Anonymous

συμβούλομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=vouloir ensemble <i>ou</i> avec : σ. τινὶ [[θανεῖν]] EUR vouloir mourir avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βούλομαι]].
|btext=vouloir ensemble <i>ou</i> avec : σ. τινὶ [[θανεῖν]] EUR vouloir mourir avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βούλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμβούλομαι''': ἀποθ., μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ παθ. πρκμ.: ― [[θέλω]] ἢ ἐπιθυμῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συμβούλου δέ μοι θανεῖν, πρὶν αἰσχρῶν μὴ κατ’ ἀξίαν τυχεῖν, «σὺν ἐμοὶ δὲ βούλου θανεῖν ἐμὲ [[προτοῦ]] τυχεῖν αἰσχρῶν παρ’ ἀξίαν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 373. 2) συμφωνῶ μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 414Ε, Λάχ. 189Α. 3) ἀπολ., συγκατατίθεμαι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 718Β, ἐν Εὐθυδ. 298Β.
|elnltext=συμ-βούλομαι samen (met...) willen, mede willen; met dat.; met inf..; συμβούλου μοι θανεῖν wil samen met mij sterven Eur. Hec. 373; abs. accoord gaan, instemmen.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβούλομαι:''' желать одного и того же, т. е. быть солидарным, соглашаться (τινι Eur., Plat.): συμβουλομένης τῆς γυναικὸς [[αὐτοῦ]] Plut. договорившись со своей женой.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμβούλομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. -[[βεβούλημαι]], αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[θέλω]] ή [[επιθυμώ]] από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[συναινώ]], στον ίδ.
|lsmtext='''συμβούλομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. -[[βεβούλημαι]], αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[θέλω]] ή [[επιθυμώ]] από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[συναινώ]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμβούλομαι:''' желать одного и того же, т. е. быть солидарным, соглашаться (τινι Eur., Plat.): συμβουλομένης τῆς γυναικὸς [[αὐτοῦ]] Plut. договорившись со своей женой.
|lstext='''συμβούλομαι''': ἀποθ., μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ παθ. πρκμ.: ― [[θέλω]] ἢ ἐπιθυμῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συμβούλου δέ μοι θανεῖν, πρὶν αἰσχρῶν μὴ κατ’ ἀξίαν τυχεῖν, «σὺν ἐμοὶ δὲ βούλου θανεῖν ἐμὲ [[προτοῦ]] τυχεῖν αἰσχρῶν παρ’ ἀξίαν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 373. 2) συμφωνῶ μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 414Ε, Λάχ. 189Α. 3) ἀπολ., συγκατατίθεμαι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 718Β, ἐν Εὐθυδ. 298Β.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-βούλομαι samen (met...) willen, mede willen; met dat.; met inf..; συμβούλου μοι θανεῖν wil samen met mij sterven Eur. Hec. 373; abs. accoord gaan, instemmen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι perf. -[[βεβούλημαι]]<br />Dep.<br /><b class="num">1.</b> to [[will]] or to [[wish]] with [[another]], c. dat., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[agree]] with, τινι Plat.:—absol. to [[consent]], Plat.
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι perf. -[[βεβούλημαι]]<br />Dep.<br /><b class="num">1.</b> to [[will]] or to [[wish]] with [[another]], c. dat., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[agree]] with, τινι Plat.:—absol. to [[consent]], Plat.
}}
}}