Anonymous

συμπεριλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>inf. pf. Pass.</i> συμπεριειλῆφθαι;<br />embrasser, contenir, renfermer ensemble, acc. ; <i>particul.</i> comprendre dans un traité;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπεριλαμβάνομαι prendre part en même temps <i>ou</i> ensemble à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιλαμβάνω]].
|btext=<i>inf. pf. Pass.</i> συμπεριειλῆφθαι;<br />embrasser, contenir, renfermer ensemble, acc. ; <i>particul.</i> comprendre dans un traité;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπεριλαμβάνομαι prendre part en même temps <i>ou</i> ensemble à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιλαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπεριλαμβάνω''': ὡς καὶ νῦν, [[περιλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]], [[περικλείω]], [[περιέχω]] [[ὁμοῦ]], [τοῖς νεύροις] τὰ ὀστᾶ καὶ τὸν μυελὸν Πλάτ. Τίμ. 74D· τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 5· πολλὴν ἀναθυμίασιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 25. ― Παθ., Πλάτ. Τίμ. 83D. 2) [[περιλαμβάνω]] συγχρόνως, διὰ μιᾶς, τὰ γένη [[αὐτόθι]] 58Α· [[περιλαμβάνω]] ἐν συνθήκῃ [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλων, ταῖς συνθήκαις Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 9, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ τῷ αὐτῷ 235. 16· [[περιλαμβάνω]] ἐν τῇ αὐτῇ ἱστορίᾳ, τι Πολύβ. 8. 13. 4, Διόδ., κλπ.· ― Παθ., συμπεριειλῆφθαι Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 13. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, [[μετέχω]] [[ὁμοῦ]], τινος Λουκ. περὶ Οἴκου 4.
|elnltext=συμ-περιλαμβάνω, Att. ξυμπεριλαμβάνω helemaal omgeven of omvatten; met dat. met iets; omhelzen. NT Act. Ap. 20.10. mede opnemen (in een verdrag). Dem. 18.77.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπεριλαμβάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[окружать со всех сторон]], [[обволакивать]] ([[ὀστᾶ]] τοῖς νεύροις Plat.): συμπεριληφθεὶς ὑπὸ ὑγρότητος Plat. окруженный влагой;<br /><b class="num">2)</b> [[обхватывать]], [[обнимать]] (sc. τινά NT);<br /><b class="num">3)</b> [[охватывать]], [[включать]]: συμπεριειλημμήνοι ἐν ταῖς συνθήκαις Dem. включенные в условия договора; ἐν τῇ περὶ τῆς Ἑλλάδος ὑποθέσει συμπεριλαβεῖν τι Polyb. включать что-л. в историю Эллады; ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι Arst. быть охваченным в (общем) определении;<br /><b class="num">4)</b> med. [[принимать участие]], [[приобщаться]]: συμπεριλαμβάνεσθαι τῶν περί τινος λόγων Luc. принять участие в беседе о чем-л.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''συμπεριλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]], [[περικλείω]] σε μια [[συνθήκη]] με άλλους, σε Φίλλιπ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Λουκ.
|lsmtext='''συμπεριλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]], [[περικλείω]] σε μια [[συνθήκη]] με άλλους, σε Φίλλιπ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπεριλαμβάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[окружать со всех сторон]], [[обволакивать]] ([[ὀστᾶ]] τοῖς νεύροις Plat.): συμπεριληφθεὶς ὑπὸ ὑγρότητος Plat. окруженный влагой;<br /><b class="num">2)</b> [[обхватывать]], [[обнимать]] (sc. τινά NT);<br /><b class="num">3)</b> [[охватывать]], [[включать]]: συμπεριειλημμήνοι ἐν ταῖς συνθήκαις Dem. включенные в условия договора; ἐν τῇ περὶ τῆς Ἑλλάδος ὑποθέσει συμπεριλαβεῖν τι Polyb. включать что-л. в историю Эллады; ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι Arst. быть охваченным в (общем) определении;<br /><b class="num">4)</b> med. [[принимать участие]], [[приобщаться]]: συμπεριλαμβάνεσθαι τῶν περί τινος λόγων Luc. принять участие в беседе о чем-л.
|lstext='''συμπεριλαμβάνω''': ὡς καὶ νῦν, [[περιλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]], [[περικλείω]], [[περιέχω]] [[ὁμοῦ]], [τοῖς νεύροις] τὰ ὀστᾶ καὶ τὸν μυελὸν Πλάτ. Τίμ. 74D· τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 5· πολλὴν ἀναθυμίασιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 25. ― Παθ., Πλάτ. Τίμ. 83D. 2) [[περιλαμβάνω]] συγχρόνως, διὰ μιᾶς, τὰ γένη [[αὐτόθι]] 58Α· [[περιλαμβάνω]] ἐν συνθήκῃ [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλων, ταῖς συνθήκαις Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 9, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ τῷ αὐτῷ 235. 16· [[περιλαμβάνω]] ἐν τῇ αὐτῇ ἱστορίᾳ, τι Πολύβ. 8. 13. 4, Διόδ., κλπ.· ― Παθ., συμπεριειλῆφθαι Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 13. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, [[μετέχω]] [[ὁμοῦ]], τινος Λουκ. περὶ Οἴκου 4.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-περιλαμβάνω, Att. ξυμπεριλαμβάνω helemaal omgeven of omvatten; met dat. met iets; omhelzen. NT Act. Ap. 20.10. mede opnemen (in een verdrag). Dem. 18.77.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj