Anonymous

συνοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f. att.</i> συνοικιῶ, <i>pf.</i> συνῴκικα;<br /><b>I.</b> fonder une ville, une cité;<br /><b>II.</b> faire habiter ensemble, <i>d'où</i><br /><b>1</b> rassembler dans une résidence (ville <i>ou</i> maison) acc. ; <i>Pass.</i> être réuni en une cité, en un peuple ; <i>en parl. d'une ville</i> être régulièrement formé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> unir, associer : τινά τινι une personne à une autre ; <i>particul.</i> donner en mariage;<br /><b>3</b> relever une ville détruite;<br /><b>4</b> concourir à la fondation d'une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[σύνοικος]].
|btext=<i>f. att.</i> συνοικιῶ, <i>pf.</i> συνῴκικα;<br /><b>I.</b> fonder une ville, une cité;<br /><b>II.</b> faire habiter ensemble, <i>d'où</i><br /><b>1</b> rassembler dans une résidence (ville <i>ou</i> maison) acc. ; <i>Pass.</i> être réuni en une cité, en un peuple ; <i>en parl. d'une ville</i> être régulièrement formé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> unir, associer : τινά τινι une personne à une autre ; <i>particul.</i> donner en mariage;<br /><b>3</b> relever une ville détruite;<br /><b>4</b> concourir à la fondation d'une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[σύνοικος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Διόδ. 2. 6· πρκμ. -ῴκικα Στράβ. 544. Κάμνω τινὰ νὰ συνοικήσῃ μετά τινος, δίδω εἰς γάμον, συνοικίζων νέῳ σ’ ὄλεσσα πολὺ παλαιτέραν Ἐπίχ. 148 Ahr., Ἰσοκρ. 391C· [[συνοικίζω]] τινὶ τὴν θυγατέρα, δίδω εἴς τινα τὴν θυγατέρα μου εἰς γάμον, Ἡρόδ. 2. 121, 6· σ. νύμφας νυμφίοις Πλάτ. Πολ. 546D, πρβλ. Σοφ. 242D· [[οὕτως]], ἐμέ... εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 68 σπανίως κατὰ τὴν ἀντίθετον τάξιν, τοὺς δούλους ταῖς γυναιξὶ σ. Πολύβ. 16. 13, 1. ― Μέσ., Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. συνενῶ εἰς μίαν πόλιν, [[συνάπτω]] ὑπὸ τὴν διοίκησιν μιᾶς πρωτευούσης ἢ μητροπόλεως, ξ. πάντας (ἐξυπακ. ἐς τὰς Ἀθήνας) Θουκ. 2. 15· [[Θησεύς]]... τὰς [[δώδεκα]] πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισεν Χρον. Πάρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 35 (πρβλ. [[συνοίκιον]] ΙΙ)· ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην Θουκ. 3. 2. Ἐρέτρια συνῴκισε τὰς περὶ Παλλήνην πόλεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 560. ― Παθ., ξυνοικισθείσης πόλεως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι, Θουκ. 1. 10, πρβλ. 2. 16., 3. 93· ἐκ μικρῶν [[πόλεων]] συνοικισθέντες Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2. 2· Χαλκιδέων εἰς ἓν συνῳκισμένων Δημ. 425. 18· ξ. κατὰ πόλεις Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 88 (82)· ἐκ τῶν τυχόντων σ. Λυκοῦργ. 155. 43. ΙΙΙ. [[κατοικίζω]] χώραν ἢ πόλιν ἐρημωθεῖσαν διὰ νέων κατοίκων, ἔδεισα μὴ σοὶ [[πολέμιος]] λειφθεὶς ὁ [[παῖς]] Τροίαν ἀθροίσῃ καὶ ξυνοικίσῃ [[πάλιν]] Εὐρ. Ἑκ. 1139· ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων [[οἰκίζω]], Θουκ. 1. 24., 6. 5. IV. [[καθόλου]], [[συνδέω]], [[συνάπτω]], σχετίζω, οἵῳ μ’ ὁ [[δαίμων]] φιλοσόφῳ συνῴκισεν Θεόγνητ. ἐν «Φάσμασι» 1. 6· λιμὸν σ. τινὶ Ἀλκίφρων 1. 20· ἀλλοτρίῳ δαίμονι συνοικίζεσθαι Πλουτ. Κοριολ. 13.
|elnltext=συνοικίζω, Att. ook ξυνοικίζω [σύνοικος] doen samenwonen; spec. in huwelijk:. Ἡρακλεῖ συνοικίζειν aan Heracles tot vrouw geven Eur. HF 68. tot een gemeenschap verenigen:; ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν … ξυνῴκισε πάντας hij verenigde allen tot één gemeenschap in de huidige stad (Athene) Thuc. 2.15.2; alg. verenigen: med.-pass. intrans.. ἀλλοτρίῳ δαίμονι καὶ παλαμναίῳ συνοικιζομένους in gezelschap van een vreemde en bloeddorstige demon Plut. Cor. 13.2. deelnemen aan de stichting van een kolonie:. ξυνῴκισαν δὲ αὐτοῖς... καὶ... φυγάδες met hen namen ook ballingen aan de stichting deel Thuc. 6.5.1.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοικίζω:''' (fut. συνοικιῶ)<br /><b class="num">1)</b> [[селить вместе]] (πάντας, sc. ἐς τὴν πόλιν Thuc.): ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην Thuc. переселять все население Лесбоса в Митилену;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе заселять]], [[колонизовать]] (τὴν Τροίαν Eur.): ξυνῴκισαν καὶ Κορινθίων τινές Thuc. в колонизации приняли участие и некоторые коринфяне;<br /><b class="num">3)</b> (о городе), [[основывать]], [[благоустраивать]], (τὰς Ἀθήνας Plut.): οὐ ξυνοικισθείσης πόλεως Thuc. так как не было благоустроенного города;<br /><b class="num">4)</b> [[сочетать браком]] (τὴν θυγατέρα τινί Her.; τοὺς δούλους ταῖς γυναιξί Polyb.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνοικίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, παρακ. <i>-ῴκικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον [[άλλο]], σε Ισοκρ.· [[συνοικίζω]] τινὶ τὴν [[θυγατέρα]], του [[δίνω]] να παντρευτεί την [[κόρη]] μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκεντρώνω]] σε μια πόλη, [[συνενώνω]] υπό τη [[διοίκηση]] μιας πρωτεύουσας ή μητροπόλεως· [[ξυνοικίζω]] πάντας (ενν. ἐς [[τὰς]] Ἀθήνας), σε Θουκ. — Παθ., <i>ξυνοικισθείσης πόλεως</i>, από [[τότε]] που η πόλη συνενώθηκε υπό μια [[διοίκηση]], αντίθ. προς το <i>κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[συμβάλλω]] στον εποικισμό μιας χώρας, [[ιδρύω]] [[αποικία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συσχετίζω]], [[συνάπτω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνοικίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, παρακ. <i>-ῴκικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον [[άλλο]], σε Ισοκρ.· [[συνοικίζω]] τινὶ τὴν [[θυγατέρα]], του [[δίνω]] να παντρευτεί την [[κόρη]] μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκεντρώνω]] σε μια πόλη, [[συνενώνω]] υπό τη [[διοίκηση]] μιας πρωτεύουσας ή μητροπόλεως· [[ξυνοικίζω]] πάντας (ενν. ἐς [[τὰς]] Ἀθήνας), σε Θουκ. — Παθ., <i>ξυνοικισθείσης πόλεως</i>, από [[τότε]] που η πόλη συνενώθηκε υπό μια [[διοίκηση]], αντίθ. προς το <i>κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[συμβάλλω]] στον εποικισμό μιας χώρας, [[ιδρύω]] [[αποικία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συσχετίζω]], [[συνάπτω]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνοικίζω:''' (fut. συνοικιῶ)<br /><b class="num">1)</b> [[селить вместе]] (πάντας, sc. ἐς τὴν πόλιν Thuc.): ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην Thuc. переселять все население Лесбоса в Митилену;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе заселять]], [[колонизовать]] (τὴν Τροίαν Eur.): ξυνῴκισαν καὶ Κορινθίων τινές Thuc. в колонизации приняли участие и некоторые коринфяне;<br /><b class="num">3)</b> (о городе), [[основывать]], [[благоустраивать]], (τὰς Ἀθήνας Plut.): οὐ ξυνοικισθείσης πόλεως Thuc. так как не было благоустроенного города;<br /><b class="num">4)</b> [[сочетать браком]] (τὴν θυγατέρα τινί Her.; τοὺς δούλους ταῖς γυναιξί Polyb.).
|lstext='''συνοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Διόδ. 2. 6· πρκμ. -ῴκικα Στράβ. 544. Κάμνω τινὰ νὰ συνοικήσῃ μετά τινος, δίδω εἰς γάμον, συνοικίζων νέῳ σ’ ὄλεσσα πολὺ παλαιτέραν Ἐπίχ. 148 Ahr., Ἰσοκρ. 391C· [[συνοικίζω]] τινὶ τὴν θυγατέρα, δίδω εἴς τινα τὴν θυγατέρα μου εἰς γάμον, Ἡρόδ. 2. 121, 6· σ. νύμφας νυμφίοις Πλάτ. Πολ. 546D, πρβλ. Σοφ. 242D· [[οὕτως]], ἐμέ... εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 68 σπανίως κατὰ τὴν ἀντίθετον τάξιν, τοὺς δούλους ταῖς γυναιξὶ σ. Πολύβ. 16. 13, 1. ― Μέσ., Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. συνενῶ εἰς μίαν πόλιν, [[συνάπτω]] ὑπὸ τὴν διοίκησιν μιᾶς πρωτευούσης ἢ μητροπόλεως, ξ. πάντας (ἐξυπακ. ἐς τὰς Ἀθήνας) Θουκ. 2. 15· [[Θησεύς]]... τὰς [[δώδεκα]] πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισεν Χρον. Πάρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 35 (πρβλ. [[συνοίκιον]] ΙΙ)· ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην Θουκ. 3. 2. Ἐρέτρια συνῴκισε τὰς περὶ Παλλήνην πόλεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 560. ― Παθ., ξυνοικισθείσης πόλεως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι, Θουκ. 1. 10, πρβλ. 2. 16., 3. 93· ἐκ μικρῶν [[πόλεων]] συνοικισθέντες Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2. 2· Χαλκιδέων εἰς ἓν συνῳκισμένων Δημ. 425. 18· ξ. κατὰ πόλεις Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 88 (82)· ἐκ τῶν τυχόντων σ. Λυκοῦργ. 155. 43. ΙΙΙ. [[κατοικίζω]] χώραν ἢ πόλιν ἐρημωθεῖσαν διὰ νέων κατοίκων, ἔδεισα μὴ σοὶ [[πολέμιος]] λειφθεὶς ὁ [[παῖς]] Τροίαν ἀθροίσῃ καὶ ξυνοικίσῃ [[πάλιν]] Εὐρ. Ἑκ. 1139· ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων [[οἰκίζω]], Θουκ. 1. 24., 6. 5. IV. [[καθόλου]], [[συνδέω]], [[συνάπτω]], σχετίζω, οἵῳ μ’ ὁ [[δαίμων]] φιλοσόφῳ συνῴκισεν Θεόγνητ. ἐν «Φάσμασι» 1. 6· λιμὸν σ. τινὶ Ἀλκίφρων 1. 20· ἀλλοτρίῳ δαίμονι συνοικίζεσθαι Πλουτ. Κοριολ. 13.
}}
{{elnl
|elnltext=συνοικίζω, Att. ook ξυνοικίζω [σύνοικος] doen samenwonen; spec. in huwelijk:. Ἡρακλεῖ συνοικίζειν aan Heracles tot vrouw geven Eur. HF 68. tot een gemeenschap verenigen:; ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν … ξυνῴκισε πάντας hij verenigde allen tot één gemeenschap in de huidige stad (Athene) Thuc. 2.15.2; alg. verenigen: med.-pass. intrans.. ἀλλοτρίῳ δαίμονι καὶ παλαμναίῳ συνοικιζομένους in gezelschap van een vreemde en bloeddorstige demon Plut. Cor. 13.2. deelnemen aan de stichting van een kolonie:. ξυνῴκισαν δὲ αὐτοῖς... καὶ... φυγάδες met hen namen ook ballingen aan de stichting deel Thuc. 6.5.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ perf. -ῴκικα<br /><b class="num">I.</b> to make to [[live]] with, Isocr.; ς. τινὶ τὴν θυγατέρα to [[give]] him one's [[daughter]] in [[marriage]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[combine]] in one [[city]], [[unite]] under a [[capital]] or [[metropolis]], ξ. πάντας (sc. ἐς τὰς Ἀθήνασ) Thuc.:—Pass., ξυνοικισθείσης πόλεως the [[city]] having been [[regularly]] formed, opp. to κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι, Thuc.<br /><b class="num">III.</b> to [[join]] in peopling or colonising a [[country]], Eur., Thuc.<br /><b class="num">IV.</b> [[generally]] to [[unite]], [[associate]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ perf. -ῴκικα<br /><b class="num">I.</b> to make to [[live]] with, Isocr.; ς. τινὶ τὴν θυγατέρα to [[give]] him one's [[daughter]] in [[marriage]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[combine]] in one [[city]], [[unite]] under a [[capital]] or [[metropolis]], ξ. πάντας (sc. ἐς τὰς Ἀθήνασ) Thuc.:—Pass., ξυνοικισθείσης πόλεως the [[city]] having been [[regularly]] formed, opp. to κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι, Thuc.<br /><b class="num">III.</b> to [[join]] in peopling or colonising a [[country]], Eur., Thuc.<br /><b class="num">IV.</b> [[generally]] to [[unite]], [[associate]], Plut.
}}
}}