Anonymous

στασιαστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />séditieux.<br />'''Étymologie:''' [[στασιάζω]].
|btext=ή, όν :<br />séditieux.<br />'''Étymologie:''' [[στασιάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στᾰσιαστικός''': , -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς στασιασμόν, ἀντίθετον τῷ [[πολιτικός]], Πλάτ. Πολιτ. 303C· λόγοι Αἰσχίν. 83. 34· πράττειν οὐδὲν στ. Πλουτ. Κοριολ. 6. - Ἐπίρρ., στασιαστικῶς ἔχειν, εἶμαι [[στασιαστικός]], [[διάκειμαι]] εὐκόλως εἰς στάσιν, [[περί]] τι Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· [[πρός]] τινα Δημ. 116. 9., 245. 20· στ. χρῆσθαι τοῖ ὀστρακισμοῖς, μὲ [[πνεῦμα]] στασιαστικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 23.
|elnltext=στασιαστικός -ή -όν [στασιάζω] die een partij of factie vormt, geneigd tot partijstrijd, partijdig; adv.. στασιαστικῶς ἔχειν πρὸς αὑτούς onderling in conflict zijn met elkaar Dem. 9.21; στασιαστικῶς ἐχρῶντο τοῖς ὀστρακισμοῖς ze gebruikten ostracismen voor partijpolitieke doeleinden Aristot. Pol. 1284b22. van zaken conflict of partijstrijd aanwakkerend, opruiend, oproerig.
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰσιαστικός:''' [[призывающий к восстанию]], [[мятежный]] (λόγοι Aeschin.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στᾰσιαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στασιασμό ή είναι [[ικανός]] για [[στάση]] ή [[εξέγερση]], [[στασιαστικός]], [[επαναστατικός]], [[αντάρτικος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· [[στασιαστικῶς]] ἔχειν, [[διάκειμαι]] ευνοϊκά [[απέναντι]] σε ενδεχόμενη [[στάση]], σε Δημ.
|lsmtext='''στᾰσιαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στασιασμό ή είναι [[ικανός]] για [[στάση]] ή [[εξέγερση]], [[στασιαστικός]], [[επαναστατικός]], [[αντάρτικος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· [[στασιαστικῶς]] ἔχειν, [[διάκειμαι]] ευνοϊκά [[απέναντι]] σε ενδεχόμενη [[στάση]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στᾰσιαστικός:''' [[призывающий к восстанию]], [[мятежный]] (λόγοι Aeschin.).
|lstext='''στᾰσιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς στασιασμόν, ἀντίθετον τῷ [[πολιτικός]], Πλάτ. Πολιτ. 303C· λόγοι Αἰσχίν. 83. 34· πράττειν οὐδὲν στ. Πλουτ. Κοριολ. 6. - Ἐπίρρ., στασιαστικῶς ἔχειν, εἶμαι [[στασιαστικός]], [[διάκειμαι]] εὐκόλως εἰς στάσιν, [[περί]] τι Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· [[πρός]] τινα Δημ. 116. 9., 245. 20· στ. χρῆσθαι τοῖ ὀστρακισμοῖς, μὲ [[πνεῦμα]] στασιαστικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 23.
}}
{{elnl
|elnltext=στασιαστικός -ή -όν [στασιάζω] die een partij of factie vormt, geneigd tot partijstrijd, partijdig; adv.. στασιαστικῶς ἔχειν πρὸς αὑτούς onderling in conflict zijn met elkaar Dem. 9.21; στασιαστικῶς ἐχρῶντο τοῖς ὀστρακισμοῖς ze gebruikten ostracismen voor partijpolitieke doeleinden Aristot. Pol. 1284b22. van zaken conflict of partijstrijd aanwakkerend, opruiend, oproerig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj