3,273,169
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καίω]] [[κάτι]] [[σιγά]] [[σιγά]], σιγοκαίω ή [[σιγοβράζω]]<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]] («σμύχονται σάρκες», Αρετ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για τη [[θλίψη]]) [[βασανίζω]] κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σμύχομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[λειώνω]] από τη [[φωτιά]] του έρωτα ή από [[υποψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>meukh</i>- / (<i>s</i>)<i>meug</i>- «[[καπνίζω]], [[καπνός]]», συνδέεται με αρμ. <i>mux</i> «[[καπνός]]», ιρλδ. <i>m</i><i>ū</i><i>ch</i> «[[καπνός]]» και προϋποθέτει τ. που περιέχει ηχηρό ληκτικό [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>sm</i><i>ē</i><i>ocan</i> «[[καπνίζω]]», αγγλ. <i>smoke</i> «[[καπνίζω]], [[καπνός]]»). Ωστόσο, δεν [[είναι]] εύκολο να εξακριβωθεί αν το -<i>χ</i>- του ελλ. τ. ανήκει στο θ. ή αν πρόκειται για το ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>χω</i> ( | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καίω]] [[κάτι]] [[σιγά]] [[σιγά]], σιγοκαίω ή [[σιγοβράζω]]<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]] («σμύχονται σάρκες», Αρετ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για τη [[θλίψη]]) [[βασανίζω]] κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σμύχομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[λειώνω]] από τη [[φωτιά]] του έρωτα ή από [[υποψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>meukh</i>- / (<i>s</i>)<i>meug</i>- «[[καπνίζω]], [[καπνός]]», συνδέεται με αρμ. <i>mux</i> «[[καπνός]]», ιρλδ. <i>m</i><i>ū</i><i>ch</i> «[[καπνός]]» και προϋποθέτει τ. που περιέχει ηχηρό ληκτικό [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>sm</i><i>ē</i><i>ocan</i> «[[καπνίζω]]», αγγλ. <i>smoke</i> «[[καπνίζω]], [[καπνός]]»). Ωστόσο, δεν [[είναι]] εύκολο να εξακριβωθεί αν το -<i>χ</i>- του ελλ. τ. ανήκει στο θ. ή αν πρόκειται για το ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>χω</i> ([[πρβλ]]. [[σμήχω]], [[τρύχω]], [[ψύχω]]), το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει εμφατικά το [[τέλος]] της ενέργειας]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |