mdlsjtxt=[[σκεῦος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[prepare]], make [[ready]], esp. to [[prepare]] or [[dress]] [[food]], Hdt., Ar.; σκ. ἔκ τινος περικόμματα to make mincemeat of him, Ar.:—Mid. to [[prepare]] for [[oneself]], Eur., Plat.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]] to make [[ready]], Hhymn.; σκ. ἡδονάς to [[provide]], [[procure]], Plat.:—Mid., like [[μηχανάομαι]], to [[contrive]], [[bring]] [[about]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> of persons, to [[furnish]], [[supply]]:—Pass., σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος Hdt.; ποταμοῖσι [[Σκύθαι]] ἐσκευάδαται Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[dress]] up, [[dress]] out, Hdt., Ar., etc.:— Pass., ἐσκευασμένοι [[fully]] accoutred, Thuc.; of things, τὰ προπύλαια τύποισι ἐσκευάδαται are decorated with figures, Hdt.
}}
}}