Anonymous

στήλη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />colonne, <i>particul.</i> :<br /><b>I.</b> colonne d'appui, pilier pour soutenir un mur;<br /><b>II.</b> colonne, stèle (plaque de pierre verticale) pour servir d'indication :<br /><b>1</b> colonne, stèle funéraire;<br /><b>2</b> colonne, stèle commémorative;<br /><b>3</b> colonne, stèle où l'on affichait les actes publics, lois, ordonnances, décisions des assemblées, condamnations, <i>etc.</i> ; acte public (convention, traité, <i>etc.</i>) gravé sur une stèle;<br /><b>4</b> [[στήλη]] ἐσχάτη <i>ou</i> [[ἄκρα]] colonne <i>ou</i> borne à l'extrémité de la carrière;<br /><b>5</b> borne-frontière.<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; cf. [[ἵστημι]].
|btext=ης (ἡ) :<br />colonne, <i>particul.</i> :<br /><b>I.</b> colonne d'appui, pilier pour soutenir un mur;<br /><b>II.</b> colonne, stèle (plaque de pierre verticale) pour servir d'indication :<br /><b>1</b> colonne, stèle funéraire;<br /><b>2</b> colonne, stèle commémorative;<br /><b>3</b> colonne, stèle où l'on affichait les actes publics, lois, ordonnances, décisions des assemblées, condamnations, <i>etc.</i> ; acte public (convention, traité, <i>etc.</i>) gravé sur une stèle;<br /><b>4</b> [[στήλη]] ἐσχάτη <i>ou</i> [[ἄκρα]] colonne <i>ou</i> borne à l'extrémité de la carrière;<br /><b>5</b> borne-frontière.<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; cf. [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στήλη''': Δωρ. [[στάλα]], ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.)· - [[ὀγκώδης]] [[λίθος]] χρησιμεύων ὡς προστήριγμα ἢ ἀντηρὶς τοίχου, στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον Ἰλ. Μ. 259· ὡς εἰκὼν σταθερότητος, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· - [[ὡσαύτως]] [[ὀγκώδης]] [[λίθος]] ἐκ βραχώδους κρυστάλλου, ἐν ᾧ οἱ Αἰγύπτιοι ἔθαπτον τοὺς τεταριχευμένους νεκρούς, Ἡρόδ. 3. 24· - [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[ὀγκώδης]] [[λίθος]], «[[στήλη]]», Λατιν. c…pp…s, ([[μᾶλλον]] ἢ [[στῦλος]], [[κίων]], Λατιν. columna), μεταξὺ τοῦ κίονος καὶ τῆς στήλης ἐφ’ ᾗ ἐστιν ὁ στρατηγὸς ὁ [[χαλκοῦς]] Ἀνδοκ. 6. 15. ΙΙ. [[λίθος]] [[ὀγκώδης]], ἢ πλὰξ μετ’ ἐπιγραφῆς, [[μνημεῖον]]· [[ὅθεν]], 1) [[ἐπιτύμβιος]] [[λίθος]], Ἰλ. Λ. 371, Π. 457, Ὀδ. Μ. 14, Ἱππῶν. 9, Σιμωνίδ. 6· [[ὥστε]] [[στήλη]] μένει ἔμπεδον, ἥ τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Ἰλ. Ρ. 434· πρβλ. Ν. 437 [[ὥστε]] στήλην [[ἀτρέμας]] ἑσταότα· - στῆλαι ἀπὸ σημάτων Θουκ. 1.93· οὐ στηλῶν μόνον ... ἐπιγραφὴ ὁ αὐτ. 2. 43· [[μήτε]] στήλαις [[μήτε]] ὀνόμασι δηλοῦντας τοὺς τάφους Πλάτ. Νόμ. 873D· στάλαν [[θέμεν]] (ἐπὶ ποιητοῦ), Πινδ. Ν. 4.130. 2) [[ὀγκώδης]] [[λίθος]] ἢ πλὰξ ἑστημένη ἐν δημοσίῳ τόπῳ καὶ φέρουσα ἐπιγεγραμμένας ἐξιστορήσεις μαχῶν, ἀφιερώσεις, εὐχαριστίας, συνθήκας, ψηφίσματα καὶ ἄλλα τοιαῦτα, Ἡρόδ. 2. 102, 106., 4. 87, Ἀριστοφ. Ἀχ. 727, Θουκ. 5. 49, 56· [[στήλη]] λιθίνη, [[χαλκῆ]] [[αὐτόθι]] 47· τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παραγράψαι; Ἀριστοφ. Ἀχ. 513· ἐκ κύρβεων καὶ στηλῶν Λυσίας 184. 38, πρβλ. Ἀνδοκ. 13. 1., 27. 43· - γράφειν τινὰ εἰς στήλην, ἀναγράφειν ἐν στήλῃ, [[εἴτε]] πρὸς τιμήν, [[οἷον]] Ἡρόδ. 6.14· [[εἴτε]] πρὸς ἀτιμίαν καὶ [[ὄνειδος]], [[οἷον]] παρ’ Ἀνδοκ. 7. 45, Δημ. 121, 21, κτλ. (πρβλ. [[στηλίτης]], [[στηλιτεύω]])· - [[ὡσαύτως]] αὐτὸ τὸ ἐπιγεγραμμένον [[πρᾶγμα]], [[συμβόλαιον]], [[συμφωνία]], στήλας ἀναγράφειν Λυσ. 185. 12· κατὰ τὴν στήλην, κατὰ τὴν συμφωνίαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1051· στ. αἱ πρὸς Θηβαίους Δημ. 209. 5· [[μάτην]] ἐν ταῖς στ. ἐστὶν Ἰσοκρ. 77D· τῆς στ. τὰ ἀντίγραφα Δημ. 495. 23· παραβῆναι τὰς στ. Πολύβ. 26. 1, 4. 3) [[ὀγκώδης]] [[λίθος]] τεθειμένος ἐπὶ ἠνεχυρασμένου κτήματος πρὸς βεβαίωσιν τοῦ γενομένου, Πολύβ. 3. 85· ἴδε ἐν τέλ. [[στίζω]]. 4) [[στήλη]] δι’ ἧς σημειοῦται τὸ [[ὅριον]], «σύνορον», στήλας ὁρίζεσθαι Ξεν. Ἀν. 7. 5, 13· στήλαις διαλαβεῖν τοὺς ὅρους Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 278. 23· - ὁ κατὰ τὸ [[τέλος]] τοῦ σταδίου κατατεθειμένος [[λίθος]], περὶ ὃν ἔπρεπε νὰ κάμψωσιν οἱ ἀγωνιζόμενοι, Λατιν. meta, Σοφ. Ἠλ. 720, 744, Ξεν. Συμπ. 4, 6· - [[ἐντεῦθεν]], περὶ τὴν στ. διαφθείρεσθαι Λυσ. Ἀποσπ. 2. 3. 5) περὶ τοῦ Στῆλαι Ἡρακλήϊαι ἴδε ἐν λέξ. [[Ἡράκλειος]], καὶ πρβλ. Στράβ. 170 κἑξ.· - οὕτω, στ. Διονύσου, ὄρη ἐν τῇ Ἰνδικῇ, δι’ ὧν σημειοῦνται τὰ ὅρια τῆς περιηγήσεως τοῦ Βάκχου, Διον. Π. 623, πρβλ. 1164. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, ὡς τὸ στῦλος ἐκ τῆς √ΣΤΥ, [[στύω]]· - ἀλλ’ ὁ Αἰολικ. [[τύπος]] [[στάλλα]] (ὃ ἴδε) παρεκίνησε τὸν Κούρτ. (ἀρ. 218) νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΣΤΑΛ, στέλλω· πρβλ. καὶ στήλλη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3627, 1., 3902b. 10., 3982. 17, κ. ἀλλ.), Ἡσύχ.
|elnltext=στήλη -ης, ἡ, Dor. στᾱ́λα [~ στέλλω?, ~ἵστημι?] steenblok, steenplaat, steen, om muren te ondersteunen; Il. 12.259; als basis voor standbeelden. And. 1.38. markeringssteen, stèle langwerpige steen met monumentale functie: stèle, gedenksteen, m. n. van een grafsteen:; ἔνθα ἑ ταρχύσουσι κασίγνητοί τε ἔται τε τύμβῳ τε στήλῃ τε waar zijn broers en verwanten hem plechtig zullen begraven met een grafheuvel en een gedenksteen Il. 16.457; στῆλαι ἀπὸ σημάτων gedenkstenen verwijderd van grafmonumenten Thuc. 1.93.2; om weldoeners te eren; Hdt. 6.14.3; om de veroordeling van misdadigers publiekelijk bekend te maken; om besluiten, wetten, verdragen etc. publiekelijk bekend te maken:; τί βεβούλευται... ἐν στήλῃ παραγράψαι; wat is er besloten om... erbij te schrijven op de stèle? Aristoph. Lys. 513; overdr. van poëzie ter ere van iem.: monument; Pind.; uitbr. overeenkomst, besluit, decreet (vastgelegd op een stèle):. κατὰ τὴν στήλην in overeenstemming met het decreet Aristoph. Av. 1050. om grenzen aan te geven stèle, grenssteen:; στῆλαι Ἡρακλέαι de Zuilen van Herakles (d.w.z. de Straat van Gibraltar); ook als aanduiding van het keerpunt in de renbaan.
}}
{{elru
|elrutext='''στήλη:''' дор. [[στάλα|στάλᾱ]] (τᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[столб]], [[свая]] Hom.: Ἡράκλέος στᾶλαι Pind. = [[Στῆλαι]] Ἡρακλέους; σ. ἐξ ὑάλου πεποιημένη Her. столб, сделанный из стекла (или прозрачного камня);<br /><b class="num">2)</b> [[надгробный столб]] Hom., Thuc., Xen., Plat.: στάλαν [[θέμεν]] перен. Pind. воздвигнуть памятник;<br /><b class="num">3)</b> [[пограничный столб]], [[межевой знак]] Xen.: στήλαις διαλαβεῖν τοὺς ὅρους Dem. обозначить границы столбами;<br /><b class="num">4)</b> (на ристалищах), [[мета]], [[начальный или конечный столб]], Soph.: [[ἐγγὺς]] τῆς στήλης κάμψαι Xen. повернуть (колесницу) у самого столба;<br /><b class="num">5)</b> [[мемориальный столб]], [[стела]] (Dem.; ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι Her.): κατὰ τοὺς ἐν τῇ στήλῃ νόμους Plat. согласно начертанным на столбе законам; τὰς ξυνθήκας τὰς περὶ τῶν σπονδῶν ἀναγράψαι ἐν στήλῃ λιθίνῃ Thuc. записать условия мирного договора на каменном столбе;<br /><b class="num">6)</b> [[договор]], [[соглашение]]: κατὰ τὴν στήλην Arph. согласно договору; παραβῆναι τὰς στήλας Polyb. нарушить условия договора;<br /><b class="num">7)</b> [[закон]]: τὰ ἀντίγραφα τῆς στήλης Dem. копия закона.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 32: Line 35:
|lsmtext='''στήλη:''' Δωρ. [[στάλα]], <i>ἡ</i> ([[στέλλω]];),<br /><b class="num">I.</b> [[ογκώδης]] [[λίθος]], [[ογκόλιθος]] που χρησιμεύει ως [[στήριγμα]] ή [[αντέρεισμα]] τοίχου, [[αντιτείχισμα]], [[αντιστήριγμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· όγκος από βραχώδη [[κρύσταλλο]], μέσα στο οποίο οι Αιγύπτιοι έθαβαν τις μούμιες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ογκόλιθος]] ή λίθινη [[πλάκα]] που έφερε [[επιγραφή]]· ομοίως,<br /><b class="num">1.</b> [[επιτύμβιος]] [[λίθος]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[ογκόλιθος]] ή λίθινη [[πλάκα]] που έφερε επιγραφές, όπου καταγράφονταν πολεμικές νίκες, αναθήματα, συνθήκες, ψηφίσματα κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.· <i>γράφειν τινὰ εἰς στήλην</i>, <i>ἀναγράφειν ἐν στήλῃ</i>, [[είτε]] για να αποδώσει [[τιμή]] [[είτε]] για να επιφέρει [[ατίμωση]], σε Ηρόδ., Δημ.· επίσης, το αναγραφόμενο [[γεγονός]] καθ' εαυτό, [[συμβόλαιο]], [[συμφωνία]]· <i>κατὰ τὴν στήλην</i>, σύμφωνα με όσα προβλέπει η [[συμφωνία]], σε Αριστοφ.· <i>στῆλαι αἱ πρὸς Θηβαίους</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[στύλος]] που καθιστά εμφανές το όριο, το [[σύνορο]], σε Ξεν.· [[λίθος]] που βρισκόταν στο [[τέλος]] του σταδίου, [[εκεί]] όπου οι δρομείς έπρεπε να στρίψουν, Λατ. [[meta]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> για το <i>Στῆλαι Ἡρακλήϊαι</i>, βλ. [[Ἡράκλειος]].
|lsmtext='''στήλη:''' Δωρ. [[στάλα]], <i>ἡ</i> ([[στέλλω]];),<br /><b class="num">I.</b> [[ογκώδης]] [[λίθος]], [[ογκόλιθος]] που χρησιμεύει ως [[στήριγμα]] ή [[αντέρεισμα]] τοίχου, [[αντιτείχισμα]], [[αντιστήριγμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· όγκος από βραχώδη [[κρύσταλλο]], μέσα στο οποίο οι Αιγύπτιοι έθαβαν τις μούμιες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ογκόλιθος]] ή λίθινη [[πλάκα]] που έφερε [[επιγραφή]]· ομοίως,<br /><b class="num">1.</b> [[επιτύμβιος]] [[λίθος]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[ογκόλιθος]] ή λίθινη [[πλάκα]] που έφερε επιγραφές, όπου καταγράφονταν πολεμικές νίκες, αναθήματα, συνθήκες, ψηφίσματα κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.· <i>γράφειν τινὰ εἰς στήλην</i>, <i>ἀναγράφειν ἐν στήλῃ</i>, [[είτε]] για να αποδώσει [[τιμή]] [[είτε]] για να επιφέρει [[ατίμωση]], σε Ηρόδ., Δημ.· επίσης, το αναγραφόμενο [[γεγονός]] καθ' εαυτό, [[συμβόλαιο]], [[συμφωνία]]· <i>κατὰ τὴν στήλην</i>, σύμφωνα με όσα προβλέπει η [[συμφωνία]], σε Αριστοφ.· <i>στῆλαι αἱ πρὸς Θηβαίους</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[στύλος]] που καθιστά εμφανές το όριο, το [[σύνορο]], σε Ξεν.· [[λίθος]] που βρισκόταν στο [[τέλος]] του σταδίου, [[εκεί]] όπου οι δρομείς έπρεπε να στρίψουν, Λατ. [[meta]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> για το <i>Στῆλαι Ἡρακλήϊαι</i>, βλ. [[Ἡράκλειος]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στήλη:''' дор. [[στάλα|στάλᾱ]] (τᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[столб]], [[свая]] Hom.: Ἡράκλέος στᾶλαι Pind. = [[Στῆλαι]] Ἡρακλέους; σ. ἐξ ὑάλου πεποιημένη Her. столб, сделанный из стекла (или прозрачного камня);<br /><b class="num">2)</b> [[надгробный столб]] Hom., Thuc., Xen., Plat.: στάλαν [[θέμεν]] перен. Pind. воздвигнуть памятник;<br /><b class="num">3)</b> [[пограничный столб]], [[межевой знак]] Xen.: στήλαις διαλαβεῖν τοὺς ὅρους Dem. обозначить границы столбами;<br /><b class="num">4)</b> (на ристалищах), [[мета]], [[начальный или конечный столб]], Soph.: [[ἐγγὺς]] τῆς στήλης κάμψαι Xen. повернуть (колесницу) у самого столба;<br /><b class="num">5)</b> [[мемориальный столб]], [[стела]] (Dem.; ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι Her.): κατὰ τοὺς ἐν τῇ στήλῃ νόμους Plat. согласно начертанным на столбе законам; τὰς ξυνθήκας τὰς περὶ τῶν σπονδῶν ἀναγράψαι ἐν στήλῃ λιθίνῃ Thuc. записать условия мирного договора на каменном столбе;<br /><b class="num">6)</b> [[договор]], [[соглашение]]: κατὰ τὴν στήλην Arph. согласно договору; παραβῆναι τὰς στήλας Polyb. нарушить условия договора;<br /><b class="num">7)</b> [[закон]]: τὰ ἀντίγραφα τῆς στήλης Dem. копия закона.
|lstext='''στήλη''': Δωρ. [[στάλα]], ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.)· - [[ὀγκώδης]] [[λίθος]] χρησιμεύων ὡς προστήριγμα ἢ ἀντηρὶς τοίχου, στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον Ἰλ. Μ. 259· ὡς εἰκὼν σταθερότητος, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· - [[ὡσαύτως]] [[ὀγκώδης]] [[λίθος]] ἐκ βραχώδους κρυστάλλου, ἐν ᾧ οἱ Αἰγύπτιοι ἔθαπτον τοὺς τεταριχευμένους νεκρούς, Ἡρόδ. 3. 24· - [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[ὀγκώδης]] [[λίθος]], «[[στήλη]]», Λατιν. c…pp…s, ([[μᾶλλον]] ἢ [[στῦλος]], [[κίων]], Λατιν. columna), μεταξὺ τοῦ κίονος καὶ τῆς στήλης ἐφ’ ᾗ ἐστιν ὁ στρατηγὸς ὁ [[χαλκοῦς]] Ἀνδοκ. 6. 15. ΙΙ. [[λίθος]] [[ὀγκώδης]], ἢ πλὰξ μετ’ ἐπιγραφῆς, [[μνημεῖον]]· [[ὅθεν]], 1) [[ἐπιτύμβιος]] [[λίθος]], Ἰλ. Λ. 371, Π. 457, Ὀδ. Μ. 14, Ἱππῶν. 9, Σιμωνίδ. 6· [[ὥστε]] [[στήλη]] μένει ἔμπεδον, ἥ τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Ἰλ. Ρ. 434· πρβλ. Ν. 437 [[ὥστε]] στήλην [[ἀτρέμας]] ἑσταότα· - στῆλαι ἀπὸ σημάτων Θουκ. 1.93· οὐ στηλῶν μόνον ... ἐπιγραφὴ ὁ αὐτ. 2. 43· [[μήτε]] στήλαις [[μήτε]] ὀνόμασι δηλοῦντας τοὺς τάφους Πλάτ. Νόμ. 873D· στάλαν [[θέμεν]] (ἐπὶ ποιητοῦ), Πινδ. Ν. 4.130. 2) [[ὀγκώδης]] [[λίθος]] ἢ πλὰξ ἑστημένη ἐν δημοσίῳ τόπῳ καὶ φέρουσα ἐπιγεγραμμένας ἐξιστορήσεις μαχῶν, ἀφιερώσεις, εὐχαριστίας, συνθήκας, ψηφίσματα καὶ ἄλλα τοιαῦτα, Ἡρόδ. 2. 102, 106., 4. 87, Ἀριστοφ. Ἀχ. 727, Θουκ. 5. 49, 56· [[στήλη]] λιθίνη, [[χαλκῆ]] [[αὐτόθι]] 47· τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παραγράψαι; Ἀριστοφ. Ἀχ. 513· ἐκ κύρβεων καὶ στηλῶν Λυσίας 184. 38, πρβλ. Ἀνδοκ. 13. 1., 27. 43· - γράφειν τινὰ εἰς στήλην, ἀναγράφειν ἐν στήλῃ, [[εἴτε]] πρὸς τιμήν, [[οἷον]] Ἡρόδ. 6.14· [[εἴτε]] πρὸς ἀτιμίαν καὶ [[ὄνειδος]], [[οἷον]] παρ’ Ἀνδοκ. 7. 45, Δημ. 121, 21, κτλ. (πρβλ. [[στηλίτης]], [[στηλιτεύω]])· - [[ὡσαύτως]] αὐτὸ τὸ ἐπιγεγραμμένον [[πρᾶγμα]], [[συμβόλαιον]], [[συμφωνία]], στήλας ἀναγράφειν Λυσ. 185. 12· κατὰ τὴν στήλην, κατὰ τὴν συμφωνίαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1051· στ. αἱ πρὸς Θηβαίους Δημ. 209. [[μάτην]] ἐν ταῖς στ. ἐστὶν Ἰσοκρ. 77D· τῆς στ. τὰ ἀντίγραφα Δημ. 495. 23· παραβῆναι τὰς στ. Πολύβ. 26. 1, 4. 3) [[ὀγκώδης]] [[λίθος]] τεθειμένος ἐπὶ ἠνεχυρασμένου κτήματος πρὸς βεβαίωσιν τοῦ γενομένου, Πολύβ. 3. 85· ἴδε ἐν τέλ. [[στίζω]]. 4) [[στήλη]] δι’ ἧς σημειοῦται τὸ [[ὅριον]], «σύνορον», στήλας ὁρίζεσθαι Ξεν. Ἀν. 7. 5, 13· στήλαις διαλαβεῖν τοὺς ὅρους Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 278. 23· - ὁ κατὰ τὸ [[τέλος]] τοῦ σταδίου κατατεθειμένος [[λίθος]], περὶ ὃν ἔπρεπε νὰ κάμψωσιν οἱ ἀγωνιζόμενοι, Λατιν. meta, Σοφ. Ἠλ. 720, 744, Ξεν. Συμπ. 4, 6· - [[ἐντεῦθεν]], περὶ τὴν στ. διαφθείρεσθαι Λυσ. Ἀποσπ. 2. 3. 5) περὶ τοῦ Στῆλαι Ἡρακλήϊαι ἴδε ἐν λέξ. [[Ἡράκλειος]], καὶ πρβλ. Στράβ. 170 κἑξ.· - οὕτω, στ. Διονύσου, ὄρη ἐν τῇ Ἰνδικῇ, δι’ ὧν σημειοῦνται τὰ ὅρια τῆς περιηγήσεως τοῦ Βάκχου, Διον. Π. 623, πρβλ. 1164. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, ὡς τὸ στῦλος ἐκ τῆς √ΣΤΥ, [[στύω]]· - ἀλλ’ ὁ Αἰολικ. [[τύπος]] [[στάλλα]] (ὃ ἴδε) παρεκίνησε τὸν Κούρτ. (ἀρ. 218) νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΣΤΑΛ, στέλλω· πρβλ. καὶ στήλλη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3627, 1., 3902b. 10., 3982. 17, κ. ἀλλ.), Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=στήλη -ης, , Dor. στᾱ́λα [~ στέλλω?, ~ἵστημι?] steenblok, steenplaat, steen, om muren te ondersteunen; Il. 12.259; als basis voor standbeelden. And. 1.38. markeringssteen, stèle langwerpige steen met monumentale functie: stèle, gedenksteen, m. n. van een grafsteen:; ἔνθα ἑ ταρχύσουσι κασίγνητοί τε ἔται τε τύμβῳ τε στήλῃ τε waar zijn broers en verwanten hem plechtig zullen begraven met een grafheuvel en een gedenksteen Il. 16.457; στῆλαι ἀπὸ σημάτων gedenkstenen verwijderd van grafmonumenten Thuc. 1.93.2; om weldoeners te eren; Hdt. 6.14.3; om de veroordeling van misdadigers publiekelijk bekend te maken; om besluiten, wetten, verdragen etc. publiekelijk bekend te maken:; τί βεβούλευται... ἐν στήλῃ παραγράψαι; wat is er besloten om... erbij te schrijven op de stèle? Aristoph. Lys. 513; overdr. van poëzie ter ere van iem.: monument; Pind.; uitbr. overeenkomst, besluit, decreet (vastgelegd op een stèle):. κατὰ τὴν στήλην in overeenstemming met het decreet Aristoph. Av. 1050. om grenzen aan te geven stèle, grenssteen:; στῆλαι Ἡρακλέαι de Zuilen van Herakles (d.w.z. de Straat van Gibraltar); ook als aanduiding van het keerpunt in de renbaan.
}}
}}
{{etym
{{etym