Anonymous

συγγένεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> parenté : [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><b>2</b> parenté, ensemble des parents, famille ; membre d'une famille, parent ; [[αἱ]] συγγένειαι les familles.<br />'''Étymologie:''' [[συγγενής]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> parenté : [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><b>2</b> parenté, ensemble des parents, famille ; membre d'une famille, parent ; [[αἱ]] συγγένειαι les familles.<br />'''Étymologie:''' [[συγγενής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγγένεια''': ἡ, (συγγενὴς) ταυτότης γένου, κοινὴ [[καταγωγή]], ὡς καὶ νῦν, [[συγγένεια]], Εὐρ. Ι. Α. 492, Θουκ. 3. 65, κτλ.· πρὸς ξυγγενείας καὶ κηδεστίας Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 21· μετὰ γεν., [[συγγένεια]] μετά τινος ἢ [[πρός]] τινα, ξ. τοῦ θεοῦ Πλάτ. Πρωτ. 322Α· διὰ τὴν τοῦ Ἡρακλέους ξ. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 205C, πρβλ. Χαρμ. 155Α· - οὕτω μετὰ δοτ., κατὰ τὴν αὑτῶν ἑκατέροις ξ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 3?7D· ξ. ἔχειν τινὶ [[αὐτόθι]] 257D· [[ὡσαύτως]], ἡ πρὸς τοὺς παῖδας σ. Ἰσοκρ. 19D ἡ πρὸς ἀλλήλους σ. [[αὐτόθι]] 49Β, κτλ.· - [[κυρίως]] δὲν λέγεται ἐπὶ τῆς σχέσεως τῶν γονέων καὶ τέκνων (ἴδε συγγενὴς ΙΙ, 1, β), γένος γάρ, ἀλλ’ οὐχὶ [[συγγένεια]], τοῦτ’ ἔστιν Ἰσαῖος 72. 32, ἀλλ’ [[ὅμως]] πρβλ. Διόδ. 13. 20. 2) δεσμοὶ συγγενείας, οἰκογενειακαὶ σχέσεις, οἰκογενειακὴ [[ἰσχύς]], Πλάτ. 491C, Συμπ. 178C. 3) ἡ [[σχέσις]] ἀποικίας πρὸς τὴν μητρόπολιν, Wölf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 328. 4) μεταφ., κατὰ σ. τῆς μορφῆς Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 5· ἡ πρὸς τὸ ... ἱερὸν πῦρ σ. παντὸς πυρὸς Πλούτ. 2. 702Ε· ὤτων καὶ γλώττης Λουκ. Ἡρακλ. 5. ΙΙ. συγγενεῖς, ἡ οἰκογένεια, Εὐρ. Ὀρ. 733· ἐπὶ ἑνὸς συγγενοῦς μόνου, [[αὐτόθι]] 1233· - περιληπτικῶς, ἅπαντες οἱ συγγενεῖς τινος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 749· ἡ Περικλέους ὅλη [[οἰκία]] ἢ ἄλλη [[συγγένεια]] Πλάτ. Γοργ. 472Β, πρβλ. Χαρμ. 155Α· ἐν τῷ πληθ., οἰκογένεια, Δημ. 25. 87., 796. 17. 2) ἐπὶ ζῴων, παρὰ τὰς συγγενείας συνδυάζεσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 11, 7, πρβλ. 5. 1· - [[καθόλου]], [[εἶδος]], [[τάξις]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 9, 2.
|elnltext=συγγένεια -ας, ἡ, Att. ook ξυγγένεια [συγγενής] verwantschap, familieband, met gen., met dat., met πρός + acc. met iem.. πρὸς ἀλλήλους σ. de onderlinge verwantschap Isocr. 4.43. familie:; ἥ τε οἰκία καὶ σ. het huis en de familie Plat. Lg. 627c; οὐδείς ἐστιν ἐκ τῆς συγγενείας σου er is niemand in je familie NT Luc. 1.61; van één persoon verwant. Eur. Or. 1233.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγένεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[общность происхождения]], [[родство]] (τινος и τινι Plat. или πρός τινα Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[общность]], [[внутренняя связь]] (τῶν [[ὤτων]] καὶ γλώττης Luc.): κατὰ συγγένειαν τῆς μορφῆς Arst. по морфологическому сходству;<br /><b class="num">3)</b> [[родня]], [[род]], [[семья]]: ἀπὸ τῆς τοῦ Σόλωνος συγγενείας Plat. из рода Солона; φίλοι καὶ σ. Eur. друзья и родные;<br /><b class="num">4)</b> [[родственник]]: σ. πατρὸς [[ἐμοῦ]] Eur. родственник моего отца;<br /><b class="num">5)</b> лог. [[род]], [[класс]], [[категория]] (ἐν τῇ αὐτῇ συγγενείᾳ εἶναι Arst.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''συγγένεια:''' ἡ ([[συγγενής]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ταυτότητα]] γένους ή οικογενειακής καταγωγής, εξ αίματος [[συγγένεια]], [[γενιά]], [[γενεά]], σε Ευρ. κ.λπ.· με γεν., [[γενιά]], εξ αίματος [[συγγένεια]] με ή προς κάποιον, ἡ [[ξυγγένεια]] τοῦ θεοῦ, σε Πλάτ.· επίσης, ἡ πρὸς τοὺς παῖδας [[συγγένεια]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> συγγενικοί δεσμοί, οικογενειακή [[σχέση]], [[επιρροή]], [[ισχύς]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[γενιά]] κάποιου, σόι, εξ αίματος συγγενείς του, σε Ευρ.· στον πληθ., οικογένειες, [[οίκοι]], σε Δημ.
|lsmtext='''συγγένεια:''' ἡ ([[συγγενής]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ταυτότητα]] γένους ή οικογενειακής καταγωγής, εξ αίματος [[συγγένεια]], [[γενιά]], [[γενεά]], σε Ευρ. κ.λπ.· με γεν., [[γενιά]], εξ αίματος [[συγγένεια]] με ή προς κάποιον, ἡ [[ξυγγένεια]] τοῦ θεοῦ, σε Πλάτ.· επίσης, ἡ πρὸς τοὺς παῖδας [[συγγένεια]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> συγγενικοί δεσμοί, οικογενειακή [[σχέση]], [[επιρροή]], [[ισχύς]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[γενιά]] κάποιου, σόι, εξ αίματος συγγενείς του, σε Ευρ.· στον πληθ., οικογένειες, [[οίκοι]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγγένεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[общность происхождения]], [[родство]] (τινος и τινι Plat. или πρός τινα Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[общность]], [[внутренняя связь]] (τῶν [[ὤτων]] καὶ γλώττης Luc.): κατὰ συγγένειαν τῆς μορφῆς Arst. по морфологическому сходству;<br /><b class="num">3)</b> [[родня]], [[род]], [[семья]]: ἀπὸ τῆς τοῦ Σόλωνος συγγενείας Plat. из рода Солона; φίλοι καὶ σ. Eur. друзья и родные;<br /><b class="num">4)</b> [[родственник]]: σ. πατρὸς [[ἐμοῦ]] Eur. родственник моего отца;<br /><b class="num">5)</b> лог. [[род]], [[класс]], [[категория]] (ἐν τῇ αὐτῇ συγγενείᾳ εἶναι Arst.).
|lstext='''συγγένεια''': , (συγγενὴς) ταυτότης γένου, κοινὴ [[καταγωγή]], ὡς καὶ νῦν, [[συγγένεια]], Εὐρ. Ι. Α. 492, Θουκ. 3. 65, κτλ.· πρὸς ξυγγενείας καὶ κηδεστίας Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 21· μετὰ γεν., [[συγγένεια]] μετά τινος ἢ [[πρός]] τινα, ἡ ξ. τοῦ θεοῦ Πλάτ. Πρωτ. 322Α· διὰ τὴν τοῦ Ἡρακλέους ξ. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 205C, πρβλ. Χαρμ. 155Α· - οὕτω μετὰ δοτ., κατὰ τὴν αὑτῶν ἑκατέροις ξ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 3?7D· ξ. ἔχειν τινὶ [[αὐτόθι]] 257D· [[ὡσαύτως]], ἡ πρὸς τοὺς παῖδας σ. Ἰσοκρ. 19D ἡ πρὸς ἀλλήλους σ. [[αὐτόθι]] 49Β, κτλ.· - [[κυρίως]] δὲν λέγεται ἐπὶ τῆς σχέσεως τῶν γονέων καὶ τέκνων (ἴδε συγγενὴς ΙΙ, 1, β), γένος γάρ, ἀλλ’ οὐχὶ [[συγγένεια]], τοῦτ’ ἔστιν Ἰσαῖος 72. 32, ἀλλ’ [[ὅμως]] πρβλ. Διόδ. 13. 20. 2) δεσμοὶ συγγενείας, οἰκογενειακαὶ σχέσεις, οἰκογενειακὴ [[ἰσχύς]], Πλάτ. 491C, Συμπ. 178C. 3) ἡ [[σχέσις]] ἀποικίας πρὸς τὴν μητρόπολιν, Wölf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 328. 4) μεταφ., κατὰ σ. τῆς μορφῆς Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 5· ἡ πρὸς τὸ ... ἱερὸν πῦρ σ. παντὸς πυρὸς Πλούτ. 2. 702Ε· ὤτων καὶ γλώττης Λουκ. Ἡρακλ. 5. ΙΙ. συγγενεῖς, ἡ οἰκογένεια, Εὐρ. Ὀρ. 733· ἐπὶ ἑνὸς συγγενοῦς μόνου, [[αὐτόθι]] 1233· - περιληπτικῶς, ἅπαντες οἱ συγγενεῖς τινος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 749· ἡ Περικλέους ὅλη [[οἰκία]] ἢ ἄλλη [[συγγένεια]] Πλάτ. Γοργ. 472Β, πρβλ. Χαρμ. 155Α· ἐν τῷ πληθ., οἰκογένεια, Δημ. 25. 87., 796. 17. 2) ἐπὶ ζῴων, παρὰ τὰς συγγενείας συνδυάζεσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 11, 7, πρβλ. 5. 1· - [[καθόλου]], [[εἶδος]], [[τάξις]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 9, 2.
}}
{{elnl
|elnltext=συγγένεια -ας, ἡ, Att. ook ξυγγένεια [συγγενής] verwantschap, familieband, met gen., met dat., met πρός + acc. met iem.. ἡ πρὸς ἀλλήλους σ. de onderlinge verwantschap Isocr. 4.43. familie:; ἥ τε οἰκία καὶ ἡ σ. het huis en de familie Plat. Lg. 627c; οὐδείς ἐστιν ἐκ τῆς συγγενείας σου er is niemand in je familie NT Luc. 1.61; van één persoon verwant. Eur. Or. 1233.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj