Anonymous

σμύχω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.</i> ἔσμυξα;<br />brûler <i>ou</i> consumer à petit feu.<br />'''Étymologie:''' R. Σμυχ, détruire ; cf. [[σμάω]], [[σμήχω]].
|btext=<i>ao.</i> ἔσμυξα;<br />brûler <i>ou</i> consumer à petit feu.<br />'''Étymologie:''' R. Σμυχ, détruire ; cf. [[σμάω]], [[σμήχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σμύχω''': ἀόρ. ἔσμυξα (κατ-) Ἰλ. Ι. 653, Ἀνθ. Π. 5. 254· - Παθ., ἀόρ. ἐσμύχθην (κατ-) Θεόκρ. 8. 90· ἐσμύγην (ἀπ-) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· πρκμ. ἔσμυγμαι (κατ-) Ἡλιόδ. 7. 21· [ῡ, πλὴν ἐν τῷ παθ. ἀορ. σμῠγῆναι]. Καίω διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου [[πυρός]], [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ καῇ τι μικρὸν καὶ κατ’ ὀλίγον, «κουφοβράζω», πρβλ. [[κατασμύχω]]· μεταφ., ἐπὶ θλίψεως, τεῖρ’ [[ὀδύνη]] σμύχουσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 762· - Παθ., βραδέως καιόμενος φθείρομαι, Ἴλιον πυρὶ σμύχοιτο Ἰλ. Χ. 411· διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ ἔρωτος, Μόσχ. 6. 4, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 446. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φθείρω]], [[τρύχω]]».
|elnltext=σμύχω, alleen med.-pass. aor. pass. ἐσμύχθην, in comp. – εσμύγην door een smeulend vuur verbrand worden, wegsmeulen.
}}
{{elru
|elrutext='''σμύχω:''' () медленно сжигать: ὡς εἰ ἅπασα [[Ἴλιος]] πυρὶ σμύχοιτο Hom. словно весь Илион сгорал на медленном огне.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σμύχω:''' [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἔσμυξα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσμύχθην</i>, αόρ. βʹ ἐσμύγην [ῠ]· [[υποκαίω]], [[λιώνω]], [[καίω]] σε σιγανή [[φωτιά]] — Παθ., καίγομαι [[σιγά]] [[σιγά]], σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.
|lsmtext='''σμύχω:''' [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἔσμυξα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσμύχθην</i>, αόρ. βʹ ἐσμύγην [ῠ]· [[υποκαίω]], [[λιώνω]], [[καίω]] σε σιγανή [[φωτιά]] — Παθ., καίγομαι [[σιγά]] [[σιγά]], σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σμύχω:''' (ῡ) медленно сжигать: ὡς εἰ ἅπασα [[Ἴλιος]] πυρὶ σμύχοιτο Hom. словно весь Илион сгорал на медленном огне.
|lstext='''σμύχω''': ἀόρ. ἔσμυξα (κατ-) Ἰλ. Ι. 653, Ἀνθ. Π. 5. 254· - Παθ., ἀόρ. ἐσμύχθην (κατ-) Θεόκρ. 8. 90· ἐσμύγην (ἀπ-) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· πρκμ. ἔσμυγμαι (κατ-) Ἡλιόδ. 7. 21· [, πλὴν ἐν τῷ παθ. ἀορ. σμῠγῆναι]. Καίω διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου [[πυρός]], [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ καῇ τι μικρὸν καὶ κατ’ ὀλίγον, «κουφοβράζω», πρβλ. [[κατασμύχω]]· μεταφ., ἐπὶ θλίψεως, τεῖρ’ [[ὀδύνη]] σμύχουσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 762· - Παθ., βραδέως καιόμενος φθείρομαι, Ἴλιον πυρὶ σμύχοιτο Ἰλ. Χ. 411· διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ ἔρωτος, Μόσχ. 6. 4, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 446. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φθείρω]], [[τρύχω]]».
}}
{{elnl
|elnltext=σμύχω, alleen med.-pass. aor. pass. ἐσμύχθην, in comp. – εσμύγην door een smeulend vuur verbrand worden, wegsmeulen.
}}
}}
{{etym
{{etym