Anonymous

συμπεριπατέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />se promener autour de <i>ou</i> circuler avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιπατέω]].
|btext=-ῶ :<br />se promener autour de <i>ou</i> circuler avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιπατέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπεριπᾰτέω''': περιπατῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 1· ἀπολ., τοὺς συμπεριπατοῦντας, τοὺς μετ’ αὐτῶν περιπατοῦντας, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 6.
|elnltext=συμ-περιπατέω samen (met...) rondwandelen; met dat. met iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπεριπᾰτέω:''' [[вместе прогуливаться]], [[прохаживаться]] (τινι Plat., Men., Luc.): οἱ συμπεριπατοῦντες Arst. вместе гуляющие.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπεριπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περπατώ]] εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.· απόλ., <i>οἱ συμπεριπατοῦντες</i>, σύντροφοι στο [[περπάτημα]], στην [[πορεία]] εδώ κι [[εκεί]], συνταξιδιώτες, σε Αριστ.
|lsmtext='''συμπεριπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περπατώ]] εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.· απόλ., <i>οἱ συμπεριπατοῦντες</i>, σύντροφοι στο [[περπάτημα]], στην [[πορεία]] εδώ κι [[εκεί]], συνταξιδιώτες, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπεριπᾰτέω:''' [[вместе прогуливаться]], [[прохаживаться]] (τινι Plat., Men., Luc.): οἱ συμπεριπατοῦντες Arst. вместе гуляющие.
|lstext='''συμπεριπᾰτέω''': περιπατῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 1· ἀπολ., τοὺς συμπεριπατοῦντας, τοὺς μετ’ αὐτῶν περιπατοῦντας, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 6.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-περιπατέω samen (met...) rondwandelen; met dat. met iem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[walk]] [[round]] or [[about]] with, τινί Plat.: absol., οἱ συμπεριπατοῦντες [[their]] companions in [[walking]] [[round]], Arist.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[walk]] [[round]] or [[about]] with, τινί Plat.: absol., οἱ συμπεριπατοῦντες [[their]] companions in [[walking]] [[round]], Arist.
}}
}}