3,277,700
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=resserrer.<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]]. | |btext=resserrer.<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στύφω [~ στυφνός?] act. samentrekkend of adstringerend werken. pass. samengetrokken worden. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στύφω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> [[иметь вяжущие свойства]], [[стягивать]] (τὸ [[νίτρον]] στύφει Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сжимать]]: χείλεα στυφθείς Anth. со сведенными (от кислоты) губами. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''στύφω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[συστέλλω]], [[μαζεύω]], [[σουφρώνω]], [[ξινίζω]] — Παθ., <i>χείλεα στυφθείς</i>, σουφρώνοντας τα χείλη του λόγω της στυφής γεύσης, σε Ανθ. | |lsmtext='''στύφω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[συστέλλω]], [[μαζεύω]], [[σουφρώνω]], [[ξινίζω]] — Παθ., <i>χείλεα στυφθείς</i>, σουφρώνοντας τα χείλη του λόγω της στυφής γεύσης, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στύφω''': [ῡ], μέλλ. -ψω (ἴδε ἐν λέξ. [[στυφελός]])· - [[συστέλλω]], συμμαζεύω, [[στύφω]], [[κοιλία]] στύφεται, γίνεται [[δύσκολος]], δὲν ἐνεργεῖ κανονικὰς κενώσεις, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 285· [[μάλιστα]] ἡ διὰ στυπτικῶν μέσων προπαρασκευὴ τῶν ἐρίων πρὸς βαφήν, στ. τά βάψιμα τῶν ἱματίων Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. σ. 162, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 429D· - [[μάλιστα]] ἐπὶ στυφούσης γεύσεως, χείλεα στυφθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 375· [[ὡσαύτως]], ἄνδρες ἐστυμμένοι, = στυφελοί, Ἐκκλ.· μεταφορ., ἐπὶ ἤχων, φωναὶ στύφουσαι τὴν ἀκοήν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαχέουσαι, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἂν καὶ εὐκόλως δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν αἰτιατικήν), προξενῶ στυφότητα (στυφάδα) ἢ εἶμαι [[στυφός]], Ἀριστ. Προβλ. 1. 38, Φιλωνίδ. παρ’ Ἀθην. 675Ε, Διοσκ. 1. 169, 172, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 321Α. 2) μεταφορ., εἶμαι [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[κατηφής]], Θεμίστ. 339Α. [ῡ, Νικ. Ἀλεξιφ. 375]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |