Anonymous

στύφω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=resserrer.<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]].
|btext=resserrer.<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στύφω''': [], μέλλ. -ψω (ἴδε ἐν λέξ. [[στυφελός]])· - [[συστέλλω]], συμμαζεύω, [[στύφω]], [[κοιλία]] στύφεται, γίνεται [[δύσκολος]], δὲν ἐνεργεῖ κανονικὰς κενώσεις, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 285· [[μάλιστα]] ἡ διὰ στυπτικῶν μέσων προπαρασκευὴ τῶν ἐρίων πρὸς βαφήν, στ. τά βάψιμα τῶν ἱματίων Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. σ. 162, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 429D· - [[μάλιστα]] ἐπὶ στυφούσης γεύσεως, χείλεα στυφθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 375· [[ὡσαύτως]], ἄνδρες ἐστυμμένοι, = στυφελοί, Ἐκκλ.· μεταφορ., ἐπὶ ἤχων, φωναὶ στύφουσαι τὴν ἀκοήν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαχέουσαι, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἂν καὶ εὐκόλως δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν αἰτιατικήν), προξενῶ στυφότητα (στυφάδα) ἢ εἶμαι [[στυφός]], Ἀριστ. Προβλ. 1. 38, Φιλωνίδ. παρ’ Ἀθην. 675Ε, Διοσκ. 1. 169, 172, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 321Α. 2) μεταφορ., εἶμαι [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[κατηφής]], Θεμίστ. 339Α. [ῡ, Νικ. Ἀλεξιφ. 375].
|elnltext=στύφω [~ στυφνός?] act. samentrekkend of adstringerend werken. pass. samengetrokken worden.
}}
{{elru
|elrutext='''στύφω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> [[иметь вяжущие свойства]], [[стягивать]] (τὸ [[νίτρον]] στύφει Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сжимать]]: χείλεα στυφθείς Anth. со сведенными (от кислоты) губами.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στύφω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[συστέλλω]], [[μαζεύω]], [[σουφρώνω]], [[ξινίζω]] — Παθ., <i>χείλεα στυφθείς</i>, σουφρώνοντας τα χείλη του λόγω της στυφής γεύσης, σε Ανθ.
|lsmtext='''στύφω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[συστέλλω]], [[μαζεύω]], [[σουφρώνω]], [[ξινίζω]] — Παθ., <i>χείλεα στυφθείς</i>, σουφρώνοντας τα χείλη του λόγω της στυφής γεύσης, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στύφω:''' ()<b class="num">1)</b> [[иметь вяжущие свойства]], [[стягивать]] (τὸ [[νίτρον]] στύφει Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сжимать]]: χείλεα στυφθείς Anth. со сведенными (от кислоты) губами.
|lstext='''στύφω''': [ῡ], μέλλ. -ψω (ἴδε ἐν λέξ. [[στυφελός]])· - [[συστέλλω]], συμμαζεύω, [[στύφω]], [[κοιλία]] στύφεται, γίνεται [[δύσκολος]], δὲν ἐνεργεῖ κανονικὰς κενώσεις, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 285· [[μάλιστα]] ἡ διὰ στυπτικῶν μέσων προπαρασκευὴ τῶν ἐρίων πρὸς βαφήν, στ. τά βάψιμα τῶν ἱματίων Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. σ. 162, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 429D· - [[μάλιστα]] ἐπὶ στυφούσης γεύσεως, χείλεα στυφθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 375· [[ὡσαύτως]], ἄνδρες ἐστυμμένοι, = στυφελοί, Ἐκκλ.· μεταφορ., ἐπὶ ἤχων, φωναὶ στύφουσαι τὴν ἀκοήν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαχέουσαι, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἂν καὶ εὐκόλως δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν αἰτιατικήν), προξενῶ στυφότητα (στυφάδα) ἢ εἶμαι [[στυφός]], Ἀριστ. Προβλ. 1. 38, Φιλωνίδ. παρ’ Ἀθην. 675Ε, Διοσκ. 1. 169, 172, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 321Α. 2) μεταφορ., εἶμαι [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[κατηφής]], Θεμίστ. 339Α. [ῡ, Νικ. Ἀλεξιφ. 375].
}}
{{elnl
|elnltext=στύφω [~ στυφνός?] act. samentrekkend of adstringerend werken. pass. samengetrokken worden.
}}
}}
{{etym
{{etym