Anonymous

συμπάσχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=éprouver les mêmes sentiments ; sympathiser avec, compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πάσχω]].
|btext=éprouver les mêmes sentiments ; sympathiser avec, compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πάσχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπάσχω''': [[πάσχω]] τὸ αὐτό, [[παθαίνω]] τὸ [[ἴδιον]] [[πρᾶγμα]], οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσιν Πλάτ. Χαρμ. 169C. II. μετὰ δοτ., ὁμοίως διατίθεμαι, τὰ αὐτὰ [[αἰσθάνομαι]], ἀλλήλοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 9· τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ [[σῶμα]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 1, 2· τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ [[ἧπαρ]] σ. Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφορ. 6. 16. ΙΙΙ. ἔχω κοινὸν [[αἴσθημα]], [[αἰσθάνομαι]] συμπάθειαν, συμπαθῶ [[πρός]] τινα, Πλάτ. Πολ. 605D· ἐλεῶ, Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 5. ― Πρβλ. [[συμπαθέω]].
|elnltext=συμ-πάσχω mede ondergaan of ervaren, met acc.. ταὐτὸν τοῦτο σ. hetzelfde ervaren Plat. Chrm. 169c. mee lijden. meevoelen, meeleven, sympathiseren; met dat. met iets. Plut. Demetr. 38.3.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπάσχω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[испытывать то же самое]], [[разделять чужое ощущение]] (ξ. ταὐτὸν [[τοῦτο]] Plat.): σ. ἀλλήλοις Arst. находить отклик друг в друге или находиться во взаимном соответствии;<br /><b class="num">2)</b> [[сочувствовать]], [[сострадать]] (ταῖς ἀτυχίαις τινός Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[страдать вместе]], [[испытывать те же страдания]] ([[εἴτε]] πάσχει ἓν [[μέλος]], συμπάσχει πάντα τὰ [[μέλη]] NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''συμπάσχω:''' μέλ. -[[πείσομαι]], παρακ. -[[πέπονθα]], αόρ. βʹ <i>συνέπαθον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποφέρω]] από κοινού, επηρεάζομαι από το ίδιο [[πράγμα]], [[παθαίνω]] το ίδιο, [[συμπαθώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέφω]] το ίδιο [[αίσθημα]] με κάποιον, [[αισθάνομαι]] [[συμπάθεια]], στον ίδ.
|lsmtext='''συμπάσχω:''' μέλ. -[[πείσομαι]], παρακ. -[[πέπονθα]], αόρ. βʹ <i>συνέπαθον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποφέρω]] από κοινού, επηρεάζομαι από το ίδιο [[πράγμα]], [[παθαίνω]] το ίδιο, [[συμπαθώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέφω]] το ίδιο [[αίσθημα]] με κάποιον, [[αισθάνομαι]] [[συμπάθεια]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπάσχω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[испытывать то же самое]], [[разделять чужое ощущение]] (ξ. ταὐτὸν [[τοῦτο]] Plat.): σ. ἀλλήλοις Arst. находить отклик друг в друге или находиться во взаимном соответствии;<br /><b class="num">2)</b> [[сочувствовать]], [[сострадать]] (ταῖς ἀτυχίαις τινός Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[страдать вместе]], [[испытывать те же страдания]] ([[εἴτε]] πάσχει ἓν [[μέλος]], συμπάσχει πάντα τὰ [[μέλη]] NT).
|lstext='''συμπάσχω''': [[πάσχω]] τὸ αὐτό, [[παθαίνω]] τὸ [[ἴδιον]] [[πρᾶγμα]], οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσιν Πλάτ. Χαρμ. 169C. II. μετὰ δοτ., ὁμοίως διατίθεμαι, τὰ αὐτὰ [[αἰσθάνομαι]], ἀλλήλοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 9· τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ [[σῶμα]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 1, 2· τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ [[ἧπαρ]] σ. Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφορ. 6. 16. ΙΙΙ. ἔχω κοινὸν [[αἴσθημα]], [[αἰσθάνομαι]] συμπάθειαν, συμπαθῶ [[πρός]] τινα, Πλάτ. Πολ. 605D· ἐλεῶ, Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 5. ― Πρβλ. [[συμπαθέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-πάσχω mede ondergaan of ervaren, met acc.. ταὐτὸν τοῦτο σ. hetzelfde ervaren Plat. Chrm. 169c. mee lijden. meevoelen, meeleven, sympathiseren; met dat. met iets. Plut. Demetr. 38.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj