συντέλεια

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντέλεια Medium diacritics: συντέλεια Low diacritics: συντέλεια Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: syntéleia Transliteration B: synteleia Transliteration C: synteleia Beta Code: sunte/leia

English (LSJ)

ἡ, (συντελέω II)
A joint contribution for the public burdens, χρημάτων συντέλειαν ποιῆσαι D.18.237; συντέλεια φόρου D.C.42.6; εἰς συντέλειαν ἄγειν τὰς χορηγίας, i.e. to leave the choregia to be defrayed by subscription, not by a single person, D.20.23; μικρᾶς σ. ἑκάστῳ γιγνομένης ibid.; πρὸς συντέλειαν χρημάτων Arist.Rh.Al.1423b1.
2 metaph., Pl.Lg.905b; ἡ παρὰ τοῦ διδασκάλου συντέλεια, i.e. instruction, Aristid.2.226 J.
3 = collatio, (compulsory) provision of recruits, εἰς τὴν τῶν τειρώνων συντέλειαν KeilPremerstein Dritter Bericht p.87 (inc. loc.); συντελείας βουργαρίων.. ἄνεσιν prob. in SIG880.52 (Pizus, iii A.D., cf. JRS8.26 sqq.).
II at Athens, a body of citizens who contributed jointly to bear public burdens (cf. συντελής 1), Antipho Fr.56; αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Decr. ap.D.18.105, cf. 106.
2 generally, company, ὦ ξυντέλεια (sc. θεῶν), of the gods, who separately were called τέλειοι, A.Th.251, cf. Sch. ad loc.
3 union of communities grouped together or united to a larger state, Plb.5.94.1, D.S.5.80, Plu.Comp.Phil.Flam. 1, Paus.7.15.2, OGI565.13 (Oenoanda).
III the consummation of a scheme, opp. ἐπιβολή, Plb.1.3.3, cf. 3.1.5; σ. ἐπιτεθεικὼς τοῖς ἔργοις Id.11.33.7; συντέλειαν σχεῖν, συντέλειαν λαμβάνειν, Id.1.4.3, 4.28.3, cf. SIG695.13 (Magn. Mae., ii B.C.), Plu.Per.13; εἰς σ. ἐλθεῖν Plb.2.40.6; ἡ σ. τῆς ἐπιβολῆς Id.5.32.3; ἡ συντέλεια τοῦ ἀγῶνος IG7.2712.78, 82 (Acraephia); τοῦ πολέμου OGI327.6 (Pergam., ii B.C.), Plb.4.28.5; τῶν ἔργων PPetr.3p.109 (iii B.C.); τὰν τῶν μυστηρίων καὶ τᾶν θυσιᾶν συντέλειαν IG5(1).1390.184 (Andania, i B.C.); καταθύμιος λογισμῶν συντέλεια Vett.Val.173.11; completion, end, τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX De.11.12; τοῦ διεληλυθότος ἔτους POxy.1270.42 (ii A.D.); αἰῶνος Ev.Matt. 13.39; ποιῆσαι εἰς συντέλειαν = make an end of, LXX Ez.20.17; ἀνέβη σ. τῆς πόλεως εἰς οὐρανόν ib.Jd.20.40; full realization, τῶν τελῶν Phld.Rh.2.86 S.
IV unjust gain, LXX 1 Ki.8.3; = κακία, Hsch.
V in Grammar, completed action, Demetr.Eloc.214, A.D.Synt.205.14, EM 472.23.
VI = ἐντελέχεια, reality, Ocell.2.3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
à Athènes association de citoyens pour subvenir à certaines dépenses publiques (armement d'une galère, etc.) ; p. ext. :
1 toute association, corporation ou confédération avec trésor commun;
2 réunion, assemblée : συντέλεια θεῶν ESCHL assemblée des dieux, dieux assemblés;
NT: la fin.
Étymologie: συντελής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντέλεια -ας, ἡ [συντελέω 1] afronding, voltooiing:. ταῦτα πάντα... ἐλάμβανε τὴν συντέλειαν dat alles heeft zijn afronding gevonden Plut. Per. 13.2; ὁ δὲ θερισμὸς συντέλεια αἰῶνός ἐστιν de oogst is de voleinding van de wereld NT Mt. 13.39.
συντέλεια -ας, ἡ [συντελέω 2] gezamenlijke contributie; Dem. 18.237; overdr.: bijdrage. Plat. Lg. 905b. belastinggroep (in Athene); Dem. 18.105; alg. groep:. ὦ ξυντέλεια o (goden)schare! Aeschl. Sept. 251.

German (Pape)

ἡ,
1 das Zusammenentrichten, -bezahlen, gemeinschaftliche Beisteuer zu öffentlichen Abgaben; συντέλειαν ποιεῖν, eine Abgabe gemeinschaftlich entrichten, Dem. 18.237; bes. in Athen ein Verein von 16–60 Bürgern, die auf gemeinschaftliche Kosten ein Schiff für den Dienst des Staates ausrüsteten, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 110, 113; τοὺς τριηράρχους καλεῖσθαι ἐπὶ τὴν τριήρη συνεκκαίδεκα ἐκ τῶν ἐν τοῖς λόχοις συντελειῶν, Dem. 18.106; vgl. οἷς ἐλάττων οὐσία ἐστὶ τῶν δέκα ταλάντων εἰς συντέλειαν συναγομένοις εἰς τὰ δέκα τάλαντα, ibid.; und so auch für andere Liturgien, εἰς συντέλειαν ἄγειν τὰς χορηγίας ὥσπερ τὰς τριηραρχίας, 20.23. Auch überhpt Gemeinschaft, z.B. der Götter, ὦ ξυντέλεια, μὴ προδῷς πυργώματα, Aesch. Spt. 233; – bes. aber von politischer Zusammengehörigkeit, Bezirk einer Bundesgenossenschaft, πατρική, Pol. 5.94; ἀφιέναι κελεύων τῆς πρὸς σφᾶς συντελείας Λακεδαιμονίους, Paus. 7.15.1, d.i. aus dem achäischen Bunde entlassen; τὴν περιοικίδα συντέλειαν, Plut. Flamin. Kompar. 1, ist = αἱ περιοικίδες κῶμαι, Philop. 13.
2 gemeinsames Vollenden, gemeinsames Hinstreben auf ein Ziel; οὐκ εἰδὼς αὐτῶν τὴν συντέλειαν ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὶ ξυμβάλλεται, Plat. Legg. X.905b; Gegensatz gegen ἐπιβολή und ἀρχή, Pol. 1.3.3, 3.1.5; dah. τὴν συντέλειαν ἔχειν = vollendet sein, 1.4.3; συντέλειαν λαμβάνει ὁ πόλεμος, er nimmt ein Ende, 4.28.3; συντέλειαν ἐπιθεῖναι od. ἐπιθέσθαι τοῖς ἔργοις, finem imponere, 11.33.7, 39.2.2.
Bei den Gramm. das perfectum.
3 Bei spätern Philosophen wie ἐντελέχεια, die Wirklichkeit, Realität, Ocell. Luc.

Russian (Dvoretsky)

συντέλεια:
1 совместное уплачивание: εἰς συντέλειαν ἀγαγεῖν τι Dem. устраивать что-л. на общий счет;
2 доля в платеже, квота, взнос (μικρᾶς συντελείας ἑκάστω γιγνομένης Dem.): χρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос;
3 синтелия (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие): αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. синтелии, обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме; εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ δέκα τάλαντα Dem. лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов;
4 политическое содружество, федерация, объединение Polyb., Diod., Plut.;
5 сообщество, сонм (sc. τῶν θεῶν Aesch.);
6 общая (конечная) цель (ἡ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὶ ξυμβάλλεται Plat.);
7 завершение, окончание (τῶν αἰώνων NT): τὴν συντέλειαν ἔχειν Polyb. быть оконченным; συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. оканчиваться; συντέλειαν ἐπιθεῖναι или ἐπιθέσθαι τινί Polyb. положить конец чему-л.;
8 зрелость (τῶν καρπῶν Plut.);
9 грам. прошедшее законченное время, перфект.

English (Strong)

from συντελέω; entire completion, i.e. consummation (of a dispensation): end.

English (Thayer)

συντελείας, ἡ (συντελής), completion, consummation, end (so in Greek writings from Polybius on; the Sept. chiefly for כָּלָה; for קֵץ in Aeschylus down): αἰῶνος or τοῦ αἰῶνος, L T Tr WH, τοῦ αἰῶνος τούτου, R G; τῶν αἰώνων, αἰών, 3, p. 19b bottom (cf. Hermas, sim. 9,12, 3 [ET] and Hilgenfeld at the passage)); καιροῦ and καιρῶν, τῶν ἡμερῶν, ibid. ἀνθρώπου, of his death, Sirach 21:9>.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και συντέλεια Ν συντελής
(για χρόνο) τέλος, πλήρωμα («ἕως συντέλειας τοῦ ἐνιαυτοῦ», ΠΔ)
νεοελλ.-μσν.
φρ. «συντέλεια του κόσμου»
α) το τέλος του κόσμου, η Δευτέρα Παρουσία
β) συνεκδ. (σχετικά με καιρικές συνθήκες) κοσμοχαλασιά, θεομηνία («φυσούσε και έβρεχε τόσο πολύ που νόμιζες ότι ήρθε η συντέλεια του κόσμου»)
μσν.
λέσχη, εταιρεία
αρχ.
1. η από κοινού συνεισφορά υπέρ τών δημοσίων δαπανών
2. αναγκαστική συνεισφορά, φορολογία
3. (στην αρχ. Αθήνα) σώμα πολιτών οι οποίοι από κοινού συνεισέφεραν για τον εξοπλισμό πλοίου στην υπηρεσία της πολιτείας
4. όμιλος, κοινότητα
5. ομοσπονδία, συμπολιτεία («διὰ τὸ τοῦτον ὑποστράτηγον εἶναι τότε τῆς συντέλειας τῆς Φαραϊκῆς», Πολ.)
6. η από κοινού προσπάθεια για την επίτευξη κοινού στόχου
7. συμπλήρωση, αποπεράτωση, πραγμάτωση σχεδίου ή έργου («τὰν τῶν μυστηρίων καὶ τᾱν θυσιᾱν συντέλειαν», επιγρ.)
8. (ειδικά) πλήρης μετατροπή σε χρήμασυντέλεια τών τελῶν», Φιλόδ.)
9. γραμμ. ο παρακείμενος χρόνος
10. (φιλοσ.) η πραγματικότητα
11. (κατά τον Ησύχ.) «συντελείας
κακίας»
12. φρ. α) «ἡ παρὰ τοῦ διδασκάλου συντέλεια» — η διδασκαλία (Αριστείο.)
β) «συντέλειαν ἔχω [ή λαμβάνω]» — τελειώνω (Πολ.)
γ) «συντέλειαν ἐπιτίθημι» — θέτω τέλος (Πολ.).

Greek Monotonic

συντέλεια: ἡ (συντελέω II),
I. από κοινού καταβολή χρημάτων, κοινή συνεισφορά για την κάλυψη δημοσίων αναγκών, φόρος, σε Δημ.· εἰς συντέλειαν ἄγειν τὰς χορηγίας, δηλ. οι χορηγίες να γίνονται μέσω της κοινής συνεισφοράς πολλών ανθρώπων και όχι από έναν μόνον άνθρωπο, στον ίδ.
II. 1. στην Αθήνα, σώμα που αποτελείτο από πέντε, έξι, δέκα ή και περισσότερα πρόσωπα, επιφορτισμένα να συνεισφέρουν από κοινού στις δημόσιες δαπάνες, λειτουργίες, σε Ψηφ. παρά Δημ.
2. γενικά, ομήγυρη, άθροισμα, λέγεται για τους θεούς, οι οποίοι ξεχωριστά αποκαλούνταν τέλειοι, σε Αισχύλ.
III. συντονισμένη προσπάθεια, από κοινού ενέργεια, από κοινού εκτέλεση ενός σχεδίου, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

συντέλεια: ἡ, (συντελέω ΙΙ), τελεῖν ἀπὸ κοινοῦ, κοινὴ συνεισφορὰ ὑπὲρ τῶν δημοσίων ἀναγκῶν, χρημάτων σ. ποιεῖν Δημ. 306, 18· σ. φόρου Δίων Κ. 42. 6· εἰς σ. ἄγειν τὰς χορηγίας, δηλ. νὰ γίνωνται διὰ κοινῆς πολλῶν συνεισφορᾶς καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου, Δημ. 463. 24· μικρᾶς σ. ἑκάστῳ γιγνομένης ὁ αὐτ. 464. 1· πρὸς σ. χρημάτων Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 3. 5. 2) μεταφορ., ἡ παρὰ τοῦ διδασκάλου συν., ἐν Ἀθήναις, σῶμα ἐκ 5, 6, 10 ἢ πλειόνων πολιτῶν, οἵτινες ἀπὸ κοινοῦ συνεισέφερον εἰς ἐξοπλισμὸν πλοίου πρὸς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου· ἐκαλοῦντο δὲ οὗτοι συντελεῖς, καὶ ἀπετέλουν μέρος τῆς συμμορίας (ὃ ἴδε) Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· (ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα εἶναι σκοτεινόν· ἴδε Bröckh P. E. 2. 344 κἑξ.)· ― πᾶσα ὁμοία συμμετοχὴ εἰς δημοσίας δαπάνας, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 261. 16., 262. 8· ἡ πρός τινα σ. Παυσ. 7. 15, 2· ― πρβλ. τέλος ΙΙΙ. 3. 2) καθόλου, ὁμήγυρις, ἄθροισμα, ὦ ξυντέλεια (ἐξυπακ. θεῶν), ἐπὶ τῶν θεῶν, οἵτινες ἰδίως ἐκαλοῦντο τέλειοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 251, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ. 3) σύνδεσμος πόλεων ἐχουσῶν ἓν κοινὸν ταμεῖον, συμπολιτεία, ὁμοσπονδία, Πολύβ. 5. 94, 1, πρβλ. Διόδ. 5. 80, Πλουτ. Φιλοπ. και Φλαμιν. Σύγκρ. 1. ΙΙΙ. συνημμένη ἐνέργεια, ἀπὸ κοινοῦ ἐνέργεια, Πλάτ. Νόμ. 905Β ― ἡ συντέλεσις σχεδίου, συμπλήρωσις, ἀντίθετον τῷ ἐπιβολή, Πολύβ. 1. 3, 3., 3. 1, 5· σ. ἐπιθεῖναί τινι ὁ αὐτ. 11. 33, 7· συν. ἔχειν, λαμβάνειν ὁ αὐτ. 1. 4, 3., 4. 28, 3· εἰς σ. ἐλθεῖν ὁ αὐτ. 2. 40, 5· ἡ συν. τῆς ἐπιβολῆς ὁ αὐτ. 5. 32, 3· ἡ σ. τοῦ ἀγῶνος Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 59 καὶ 63. IV. τελεία πονηρία, φαυλότης, κακία, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Η΄, 3), «συντελείας· κακίας» Ἡσύχ. V. ἐν τῇ γραμματ., ὁ παρακείμενος χρόνος, Δημήτρ. Φαληρ. § 214, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παράτασις, Ἐτυμολ. Μέγ. 472, 23 VI. παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις, ὡς τὸ ἐντελέχεια, ἡ πραγματικότης, τὸ πραγματικόν, Ὄκελλ. Λευκαν. 2. 3.

Middle Liddell

συντέλεια, ἡ, συντελέω II]
I. a joint payment, joint contribution for public burdens, Dem.; εἰς ς. ἄγειν τὰς χορηγίας, i. e. to leave the choregia to be defrayed by subscription, Dem.
II. at Athens, a partnership for bearing public burdens, Decret. ap. Dem.
2. generally, a company, of the gods, who separately were called τέλειοι, Aesch.
III. combination of efforts, the consummation of a scheme, Polyb.

Chinese

原文音譯:suntšleia 尋-帖累阿
詞類次數:名詞(6)
原文字根:共同-完成 相當於: (כָּלָה‎) (קֵץ‎)
字義溯源:結束,完成,末了,末期,最終;源自(συντελέω)=圓滿),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τελέω)=完畢)組成,其中 (τελέω)出自(τέλος)=界限,結局),而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (ἔκβασις)同義字
出現次數:總共(6);太(5);來(1)
譯字彙編
1) 末了(5) 太13:39; 太13:40; 太13:49; 太24:3; 太28:20;
2) 末期(1) 來9:26

English (Woodhouse)

contribution, of money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)