Anonymous

συντέλεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>à Athènes</i> association de citoyens pour subvenir à certaines dépenses publiques (armement d'une galère, <i>etc.</i>) ; <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> toute association, corporation <i>ou</i> confédération avec trésor commun;<br /><b>2</b> réunion, assemblée : [[συντέλεια]] [[θεῶν]] ESCHL assemblée des dieux, dieux assemblés.<br />'''Étymologie:''' [[συντελής]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>à Athènes</i> association de citoyens pour subvenir à certaines dépenses publiques (armement d'une galère, <i>etc.</i>) ; <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> toute association, corporation <i>ou</i> confédération avec trésor commun;<br /><b>2</b> réunion, assemblée : [[συντέλεια]] [[θεῶν]] ESCHL assemblée des dieux, dieux assemblés.<br />'''Étymologie:''' [[συντελής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συντέλεια''': , ([[συντελέω]] ΙΙ), τελεῖν ἀπὸ κοινοῦ, κοινὴ συνεισφορὰ [[ὑπὲρ]] τῶν δημοσίων ἀναγκῶν, χρημάτων σ. ποιεῖν Δημ. 306, 18· σ. φόρου Δίων Κ. 42. 6· εἰς σ. ἄγειν τὰς χορηγίας, δηλ. νὰ γίνωνται διὰ κοινῆς πολλῶν συνεισφορᾶς καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου, Δημ. 463. 24· μικρᾶς σ. ἑκάστῳ γιγνομένης ὁ αὐτ. 464. 1· πρὸς σ. χρημάτων Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 3. 5. 2) μεταφορ., παρὰ τοῦ διδασκάλου συν., ἐν Ἀθήναις, [[σῶμα]] ἐκ 5, 6, 10 ἢ πλειόνων πολιτῶν, οἵτινες ἀπὸ κοινοῦ συνεισέφερον εἰς ἐξοπλισμὸν πλοίου πρὸς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου· ἐκαλοῦντο δὲ οὗτοι συντελεῖς, καὶ ἀπετέλουν [[μέρος]] τῆς συμμορίας (ὃ ἴδε) Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· (ἀλλὰ τὸ [[πρᾶγμα]] [[εἶναι]] σκοτεινόν· ἴδε Bröckh P. E. 2. 344 κἑξ.)· ― πᾶσα ὁμοία συμμετοχὴ εἰς δημοσίας δαπάνας, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 261. 16., 262. 8· ἡ [[πρός]] τινα σ. Παυσ. 7. 15, 2· ― πρβλ. [[τέλος]] ΙΙΙ. 3. 2) [[καθόλου]], [[ὁμήγυρις]], [[ἄθροισμα]], ὦ ξυντέλεια (ἐξυπακ. θεῶν), ἐπὶ τῶν θεῶν, οἵτινες ἰδίως ἐκαλοῦντο τέλειοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 251, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ. 3) [[σύνδεσμος]] [[πόλεων]] ἐχουσῶν ἓν κοινὸν [[ταμεῖον]], [[συμπολιτεία]], ὁμοσπονδία, Πολύβ. 5. 94, 1, πρβλ. Διόδ. 5. 80, Πλουτ. Φιλοπ. και Φλαμιν. Σύγκρ. 1. ΙΙΙ. συνημμένη [[ἐνέργεια]], ἀπὸ κοινοῦ [[ἐνέργεια]], Πλάτ. Νόμ. 905Β ― ἡ [[συντέλεσις]] σχεδίου, [[συμπλήρωσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἐπιβολή]], Πολύβ. 1. 3, 3., 3. 1, 5· σ. ἐπιθεῖναί τινι ὁ αὐτ. 11. 33, 7· συν. ἔχειν, λαμβάνειν ὁ αὐτ. 1. 4, 3., 4. 28, 3· εἰς σ. ἐλθεῖν ὁ αὐτ. 2. 40, 5· ἡ συν. τῆς ἐπιβολῆς ὁ αὐτ. 5. 32, 3· ἡ σ. τοῦ ἀγῶνος Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 59 καὶ 63. IV. τελεία [[πονηρία]], [[φαυλότης]], [[κακία]], Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Η΄, 3), «συντελείας· κακίας» Ἡσύχ. V. ἐν τῇ γραμματ., ὁ παρακείμενος [[χρόνος]], Δημήτρ. Φαληρ. § 214, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[παράτασις]], Ἐτυμολ. Μέγ. 472, 23 VI. παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις, ὡς τὸ [[ἐντελέχεια]], ἡ πραγματικότης, τὸ πραγματικόν, Ὄκελλ. Λευκαν. 2. 3.
|elnltext=συντέλεια -ας, ἡ [συντελέω 1] afronding, voltooiing:. ταῦτα πάντα... ἐλάμβανε τὴν συντέλειαν dat alles heeft zijn afronding gevonden Plut. Per. 13.2; ὁ δὲ θερισμὸς συντέλεια αἰῶνός ἐστιν de oogst is de voleinding van de wereld NT Mt. 13.39.<br />συντέλεια -ας, ἡ [συντελέω 2] gezamenlijke contributie; Dem. 18.237; overdr.: bijdrage. Plat. Lg. 905b. belastinggroep (in Athene); Dem. 18.105; alg. groep:. ὦ ξυντέλεια o (goden)schare! Aeschl. Sept. 251.
}}
{{elru
|elrutext='''συντέλεια:''' <br /><b class="num">1)</b> [[совместное уплачивание]]: εἰς συντέλειαν [[ἀγαγεῖν]] τι Dem. устраивать что-л. [[на общий счет]];<br /><b class="num">2)</b> [[доля в платеже]], [[квота]], [[взнос]] (μικρᾶς συντελείας ἑκάστω γιγνομένης Dem.): χρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос;<br /><b class="num">3)</b> [[синтелия]] (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие): αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. [[синтелии]], обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме; εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ [[δέκα]] τάλαντα Dem. лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов;<br /><b class="num">4)</b> [[политическое содружество]], [[федерация]], [[объединение]] Polyb., Diod., Plut.;<br /><b class="num">5)</b> [[сообщество]], [[сонм]] (sc. τῶν [[θεῶν]] Aesch.);<br /><b class="num">6)</b> [[общая]] (конечная) [[цель]] (ἡ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὶ ξυμβάλλεται Plat.);<br /><b class="num">7)</b> [[завершение]], [[окончание]] (τῶν αἰώνων NT): τὴν συντέλειαν ἔχειν Polyb. [[быть оконченным]]; συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. [[оканчиваться]]; συντέλειαν ἐπιθεῖναι или ἐπιθέσθαι τινί Polyb. [[положить конец чему-л.]];<br /><b class="num">8)</b> [[зрелость]] (τῶν καρπῶν Plut.);<br /><b class="num">9)</b> грам. [[прошедшее законченное время]], перфект.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''συντέλεια:''' ἡ ([[συντελέω]] II),<br /><b class="num">I.</b> από κοινού [[καταβολή]] χρημάτων, [[κοινή]] [[συνεισφορά]] για την [[κάλυψη]] δημοσίων αναγκών, [[φόρος]], σε Δημ.· εἰς συντέλειαν ἄγειν [[τὰς]] χορηγίας, δηλ. οι χορηγίες να γίνονται μέσω της κοινής συνεισφοράς πολλών ανθρώπων και όχι από έναν μόνον άνθρωπο, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, [[σώμα]] που αποτελείτο από [[πέντε]], έξι, [[δέκα]] ή και περισσότερα πρόσωπα, επιφορτισμένα να συνεισφέρουν από κοινού στις δημόσιες δαπάνες, λειτουργίες, σε Ψηφ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ομήγυρη]], [[άθροισμα]], λέγεται για τους θεούς, οι οποίοι ξεχωριστά αποκαλούνταν <i>τέλειοι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> συντονισμένη [[προσπάθεια]], από κοινού [[ενέργεια]], από κοινού [[εκτέλεση]] ενός σχεδίου, σε Πολύβ.
|lsmtext='''συντέλεια:''' ἡ ([[συντελέω]] II),<br /><b class="num">I.</b> από κοινού [[καταβολή]] χρημάτων, [[κοινή]] [[συνεισφορά]] για την [[κάλυψη]] δημοσίων αναγκών, [[φόρος]], σε Δημ.· εἰς συντέλειαν ἄγειν [[τὰς]] χορηγίας, δηλ. οι χορηγίες να γίνονται μέσω της κοινής συνεισφοράς πολλών ανθρώπων και όχι από έναν μόνον άνθρωπο, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, [[σώμα]] που αποτελείτο από [[πέντε]], έξι, [[δέκα]] ή και περισσότερα πρόσωπα, επιφορτισμένα να συνεισφέρουν από κοινού στις δημόσιες δαπάνες, λειτουργίες, σε Ψηφ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ομήγυρη]], [[άθροισμα]], λέγεται για τους θεούς, οι οποίοι ξεχωριστά αποκαλούνταν <i>τέλειοι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> συντονισμένη [[προσπάθεια]], από κοινού [[ενέργεια]], από κοινού [[εκτέλεση]] ενός σχεδίου, σε Πολύβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συντέλεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[совместное уплачивание]]: εἰς συντέλειαν [[ἀγαγεῖν]] τι Dem. устраивать что-л. [[на общий счет]];<br /><b class="num">2)</b> [[доля в платеже]], [[квота]], [[взнос]] (μικρᾶς συντελείας ἑκάστω γιγνομένης Dem.): χρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос;<br /><b class="num">3)</b> [[синтелия]] (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие): αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. [[синтелии]], обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме; εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ [[δέκα]] τάλαντα Dem. лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов;<br /><b class="num">4)</b> [[политическое содружество]], [[федерация]], [[объединение]] Polyb., Diod., Plut.;<br /><b class="num">5)</b> [[сообщество]], [[сонм]] (sc. τῶν [[θεῶν]] Aesch.);<br /><b class="num">6)</b> [[общая]] (конечная) [[цель]] (ἡ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὶ ξυμβάλλεται Plat.);<br /><b class="num">7)</b> [[завершение]], [[окончание]] (τῶν αἰώνων NT): τὴν συντέλειαν ἔχειν Polyb. [[быть оконченным]]; συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. [[оканчиваться]]; συντέλειαν ἐπιθεῖναι или ἐπιθέσθαι τινί Polyb. [[положить конец чему-л.]];<br /><b class="num">8)</b> [[зрелость]] (τῶν καρπῶν Plut.);<br /><b class="num">9)</b> грам. [[прошедшее законченное время]], перфект.
|lstext='''συντέλεια''': , ([[συντελέω]] ΙΙ), τελεῖν ἀπὸ κοινοῦ, κοινὴ συνεισφορὰ [[ὑπὲρ]] τῶν δημοσίων ἀναγκῶν, χρημάτων σ. ποιεῖν Δημ. 306, 18· σ. φόρου Δίων Κ. 42. 6· εἰς σ. ἄγειν τὰς χορηγίας, δηλ. νὰ γίνωνται διὰ κοινῆς πολλῶν συνεισφορᾶς καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου, Δημ. 463. 24· μικρᾶς σ. ἑκάστῳ γιγνομένης ὁ αὐτ. 464. 1· πρὸς σ. χρημάτων Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 3. 5. 2) μεταφορ., ἡ παρὰ τοῦ διδασκάλου συν., ἐν Ἀθήναις, [[σῶμα]] ἐκ 5, 6, 10 ἢ πλειόνων πολιτῶν, οἵτινες ἀπὸ κοινοῦ συνεισέφερον εἰς ἐξοπλισμὸν πλοίου πρὸς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου· ἐκαλοῦντο δὲ οὗτοι συντελεῖς, καὶ ἀπετέλουν [[μέρος]] τῆς συμμορίας (ὃ ἴδε) Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· (ἀλλὰ τὸ [[πρᾶγμα]] [[εἶναι]] σκοτεινόν· ἴδε Bröckh P. E. 2. 344 κἑξ.)· ― πᾶσα ὁμοία συμμετοχὴ εἰς δημοσίας δαπάνας, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 261. 16., 262. 8· ἡ [[πρός]] τινα σ. Παυσ. 7. 15, 2· ― πρβλ. [[τέλος]] ΙΙΙ. 3. 2) [[καθόλου]], [[ὁμήγυρις]], [[ἄθροισμα]], ὦ ξυντέλεια (ἐξυπακ. θεῶν), ἐπὶ τῶν θεῶν, οἵτινες ἰδίως ἐκαλοῦντο τέλειοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 251, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ. 3) [[σύνδεσμος]] [[πόλεων]] ἐχουσῶν ἓν κοινὸν [[ταμεῖον]], [[συμπολιτεία]], ὁμοσπονδία, Πολύβ. 5. 94, 1, πρβλ. Διόδ. 5. 80, Πλουτ. Φιλοπ. και Φλαμιν. Σύγκρ. 1. ΙΙΙ. συνημμένη [[ἐνέργεια]], ἀπὸ κοινοῦ [[ἐνέργεια]], Πλάτ. Νόμ. 905Β ― ἡ [[συντέλεσις]] σχεδίου, [[συμπλήρωσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἐπιβολή]], Πολύβ. 1. 3, 3., 3. 1, 5· σ. ἐπιθεῖναί τινι ὁ αὐτ. 11. 33, 7· συν. ἔχειν, λαμβάνειν ὁ αὐτ. 1. 4, 3., 4. 28, 3· εἰς σ. ἐλθεῖν ὁ αὐτ. 2. 40, 5· ἡ συν. τῆς ἐπιβολῆς αὐτ. 5. 32, 3· ἡ σ. τοῦ ἀγῶνος Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 59 καὶ 63. IV. τελεία [[πονηρία]], [[φαυλότης]], [[κακία]], Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Η΄, 3), «συντελείας· κακίας» Ἡσύχ. V. ἐν τῇ γραμματ., ὁ παρακείμενος [[χρόνος]], Δημήτρ. Φαληρ. § 214, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[παράτασις]], Ἐτυμολ. Μέγ. 472, 23 VI. παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις, ὡς τὸ [[ἐντελέχεια]], ἡ πραγματικότης, τὸ πραγματικόν, Ὄκελλ. Λευκαν. 2. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=συντέλεια -ας, ἡ [συντελέω 1] afronding, voltooiing:. ταῦτα πάντα... ἐλάμβανε τὴν συντέλειαν dat alles heeft zijn afronding gevonden Plut. Per. 13.2; δὲ θερισμὸς συντέλεια αἰῶνός ἐστιν de oogst is de voleinding van de wereld NT Mt. 13.39.<br />συντέλεια -ας, [συντελέω 2] gezamenlijke contributie; Dem. 18.237; overdr.: bijdrage. Plat. Lg. 905b. belastinggroep (in Athene); Dem. 18.105; alg. groep:. ὦ ξυντέλεια o (goden)schare! Aeschl. Sept. 251.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj