3,270,791
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> συνδήσω, <i>ao.</i> συνέδησα, <i>pf.</i> συνδέδεκα, <i>etc.</i><br />lier ensemble, acc. ; <i>abs.</i> lier, unir (par amitié).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δέω]]. | |btext=<i>f.</i> συνδήσω, <i>ao.</i> συνέδησα, <i>pf.</i> συνδέδεκα, <i>etc.</i><br />lier ensemble, acc. ; <i>abs.</i> lier, unir (par amitié).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνδέω [σύν, 1 δέω] ook in tmes. act. samenbinden, aan elkaar binden:; σύν … πόδας χεῖρας τε δέον ze bonden zijn voeten en handen aan elkaar Od. 22.189; verbinden; met acc. en dat. iets met iets:; τὸ σάρκας ὀστοῖς συνδοῦν dat wat vlees met botten verbindt Plat. Tim. 84a; overdr.. τὸ κοινὸν συνδεῖ τὰς πόλεις het gemeenschappelijke (belang) verbindt stadstaten Plat. Lg. 875a. vastbinden; van kleding vastmaken (met een band of gordel); Eur. Andr. 832; van een wond verbinden. Il. 13.599. med. zich verbinden, een verbintenis aangaan. Plat. Plt. 310b. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[связывать]] (τινα Hom., Her., Soph., Eur.; τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας Plat.): σ. ἑαυτόν Xen. запутываться (в сетях); οἱ συνδεδεμένοι NT узники;<br /><b class="num">2)</b> [[перевязывать]] (δέλτον Eur.): σ. οἰὸς ἀώτῳ Hom. перевязывать (раненую руку) овечьей шерстью; συνδεῖσθαι πέπλους Eur. подпоясываться; συνδεδεμένος τὸ [[σῶμα]] Arst. с худым телом, поджарый;<br /><b class="num">3)</b> [[соединять]] (τί τινι Plat., Arst., τι πρός τι Arst. и τι [[ἀπό]] τινος Luc.): ξυνδεῖσθαι πρός τι Plat. вступать в союз для какой-л. цели. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 37: | Line 40: | ||
|lsmtext='''συνδέω:''' Αττ. ξυν-[[δέω]], μέλ. -[[δήσω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]] ή [[συσφίγγω]] μαζί, λέγεται για [[δύο]] ή περισσότερα πράγματα, <i>συνέδησα [[πόδας]]</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς [[πόδας]] καὶ [[τὰς]] χεῖρας, σε Πλάτ.· δέλτον [[συνδέω]], [[στερεώνω]], [[συνενώνω]] τις πινακίδες, σε Ευρ. — Παθ., <i>ἰσχία μὴ συνδεδεμένα</i>, ισχία, λαγόνες που δεν έχουν συσταλεί, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δένω]] [[χειροπόδαρα]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[δένω]], [[επιδένω]] ένα [[τραύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> γενικά, [[δένω]] μαζί, [[συνενώνω]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>σύνδησαι πέπλους</i>, δέσε με [[ζώνη]] τα φορέματά [[σου]], σε Ευρ. | |lsmtext='''συνδέω:''' Αττ. ξυν-[[δέω]], μέλ. -[[δήσω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]] ή [[συσφίγγω]] μαζί, λέγεται για [[δύο]] ή περισσότερα πράγματα, <i>συνέδησα [[πόδας]]</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς [[πόδας]] καὶ [[τὰς]] χεῖρας, σε Πλάτ.· δέλτον [[συνδέω]], [[στερεώνω]], [[συνενώνω]] τις πινακίδες, σε Ευρ. — Παθ., <i>ἰσχία μὴ συνδεδεμένα</i>, ισχία, λαγόνες που δεν έχουν συσταλεί, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δένω]] [[χειροπόδαρα]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[δένω]], [[επιδένω]] ένα [[τραύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> γενικά, [[δένω]] μαζί, [[συνενώνω]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>σύνδησαι πέπλους</i>, δέσε με [[ζώνη]] τα φορέματά [[σου]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνδέω''': Ἀττ. ξυνδέω, μέλλ. -δήσω· -δένω [[ὁμοῦ]], ἐπὶ δύο ἢ πλειόνων πραγμάτων, συνέδεσα πόδας δεινοῖο πελώρου Ὀδ. Κ. 168· σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε [[δέον]] Χ. 189 [[οἶνος]] σ. πόδας χεῖράς τε γλῶσσάν τε νόον τε Ἡσ. Ἀποσπ. 43· τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας Πλάτ. Εὐθύφρων 4C· γαυλούς τε Φοινικηΐους συνέδεε Ἡρόδ. 8. 97, πρβλ. Πολύβ. 1. 22, 9· δέλτον λύειν καὶ σ. Εὐρ. Ι. Α. 110. ― Παθ., τὰς χεῖρας συνεδέθησαν Δημάδ. 180. 8· ἰσχία μὴ συνδεδεμένα, μὴ συνεσταλμένα, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 16. 2) ἐπὶ προσώπων, δένω χεῖρας καὶ πόδας, ὁππότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι [[ἤθελον]] ἄλλοι Ἰλ. Α. 399, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 119, Σοφ. Αἴ. 62, Φιλ. 1016, Εὐρ., κλπ.· [[λαγὼς]] αὐτὸς σ. ἑαυτόν, περιπλέκει ἑαυτόν, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40. ― Παθ., συνδεδεμένος, συμπεπλεγμένος, συνεσφιγμένος, Ἰακώψιος εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. σ. 522. β) δένω [[τραῦμα]], σφενδόνῃ, διὰ σφενδόνης (ἴδε [[σφενδόνη]] ΙΙ, 1), Ἰλ. Ν. 599. 3) δένω μετά τινος, [[συνάπτω]] στενῶς, ἰσχυρῶς, τὴν ψυχὴν τῷ σώματι Πλάτ. Τίμ. 84A, πρβλ. 73Β, Συμπ. 202E, Θεαίτ. 160Β· [[ὡσαύτως]], τι ἀπό τινος Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 29 4) [[καθόλου]], [[συνδέω]], ἑνώνω, [[ἰσότης]] φίλους φίλοις πόλεις τε πόλεσι ξ. Εὐρ. Φοίν. 538. τὸ κοινὸν ξυνδεῖ τὰς πόλεις Πλάτ. Νόμ. 875A· ἡδονῆς καὶ λύπης [[κοινωνία]] ξυνδεῖ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 462Β· σ. καὶ συνέχειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 99C· σ. τινα πενίᾳ, [[δεσμεύω]] μὲ τὴν πενίαν, Ἀλκίφρων 3. 49. ΙΙ. Μέσ., σύνδησαι πέπλους, περίζωσαι τὰ ἐνδύματά σου, Εὐρ. Ἀνδρ. 832 (κοινῶς πέπλοις)· εἰ ἐπίπεδον εἴη τὸ συνδεόμενον Τίμ. Λοκρ. 99A, Θεμίστρ. 59A. 2) [[συνδέομαι]] ἀμοιβαίως μετ’ ἄλλων, ἀποτελῶ σύνδεσμον ἢ ἕνωσιν, Πλάτ. Πολιτ. 310Β. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |