Anonymous

συναλγέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> supporter une souffrance avec qqn;<br /><b>2</b> compatir à, dat. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλγέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> supporter une souffrance avec qqn;<br /><b>2</b> compatir à, dat. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλγέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συναλγέω''': ἀλγῶ, πονῶ, λυποῦμαι μετά τινος, μετὰ τοῦδε Σοφ. Αἴ. 253· μετὰ δοτ. προσώπου, μετά τινος προσώπου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4. 1, κτλ. 2) ἀπολ., δήλωσον ἡμῖν τοῖς ξυναλγοῦσιν τύχας, φανέρωσον εἰς ἡμᾶς τοὺς μετέχοντας τῆς θλίψεως [[αὐτοῦ]], Σοφ. Αἴ 283· πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 633, Ἡρ. Μαιν. 1202, Ἀντιφῶντα 122. 4, Πλάτ. Πολ. 462D· τῇ ψυχῇ Δημ. 321, 19· τῇ διανοίᾳ Ἀριστ. Προβλ. 6. 7· ― [[ἀλλά]], 3) μετὰ δοτ. πράγμ., συμπαθῶ, [[αἰσθάνομαι]] συμπάθειαν [[πρός]] τι ἢ διά τι [[πρᾶγμα]], ταῖς σαῖς τύχαις Αἰσχύλ. Πρ. 288· σοῖς κακοῖς Εὐρ. Ρῆσ. 807· τοῖς λυπηροῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 3.
|elnltext=συν-αλγέω mee pijn lijden (met), meevoelen (met), met. dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συναλγέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе страдать]], [[разделять страдания]] (τινι Arst. и [[μετά]] τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[сострадать]], [[сочувствовать]] (κακοῖς τινος Eur.): τῇ ψυχῇ σ. Dem. сочувствовать душой, т. е. искренно скорбеть; ξ. τύχαις Aesch. или τύχας τινός Soph. разделять (чью-л.) скорбь.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναλγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> μοιράζομαι τις συμφορές κάποιου, [[συμπάσχω]], [[συμπονώ]], [[αισθάνομαι]] [[συμπάθεια]], συμπόνοια, σε Σοφ.· απόλ., <i>οἱ ξυναλγοῦντες</i>, σύντροφοι στον πόνο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., [[αισθάνομαι]], [[εκφράζω]] [[συμπάθεια]] σε [[κάτι]] ή για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''συναλγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> μοιράζομαι τις συμφορές κάποιου, [[συμπάσχω]], [[συμπονώ]], [[αισθάνομαι]] [[συμπάθεια]], συμπόνοια, σε Σοφ.· απόλ., <i>οἱ ξυναλγοῦντες</i>, σύντροφοι στον πόνο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., [[αισθάνομαι]], [[εκφράζω]] [[συμπάθεια]] σε [[κάτι]] ή για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συναλγέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе страдать]], [[разделять страдания]] (τινι Arst. и [[μετά]] τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[сострадать]], [[сочувствовать]] (κακοῖς τινος Eur.): τῇ ψυχῇ σ. Dem. сочувствовать душой, т. е. искренно скорбеть; ξ. τύχαις Aesch. или τύχας τινός Soph. разделять (чью-л.) скорбь.
|lstext='''συναλγέω''': ἀλγῶ, πονῶ, λυποῦμαι μετά τινος, μετὰ τοῦδε Σοφ. Αἴ. 253· μετὰ δοτ. προσώπου, μετά τινος προσώπου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4. 1, κτλ. 2) ἀπολ., δήλωσον ἡμῖν τοῖς ξυναλγοῦσιν τύχας, φανέρωσον εἰς ἡμᾶς τοὺς μετέχοντας τῆς θλίψεως [[αὐτοῦ]], Σοφ. Αἴ 283· πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 633, Ἡρ. Μαιν. 1202, Ἀντιφῶντα 122. 4, Πλάτ. Πολ. 462D· τῇ ψυχῇ Δημ. 321, 19· τῇ διανοίᾳ Ἀριστ. Προβλ. 6. 7· ― [[ἀλλά]], 3) μετὰ δοτ. πράγμ., συμπαθῶ, [[αἰσθάνομαι]] συμπάθειαν [[πρός]] τι ἢ διά τι [[πρᾶγμα]], ταῖς σαῖς τύχαις Αἰσχύλ. Πρ. 288· σοῖς κακοῖς Εὐρ. Ρῆσ. 807· τοῖς λυπηροῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αλγέω mee pijn lijden (met), meevoelen (met), met. dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to [[share]] in [[suffering]], [[sympathise]], Soph.:—absol., οἱ ξυναλγοῦντες those who are partners in [[sorrow]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> c. dat. rei, to [[sympathise]], [[show]] [[sympathy]] at or in, Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to [[share]] in [[suffering]], [[sympathise]], Soph.:—absol., οἱ ξυναλγοῦντες those who are partners in [[sorrow]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> c. dat. rei, to [[sympathise]], [[show]] [[sympathy]] at or in, Aesch., Eur.
}}
}}