Anonymous

συνῳδός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui unit son chant <i>ou</i> ses accords à, τινι;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui s'accorde avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ᾠδή]].
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui unit son chant <i>ou</i> ses accords à, τινι;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui s'accorde avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ᾠδή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνῳδός''': -όν, (ᾠδή), ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἀπὸ κοινοῦ ἢ ἐν συμφωνίᾳ μετά τινος, ἀντηχῶν ἢ ἀνταποκρινόμενος εἴς τι, [[ὄρνις]] ἄχεσι ξ. Εὐρ. Φοίν. 1518· θρηνήμασι φίλαι ξυνῳδοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 133, πρβλ. Ἑλ. 174· ὦ ξυνῳδοὶ κακοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 73. 2) ἀπολ., [[ἁρμονικός]], [[σύμφωνος]] (μουσικ.), Πλάτ. Φαίδων 92C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22· [[ῥῆμα]] Ἀνθ. Πλαν. 226. ΙΙ. μεταφ., [[σύμφωνος]] ἢ ἐν ἁρμονίᾳ [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, τινι Ἡρόδ. 5. 92, 3, Εὐρ. Μήδ. 1007, κτλ.· ἐμοὶ φρονῶν ξυνῳδὰ Ἀριστοφάν. Ὄρν. 634· λόγοι σ. τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 1, 4, πρβλ. 1. 8, 8.
|elnltext=συν-ῳδός -όν, Att. ook ξυνῳδός, poët. συναοιδός Eur. HF 787 meezingend (met), samen zingend (met), met dat.: τοῖς ἐμοῖς θρηνήμασι ξυνῳδοί die meezingen met mijn rouwklachten Eur. Or. 133. overdr. overeenstemmend (met), met dat.: λόγοι συνῳδοὶ τοῖς ἔργοις woorden die met de daden overeenstemmen Aristot. EN 1172b5.
}}
{{elru
|elrutext='''συνῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[поющий вместе]], [[откликающийся]], [[вторящий]] (θρηνήμασι Eur.): ξ. κακοῖς Eur. разделяющий (чью-л.) скорбь;<br /><b class="num">2)</b> [[стройный]], [[последовательный]], [[связный]] ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[согласный]], [[соответствующий]] (τινι Her., Eur., Arst.): ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι Arph., быть чьим-л. единомышленником.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συναοιδός]] και αττ. τ. ξυνωδός, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε [[συμφωνία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[αρμονία]] («ξυνῳδοὶ κτύποι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σύμφωνος]] με κάποιον ή [[κάτι]] («λόγοι συνωδοὶ τοῖς ἔργοις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀοιδός]])].
|mltxt=και [[συναοιδός]] και αττ. τ. ξυνωδός, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε [[συμφωνία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[αρμονία]] («ξυνῳδοὶ κτύποι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σύμφωνος]] με κάποιον ή [[κάτι]] («λόγοι συνωδοὶ τοῖς ἔργοις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀοιδός]])].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[поющий вместе]], [[откликающийся]], [[вторящий]] (θρηνήμασι Eur.): ξ. κακοῖς Eur. разделяющий (чью-л.) скорбь;<br /><b class="num">2)</b> [[стройный]], [[последовательный]], [[связный]] ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[согласный]], [[соответствующий]] (τινι Her., Eur., Arst.): ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι Arph., быть чьим-л. единомышленником.
|lstext='''συνῳδός''': -όν, (ᾠδή), ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἀπὸ κοινοῦ ἢ ἐν συμφωνίᾳ μετά τινος, ἀντηχῶν ἢ ἀνταποκρινόμενος εἴς τι, [[ὄρνις]] ἄχεσι ξ. Εὐρ. Φοίν. 1518· θρηνήμασι φίλαι ξυνῳδοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 133, πρβλ. Ἑλ. 174· ὦ ξυνῳδοὶ κακοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 73. 2) ἀπολ., [[ἁρμονικός]], [[σύμφωνος]] (μουσικ.), Πλάτ. Φαίδων 92C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22· [[ῥῆμα]] Ἀνθ. Πλαν. 226. ΙΙ. μεταφ., [[σύμφωνος]] ἢ ἐν ἁρμονίᾳ [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, τινι Ἡρόδ. 5. 92, 3, Εὐρ. Μήδ. 1007, κτλ.· ἐμοὶ φρονῶν ξυνῳδὰ Ἀριστοφάν. Ὄρν. 634· λόγοι σ. τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 1, 4, πρβλ. 1. 8, 8.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ῳδός -όν, Att. ook ξυνῳδός, poët. συναοιδός Eur. HF 787 meezingend (met), samen zingend (met), met dat.: τοῖς ἐμοῖς θρηνήμασι ξυνῳδοί die meezingen met mijn rouwklachten Eur. Or. 133. overdr. overeenstemmend (met), met dat.: λόγοι συνῳδοὶ τοῖς ἔργοις woorden die met de daden overeenstemmen Aristot. EN 1172b5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj