Anonymous

σκυδμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. inf. prés. épq.</i> σκυδμαινέμεν;<br />s'irriter, être irrité contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σκύζομαι]], [[μαίνω]].
|btext=<i>seul. inf. prés. épq.</i> σκυδμαινέμεν;<br />s'irriter, être irrité contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σκύζομαι]], [[μαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκυδμαίνω''': [[σκύζομαι]], μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».
|elnltext=σκυδμαίνω [~ σκύζομαι] boos zijn op, mopperen op, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''σκυδμαίνω:''' (только эп. inf. σκυδμαινέμεν) гневаться, сердиться (τινί Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σκυδμαίνω:''' μόνο στον ενεστ., είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. απαρ. <i>σκυδμαινέμεν</i>).
|lsmtext='''σκυδμαίνω:''' μόνο στον ενεστ., είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. απαρ. <i>σκυδμαινέμεν</i>).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκυδμαίνω:''' (только эп. inf. σκυδμαινέμεν) гневаться, сердиться (τινί Hom.).
|lstext='''σκυδμαίνω''': [[σκύζομαι]], μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».
}}
{{elnl
|elnltext=σκυδμαίνω [~ σκύζομαι] boos zijn op, mopperen op, met dat.
}}
}}
{{etym
{{etym