Anonymous

στόλος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> action de se préparer pour une marche ; action d'aller, de se mettre en marche, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> trajet, voyage : [[πάλιν]] τὸν στόλον ποιεῖσθαι XÉN reprendre (continuer) l'expédition ; ὁ [[οἴκαδε]] [[στόλος]] SOPH le retour dans les foyers;<br /><b>2</b> expédition militaire (par terre <i>ou</i> par eau);<br /><b>II.</b> troupe équipée et prête à se mettre en marche, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> armée;<br /><b>2</b> flotte;<br /><b>3</b> troupe, <i>en gén.</i> foule d'hommes, peuple;<br /><b>4</b> train, suite;<br /><b>III.</b> appendice saillant, <i>particul.</i> pièce garnie de fer qui émerge entre l'éperon ([[ἔμβολον]]) du vaisseau et la [[παρεμβολίς]] ; <i>ou en gén.</i> κωπήρη στόλον ESCHL appareil de rames.<br />'''Étymologie:''' [[στέλλω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> action de se préparer pour une marche ; action d'aller, de se mettre en marche, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> trajet, voyage : [[πάλιν]] τὸν στόλον ποιεῖσθαι XÉN reprendre (continuer) l'expédition ; ὁ [[οἴκαδε]] [[στόλος]] SOPH le retour dans les foyers;<br /><b>2</b> expédition militaire (par terre <i>ou</i> par eau);<br /><b>II.</b> troupe équipée et prête à se mettre en marche, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> armée;<br /><b>2</b> flotte;<br /><b>3</b> troupe, <i>en gén.</i> foule d'hommes, peuple;<br /><b>4</b> train, suite;<br /><b>III.</b> appendice saillant, <i>particul.</i> pièce garnie de fer qui émerge entre l'éperon ([[ἔμβολον]]) du vaisseau et la [[παρεμβολίς]] ; <i>ou en gén.</i> κωπήρη στόλον ESCHL appareil de rames.<br />'''Étymologie:''' [[στέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στόλος''': , ([[στέλλω]]) [[παρασκευή]], [[ἑτοιμασία]], ἰδίως ἡ εἰς πόλεμον, ἐξοπλισμὸς καὶ [[ἐκστρατεία]] κατὰ γῆν ἢ (συνηθέστερον) κατὰ θάλασσαν, συχν. παρ’ Ἡρόδ., στόλον... [[οὐκέτι]] κατὰ θάλασσαν.., ἀλλὰ κατ’ ἤπειρον 5. 64· συχν. μετὰ τῆς ἐπὶ μετ’ αἰτ., ὀ ἐπ. Αἰθίοπας στ. 3. 25· ἐπὶ Λυβίην στρατιῆς [[μέγας]] [[στόλος]] 4. 145· [[ὡσαύτως]], ὁ στ. [[αὐτόθι]] 73· στόλον αἴρειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Εὐρ. Ἑκ. 1141· τεθριποβάμων στ., παρασκευὴ καὶ συνοδεία μὲ τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 989. 2) [[καθόλου]], [[ὁδοιπορία]] ἢ (συχνότερον) [[ταξείδιον]], Σοφ. Φιλ. 499. 2) [[καθόλου]], [[ὁδοιπορία]] ἢ (συχνότερον) [[ταξείδιον]], Σοφ. Φιλ. 499· οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην στ. [[αὐτόθι]] 490· στ. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16· πλεῦσαι Σοφ. Φιλ. 1037· ἰδίῳ στόλῳ, ταξειδεύων ἰδιαιτέρως, ἀναλαβὼν τὸ [[ταξείδιον]] τοῦτο [[μόνος]], αὐτοβούλως, ἀντίθετον τῷ δημοσίῳ ἢ κοινῷ στ., Ἡρόδ. 5. 63., 6. 39, πρβλ. Θουκ. 8. 9· μεταφορ., εὐανθέα στ. ἀναβαίνειν Πινδ. Π. 2. 114· ἐλευθέρῳ στόλῳ, ἐλευθέρως πορευόμενος, [[αὐτόθι]] 8. 141· πατρῶον στόλον, ἐπιρρηματικῶς,πεμφθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρός, Schäf. εἰς Σοφ. Τρ. 562. β) ὁ σκοπὸς ἢ ἡ [[αἰτία]] τοῦ ταξειδίου, [[ἀποστολή]], Σοφ. Ο. Κ. 358· τινὶ στόλῳ προσέσχες.., [[πόθεν]] [[πλέων]]; πρὸς ὃ ὁ [[Νεοπτόλεμος]] ἀποκρίνεται, ἐξ Ἰλίου.. ναυστολῶ Σοφ. Φιλ. 244· δὲ στ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα Ἀριστοφ. Ὄρν. 46. 3) [[ὁπλισμός]], [[ἐξοπλισμός]], [[στρατιά]], Ἡρόδ. 5. 64· τὸ ἑπτάλογχον στ., ἐπὶ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Σοφ. Ο. Κ. 1305, πρβλ. Τρ. 226, 496, κτλ.· - ἤ, [[θαλασσία]] [[δύναμις]], [[στόλος]] πλοίων, Ἡρόδ. 1. 4., 5. 43· στ. [[χιλιοναύτης]], ἐπὶ τῆς [[ἐναντίον]] τῆς Τροίας ἐκστρατείας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 45, πρβλ. 577· ναυβάτῃ στόλῳ Σοφ. Φιλ. 270· οὐ πολλῷ στόλῳ, δηλ. μὲ ἕν μόνον [[πλοῖον]], [[αὐτόθι]] 547, πρβλ. 561· νεῶν στ. Θουκ. 1. 31· στ. ἀγείρειν [[αὐτόθι]] 9· συναγείρειν Ἡρόδ. 1. 4· ἀντίθετ. τῷ καταλύειν, αὐτ. 7. 16, 2· [[καθόλου]], συνοδεία [[συμμορία]], [[στρατός]], συχν. ἐν ταῖς Ἱκέτισι τοῦ Αἰσχύλ., [[οἷον]] 2. 29· παίδων, γυναικῶν, πρεσβυτίδων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1027, πρβλ. 856· νοσεῖ δέ μοι [[πρόπας]] [[στόλος]], [[ἅπας]] [[λαός]], Σοφ. Ο. Τ. 169. 4) παγκρατίου στ., περιφρ. ἀντὶ τοῦ [[παγκράτιον]], Πινδ. Ν. 3. 27· στ. λόγων, [[διήγημα]], Ἐμπεδ. 87. ΙΙ. [[παράρτημα]], [[ἔκφυμα]], στ. [[ὀμφαλώδης]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· τὸ ὑπολειπόμενον μικρὸν [[τεμάχιον]] μετὰ τὴν ἐκτομὴν τῆς οὐρᾶς ἐν τοῖς ζῴοις, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 5· σμικροῦ γ΄ ἕνεκεν [κέρκου] ἔχουσί τινα στόλον [[αὐτόθι]] 4. 10, 52. 2) = ἔμβολον, τὸ ἔμβολον πλοίου οὗ τὸ ἔσχατον [[ἄκρον]] ἐκαλεῖτο [[ἀκροστόλιον]], Πινδ. Π. 2. 114· ἦτο δὲ κεκαλυμμένον διὰ πλακῶν χαλκοῦ, [[χαλκήρης]] [[στόλος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 408, πρβλ. Ἑρμην. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 1135· [[δώδεκα]] στόλοι ναῶν, ἀντὶ [[δώδεκα]] νᾶες, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 277· δρυοπαγὴς στ. = [[πάσσαλος]], Σοφ. (Ἀποσπ. 629) παρ’ Ἡσυχ.
|elnltext=στόλος -ου, ὁ [στέλλω] reis, tocht vooral milit. expeditie, veldtocht:. ὁ ἐπ’ Αἰθίοπας σ. de expeditie tegen de Ethiopiërs Hdt. 3.26.1; στρατιῆς σ. legerexpeditie Hdt. 4.145.1; ὁ πρὸς Ἴλιον σ. de expeditie tegen Troje Soph. Ph. 247; στόλον καταλύειν een expeditie afblazen Hdt. 7.16.β 1. alg., over land of over zee reis:; ὁ οἴκαδε σ. de reis naar huis Soph. Ph. 499; στόλον πλεῦσαι een zeereis maken Soph. Ph. 1037; ὅκως ἔλθοιεν Σπαρτιητέων ἄνδρες εἴτε ἰδίῳ στόλῳ εἴτε δημοσίῳ telkens wanneer er mannen uit Sparta kwamen, ofwel op eigen gelegenheid ofwel van staatswege Hdt. 5.63.1; ὁ … σ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα onze missie gaat naar Tereus Aristoph. Av. 46; overdr.. λόγου σ. de gang van het betoog Emp. B 17.26. groep milit. krijgsmacht, leger:; στόλον αἴρειν een krijgsmacht op de been brengen; τὸν ἑπτάλογχον στόλον het leger van de zeven speren (d.w.z. met zeven afdelingen) Soph. OC 1305; vloot:; νεῶν σ. een vloot schepen Thuc. 1.31.1; ook zonder νεῶν:. στόλον ( συν ) ἀγείρειν een vloot bijeenbrengen. alg. groep, menigte, meestal in beweging:. σ. πρεσβυτίδων een menigte oude vrouwen Aeschl. Eum. 1027; σὺν πολλῷ στόλῳ met een groot gezelschap Soph. Tr. 496; πρόπας σ. het hele volk Soph. OT 170. concr. uitrusting:; τεθριπποβάμονι στόλῳ met een equipage van een wagen met vier paarden Eur. Or. 990; voorsteven (van een schip).
}}
{{elru
|elrutext='''στόλος:''' <br /><b class="num">1)</b> [[военная экспедиция]], [[поход]] (κατὰ θάλασσαν Her.; Φρυγῶν ἐς αἶαν Eur.): ὁ πρὸς [[Ἴλιον]] σ. Soph. поход на Илион;<br /><b class="num">2)</b> [[путешествие]], [[поездка]] (πλεῦσαι τὸν στόλον Soph.; [[εἴτε]] ἰδίῳ στόλῳ [[εἴτε]] δημοσίῳ [[χρᾶσθαι]] Her.): [[τεθριπποβάμων]] σ. Eur. езда на четырехконной колеснице; [[πάλιν]] τὸν στόλον ποιεῖσθαι Xen. совершать обратный путь; ὁ [[οἴκαδε]] σ. Soph. возвращение домой;<br /><b class="num">3)</b> [[путь]], [[направление]] (τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[свита]], [[сопровождение]] (σὺν πολλῷ στόλῳ Soph.);<br /><b class="num">5)</b> [[вооруженные силы]], [[войско]]: στόλον στέλλειν Her. снаряжать войско;<br /><b class="num">6)</b> [[флот]] ([[νεῶν]] σ. Thuc.): σ. [[χιλιοναύτης]] Aesch. флот из тысячи кораблей;<br /><b class="num">7)</b> [[толпа]], [[масса]] (παίδων, πρεσβυτίδων Aesch.): [[πρόπας]] σ. Soph. весь народ; λόγων σ. Emped. рой слов, т. е. речи; [[κωπήρης]] σ. Aesch. ряды весел;<br /><b class="num">8)</b> [[придаток]], [[отросток]] ([[ὀμφαλώδης]] Arst.);<br /><b class="num">9)</b> [[стебель]], [[стержень]] (κέρκου Arst.);<br /><b class="num">10)</b> ( = [[ἔμβολον]]) острый конец корабельного носа ([[χαλκήρης]] Aesch.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''στόλος:''' ὁ ([[στέλλω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφοδιασμός]], [[εξοπλισμός]] για πολεμικούς σκοπούς, [[εκστρατεία]] από [[ξηρά]] ή [[θάλασσα]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· [[τεθριπποβάμων]] [[στόλος]], [[εφοδιοπομπή]] με [[τέθριππο]], με [[τέσσερις]] ίππους, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[οδοιπορία]] ή [[ταξίδι]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>ἰδίῳ στόλῳ</i>, ταξιδεύοντας με δική μου [[πρωτοβουλία]], αντίθ. προς το <i>δημοσίῳ</i> ή <i>κοινῷ στόλῳ</i>, (εκπροσωπώντας την πόλη), σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[σκοπός]] ή [[αιτία]] ενός ταξιδιού, [[αποστολή]], [[θέλημα]], [[υπηρεσία]] που έχει ανατεθεί σε κάποιον, σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[οπλισμός]], [[εξοπλισμός]], [[στρατιά]] ή θαλάσσια [[δύναμη]], [[στόλος]], σε Αττ.· <i>οὐ πολλῷ στόλῳ</i>, δηλ. με ένα μόνον [[πλοίο]], σε Σοφ.· [[πρόπας]] [[στόλος]], όλος ο [[λαός]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> παγκρατίου [[στόλος]], περίφρ. αντί [[παγκράτιον]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἔμβολον]], [[έμβολο]] πλοίου, στον ίδ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''στόλος:''' ὁ ([[στέλλω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφοδιασμός]], [[εξοπλισμός]] για πολεμικούς σκοπούς, [[εκστρατεία]] από [[ξηρά]] ή [[θάλασσα]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· [[τεθριπποβάμων]] [[στόλος]], [[εφοδιοπομπή]] με [[τέθριππο]], με [[τέσσερις]] ίππους, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[οδοιπορία]] ή [[ταξίδι]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>ἰδίῳ στόλῳ</i>, ταξιδεύοντας με δική μου [[πρωτοβουλία]], αντίθ. προς το <i>δημοσίῳ</i> ή <i>κοινῷ στόλῳ</i>, (εκπροσωπώντας την πόλη), σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[σκοπός]] ή [[αιτία]] ενός ταξιδιού, [[αποστολή]], [[θέλημα]], [[υπηρεσία]] που έχει ανατεθεί σε κάποιον, σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[οπλισμός]], [[εξοπλισμός]], [[στρατιά]] ή θαλάσσια [[δύναμη]], [[στόλος]], σε Αττ.· <i>οὐ πολλῷ στόλῳ</i>, δηλ. με ένα μόνον [[πλοίο]], σε Σοφ.· [[πρόπας]] [[στόλος]], όλος ο [[λαός]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> παγκρατίου [[στόλος]], περίφρ. αντί [[παγκράτιον]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἔμβολον]], [[έμβολο]] πλοίου, στον ίδ., σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στόλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[военная экспедиция]], [[поход]] (κατὰ θάλασσαν Her.; Φρυγῶν ἐς αἶαν Eur.): ὁ πρὸς [[Ἴλιον]] σ. Soph. поход на Илион;<br /><b class="num">2)</b> [[путешествие]], [[поездка]] (πλεῦσαι τὸν στόλον Soph.; [[εἴτε]] ἰδίῳ στόλῳ [[εἴτε]] δημοσίῳ [[χρᾶσθαι]] Her.): [[τεθριπποβάμων]] σ. Eur. езда на четырехконной колеснице; [[πάλιν]] τὸν στόλον ποιεῖσθαι Xen. совершать обратный путь; [[οἴκαδε]] σ. Soph. возвращение домой;<br /><b class="num">3)</b> [[путь]], [[направление]] (τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[свита]], [[сопровождение]] (σὺν πολλῷ στόλῳ Soph.);<br /><b class="num">5)</b> [[вооруженные силы]], [[войско]]: στόλον στέλλειν Her. снаряжать войско;<br /><b class="num">6)</b> [[флот]] ([[νεῶν]] σ. Thuc.): σ. [[χιλιοναύτης]] Aesch. флот из тысячи кораблей;<br /><b class="num">7)</b> [[толпа]], [[масса]] (παίδων, πρεσβυτίδων Aesch.): [[πρόπας]] σ. Soph. весь народ; λόγων σ. Emped. рой слов, т. е. речи; [[κωπήρης]] σ. Aesch. ряды весел;<br /><b class="num">8)</b> [[придаток]], [[отросток]] ([[ὀμφαλώδης]] Arst.);<br /><b class="num">9)</b> [[стебель]], [[стержень]] (κέρκου Arst.);<br /><b class="num">10)</b> ( = [[ἔμβολον]]) острый конец корабельного носа ([[χαλκήρης]] Aesch.).
|lstext='''στόλος''': ὁ, ([[στέλλω]]) [[παρασκευή]], [[ἑτοιμασία]], ἰδίως ἡ εἰς πόλεμον, ἐξοπλισμὸς καὶ [[ἐκστρατεία]] κατὰ γῆν ἢ (συνηθέστερον) κατὰ θάλασσαν, συχν. παρ’ Ἡρόδ., στόλον... [[οὐκέτι]] κατὰ θάλασσαν.., ἀλλὰ κατ’ ἤπειρον 5. 64· συχν. μετὰ τῆς ἐπὶ μετ’ αἰτ., ὀ ἐπ. Αἰθίοπας στ. 3. 25· ἐπὶ Λυβίην στρατιῆς [[μέγας]] [[στόλος]] 4. 145· [[ὡσαύτως]], ὁ στ. [[αὐτόθι]] 73· στόλον αἴρειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Εὐρ. Ἑκ. 1141· τεθριποβάμων στ., παρασκευὴ καὶ συνοδεία μὲ τέθριππον, αὐτ. ἐν Ὀρ. 989. 2) [[καθόλου]], [[ὁδοιπορία]] (συχνότερον) [[ταξείδιον]], Σοφ. Φιλ. 499. 2) [[καθόλου]], [[ὁδοιπορία]] (συχνότερον) [[ταξείδιον]], Σοφ. Φιλ. 499· οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην στ. [[αὐτόθι]] 490· στ. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16· πλεῦσαι Σοφ. Φιλ. 1037· ἰδίῳ στόλῳ, ταξειδεύων ἰδιαιτέρως, ἀναλαβὼν τὸ [[ταξείδιον]] τοῦτο [[μόνος]], αὐτοβούλως, ἀντίθετον τῷ δημοσίῳ ἢ κοινῷ στ., Ἡρόδ. 5. 63., 6. 39, πρβλ. Θουκ. 8. 9· μεταφορ., εὐανθέα στ. ἀναβαίνειν Πινδ. Π. 2. 114· ἐλευθέρῳ στόλῳ, ἐλευθέρως πορευόμενος, [[αὐτόθι]] 8. 141· πατρῶον στόλον, ἐπιρρηματικῶς,πεμφθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρός, Schäf. εἰς Σοφ. Τρ. 562. β) ὁ σκοπὸς ἢ ἡ [[αἰτία]] τοῦ ταξειδίου, [[ἀποστολή]], Σοφ. Ο. Κ. 358· τινὶ στόλῳ προσέσχες.., [[πόθεν]] [[πλέων]]; πρὸς ὃ ὁ [[Νεοπτόλεμος]] ἀποκρίνεται, ἐξ Ἰλίου.. ναυστολῶ Σοφ. Φιλ. 244· ὁ δὲ στ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα Ἀριστοφ. Ὄρν. 46. 3) [[ὁπλισμός]], [[ἐξοπλισμός]], [[στρατιά]], Ἡρόδ. 5. 64· τὸ ἑπτάλογχον στ., ἐπὶ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Σοφ. Ο. Κ. 1305, πρβλ. Τρ. 226, 496, κτλ.· - ἤ, [[θαλασσία]] [[δύναμις]], [[στόλος]] πλοίων, Ἡρόδ. 1. 4., 5. 43· στ. [[χιλιοναύτης]], ἐπὶ τῆς [[ἐναντίον]] τῆς Τροίας ἐκστρατείας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 45, πρβλ. 577· ναυβάτῃ στόλῳ Σοφ. Φιλ. 270· οὐ πολλῷ στόλῳ, δηλ. μὲ ἕν μόνον [[πλοῖον]], [[αὐτόθι]] 547, πρβλ. 561· νεῶν στ. Θουκ. 1. 31· στ. ἀγείρειν [[αὐτόθι]] 9· συναγείρειν Ἡρόδ. 1. 4· ἀντίθετ. τῷ καταλύειν, αὐτ. 7. 16, 2· [[καθόλου]], συνοδεία [[συμμορία]], [[στρατός]], συχν. ἐν ταῖς Ἱκέτισι τοῦ Αἰσχύλ., [[οἷον]] 2. 29· παίδων, γυναικῶν, πρεσβυτίδων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1027, πρβλ. 856· νοσεῖ δέ μοι [[πρόπας]] [[στόλος]], [[ἅπας]] [[λαός]], Σοφ. Ο. Τ. 169. 4) παγκρατίου στ., περιφρ. ἀντὶ τοῦ [[παγκράτιον]], Πινδ. Ν. 3. 27· στ. λόγων, [[διήγημα]], Ἐμπεδ. 87. ΙΙ. [[παράρτημα]], [[ἔκφυμα]], στ. [[ὀμφαλώδης]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· τὸ ὑπολειπόμενον μικρὸν [[τεμάχιον]] μετὰ τὴν ἐκτομὴν τῆς οὐρᾶς ἐν τοῖς ζῴοις, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 5· σμικροῦ γ΄ ἕνεκεν [κέρκου] ἔχουσί τινα στόλον [[αὐτόθι]] 4. 10, 52. 2) = ἔμβολον, τὸ ἔμβολον πλοίου οὗ τὸ ἔσχατον [[ἄκρον]] ἐκαλεῖτο [[ἀκροστόλιον]], Πινδ. Π. 2. 114· ἦτο δὲ κεκαλυμμένον διὰ πλακῶν χαλκοῦ, [[χαλκήρης]] [[στόλος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 408, πρβλ. Ἑρμην. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 1135· [[δώδεκα]] στόλοι ναῶν, ἀντὶ [[δώδεκα]] νᾶες, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 277· δρυοπαγὴς στ. = [[πάσσαλος]], Σοφ. (Ἀποσπ. 629) παρ’ Ἡσυχ.
}}
{{elnl
|elnltext=στόλος -ου, [στέλλω] reis, tocht vooral milit. expeditie, veldtocht:. ὁ ἐπ’ Αἰθίοπας σ. de expeditie tegen de Ethiopiërs Hdt. 3.26.1; στρατιῆς σ. legerexpeditie Hdt. 4.145.1; πρὸς Ἴλιον σ. de expeditie tegen Troje Soph. Ph. 247; στόλον καταλύειν een expeditie afblazen Hdt. 7.16.β 1. alg., over land of over zee reis:; οἴκαδε σ. de reis naar huis Soph. Ph. 499; στόλον πλεῦσαι een zeereis maken Soph. Ph. 1037; ὅκως ἔλθοιεν Σπαρτιητέων ἄνδρες εἴτε ἰδίῳ στόλῳ εἴτε δημοσίῳ telkens wanneer er mannen uit Sparta kwamen, ofwel op eigen gelegenheid ofwel van staatswege Hdt. 5.63.1; ὁ … σ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα onze missie gaat naar Tereus Aristoph. Av. 46; overdr.. λόγου σ. de gang van het betoog Emp. B 17.26. groep milit. krijgsmacht, leger:; στόλον αἴρειν een krijgsmacht op de been brengen; τὸν ἑπτάλογχον στόλον het leger van de zeven speren (d.w.z. met zeven afdelingen) Soph. OC 1305; vloot:; νεῶν σ. een vloot schepen Thuc. 1.31.1; ook zonder νεῶν:. στόλον ( συν ) ἀγείρειν een vloot bijeenbrengen. alg. groep, menigte, meestal in beweging:. σ. πρεσβυτίδων een menigte oude vrouwen Aeschl. Eum. 1027; σὺν πολλῷ στόλῳ met een groot gezelschap Soph. Tr. 496; πρόπας σ. het hele volk Soph. OT 170. concr. uitrusting:; τεθριπποβάμονι στόλῳ met een equipage van een wagen met vier paarden Eur. Or. 990; voorsteven (van een schip).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj